Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Το βιβλίο και το σύμπαν





Μπορούμε να πούμε ότι κάποια βιβλία είναι τόσο καλά δομημένα, που η κάθε λέξη φαίνεται να περικλείει μέσα της την ουσία του συνόλου. (Αυτό φυσικά είναι υπερβολή, γιατί αρκεί να βγάλεις μια λέξη από το πλαίσιό της, ή να μην έχεις διαβάσει ακόμη όλο το βιβλίο – και άρα να μην έχεις συνολική γνώση του συνόλου – για να χάσει το ειδικό της νόημα και να γίνει ξανά η παλιά, συνηθισμένη λέξη. Ή απλώς να ξεχάσεις ότι υπήρξε). Το βιβλίο είναι, ή έτσι μας φαίνεται, ή έτσι μου αρέσει να το βλέπω σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, ένα κλειστό σύστημα του οποίου όλα τα μέρη συνδέονται άμεσα ή έμμεσα, επικοινωνούν και συνυπάρχουν αρμονικά ή με τρόπο εκρηκτικό. Το βιβλίο είναι ένα σύμπαν. Δεν είναι μικρό ούτε και μεγάλο, γιατί (στην πραγματικότητα) τα σύμπαντα δεν έχουν μέγεθος.

Στο σύμπαν υπάρχουν πράγματα που ορίζουν όχι μόνο τον εαυτό τους αλλά και τη γενικότερη υφή του συστήματος. Το ένα περιέχει το όλο και αντικατοπτρίζεται πάνω του. Έχει ένα ρόλο, αλλά δεν είναι κάτι που μπορεί να αξιολογηθεί ή να συγκριθεί, γιατί κανείς δεν έχει συνολική και απόλυτη εποπτεία ώστε να ξέρει πώς συνδέονται όλα τα μέρη μεταξύ τους. Σε μικρότερη κλίμακα, σε ένα βιβλίο (όπου η συνολική όχι, αλλά η απόλυτη είναι αδύνατη ακόμη και για το δημιουργό του) μπορεί να μην περιέχεται μια πρόταση, όπως ουσιαστικά δεν περιέχονται σχεδόν όλες οι πιθανές προτάσεις (οι περιεχόμενες αποτελούν πολύ μικρό δείγμα), αλλά αυτό δεν είναι αναγκαστικά έλλειψη, γιατί και στον υλικό κόσμο που κατοικούμε, μας δίνονται μερικά στοιχεία, κι εμείς συμπληρώνουμε τα κενά. Ζούμε στις παρυφές της άγνοιας, με λίγες μόνο, και συνήθως προσωρινές, εκλάμψεις βεβαιότητας. Και κάποια βιβλία καταφέρνουν ακριβώς αυτό: να δίνουν την ψευδαίσθηση ότι είναι τόσο πλήρη και καλά κουρδισμένα, ασαφή και πολύσημα όσο και το σύμπαν που τα περιέχει.

Η πεπερασμένη (όπως πιστεύεται) φύση του σύμπαντός μας, ή έστω, το άπειρο (όπως πιστεύεται) μέγεθός του, μας δίνει την άδεια να κάνουμε ακραίες υποθέσεις. Σκεφτόμαστε ότι στο αχανές σύμπαν, λογικά ή υποθετικά, θα περιλαμβάνονται όλες οι υποθέσεις, όπως ότι υπάρχει ένας πλανήτης όπου στα κλαδιά των δέντρων αντί για φύλλα φυτρώνουν πολυκατοικίες. Και σε έναν άλλο κλειδιά του σολ. Και σε έναν άλλο οι άνθρωποι. Σε έναν άλλο υπάρχουν πλάσματα που φαντάζονται έναν πλανήτη σαν τον δικό μας όταν υποθέτουν ότι στο άπειρο σύμπαν τους πρέπει κάπου να υπάρχει ένας πλανήτης στα δέντρα του οποίου φυτρώνουν φύλλα, άνθη και καρποί. Ή ότι υπάρχουν πλάσματα εκεί έξω. Όμως το σύμπαν μας, που μπορεί τελικά να μην περιέχει δέντρα και πολυκατοικίες, περιέχει σίγουρα κάποιον που τα φαντάζεται, λόγω άγνοιας ή αεργίας. Και αυτός ο κάποιος μπορεί ακόμη να υποθέσει ότι υπάρχει κάποιος άλλος, πολύ μακριά, που φαντάζεται ότι κάπου στο σύμπαν, πολύ κοντά, υπάρχει κάποιος που κάνει όλες ή κάποιες από αυτές τις υποθέσεις. Η φύση σιχαίνεται τη σπατάλη. Ίσως αυτός είναι ο τρόπος της να δημιουργήσει τα πράγματα που θα ήταν σπατάλη να δημιουργήσει: η φαντασία.

Σε αντίθεση με ένα κέλυφος, που περιέχει τη ζωή χωρίς να είναι ζωή, το σύμπαν περιέχει τη νοημοσύνη χωρίς να έχει νοημοσύνη. Όμως δεν είναι ένα απλό δοχείο. Είναι κέλυφος και περιεχόμενο, είναι το μέρος και το όλο. Και άρα, αφού περιέχει νοημοσύνη, όχι μόνο την περιέχει: είναι νοημοσύνη. Το βιβλίο περιέχει τα φαινόμενα που χρειάζεται ο αναγνώστης για να φανταστεί και να υποθέσει τις λεπτομέρειες αυτού του εξ ορισμού παραμορφωμένου κόσμου. Όμως ακόμη κι αν κάτι δε λέγεται, τα λεγόμενα είναι ικανά να γεννήσουν φαντασιακή αφήγηση εκτός της τυπωμένης. Γιατί ενώ ο συγγραφέας περιγράφει εκατό χρόνια στο Μακόντο, μία μέρα στο Δουβλίνο ή μια στιγμή στο Παρίσι, με πολλές ή λίγες λεπτομέρειες, ο αναγνώστης μπορεί, στην πραγματικότητα είναι μοιραίο, να φανταστεί και πράγματα που δεν τυπώθηκαν ή που δεν εννοήθηκαν ποτέ. Τα τυπωμένα σημάδια της σελίδας ορίζονται από το συγγραφέα, αλλά το λευκό της σελίδας αντανακλά τα χρώματα της φαντασίας του αναγνώστη. Αυτές οι απατηλές εικόνες είναι εξίσου παράλογες ή ορφανές απάντησης με τα δέντρα που γεννούν παράδοξα πράγματα. Όμως το σημαντικό είναι ότι υπάρχει κάποιος που τα φαντάζεται.

Ίσως λοιπόν ο συγγραφέας, που μέσα στο πλαίσιο του βιβλίου ή του κειμένου του είναι νοημοσύνη χωρίς να έχει νοημοσύνη – δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό, αλλά πρέπει να ισχύει – τη στιγμή που δημιουργεί τον αναγνώστη, που λογικά έχει νοημοσύνη χωρίς να είναι νοημοσύνη, επιδιώκει, χωρίς να είναι βέβαιος για το αποτέλεσμα, ακριβώς αυτό: ότι κάποια από τα πράγματα που θεώρησε άσκοπο να υλοποιήσει ή να ενσωματώσει ο ίδιος, βρήκαν ένα τρόπο να πραγματωθούν. Έστω και σε ένα ξένο μυαλό, έστω κι αν δεν το μάθει ποτέ. Κάπως έτσι τελειώνει αυτό το κείμενο, αν και κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει ότι κατά τη διάρκειά της, πριν και μετά την ανάγνωση, αυτό το κείμενο, όλα τα κείμενα, ναι, όλα, οδηγούνται αργά από ένα big bang σε ένα big crunch, από τον τίτλο ως την τελευταία τελεία, και πάλι πίσω, για πάντα. Κάποιος μάλιστα μπορεί να διαβάσει αυτό το κείμενο ξανά, ανάποδα και κανονικά, για να βρει κάποιο κρυφό νόημα, αλλά αυτό το κείμενο δεν περιέχει κάτι τέτοιο, τουλάχιστον όχι στη δική μου φαντασία, γιατί όλα τα νοήματα είναι επινοήσεις.