Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Postcards from Poland



 
[Στίχοι του κομματιού Postcards from Poland των Po(-)]
{διαθέσιμο για ακρόαση στο soundcloud.com/poband}

Saigon is bygone
and Kathmandu is more than a man can do
so I said god damn
and I flew to Amsterdam
switching the channels
channel to channel
Rode a bus to Basel
where I met with a dyke and a clown
going by bike to Klondike
So, we went to Brussels, tried to sell her a bra
we had oysters and fries from France, yeah
Now, northern lights are blinding
Sweden thought was Eden
but the telephone’s ringing
Hold on
it’s London

-/-/-/-/-/-/-/-/-

I paid a visit to Utopia
I saw the Yeti smoking opium
In the rustic cornucopia
Fucking on the photocopier

I met oblivion in Bolivia
And an amphibian from Namibia
Not a person found in Persia
Or a hamster humping in New Hampshire

I saw Arizona in the horizon
And Maradona winning in Marathon
Got confused over what’s an Indian
But I’m standing on his blood meridian

I paid a visit to Utopia
I saw the Yeti smoking opium
In the rustic cornucopia
Fucking on the photocopier

-/-/-/-/-/-/-/-/-/-/-/-

Bygones are bygones
She rang the bell so fast that it came like sleep
so the screen went alive
and I knew I was home again
switching the channels
channel to channel
Received my pseudonym with special degrees
and by the pier of Po I was laughing to tears
just wondering what will happen to Manhattan
when the level of the sea rises
Now, nevermind the islands
I’m back again at no thanks
in this handful of nothings
Guess what:
It’s Athens

(103.762)

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Μία σύντομη ιστορία της αντανάκλασης, της εικόνας και του φωτός






Μία σύντομη ιστορία της αντανάκλασης, της εικόνας και του φωτός

Μέχρι το 6000 π.Χ., οπότε και κατασκευάστηκαν οι πρώτοι καθρέφτες (από οψιδιανό), οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ξέρουν πώς ακριβώς έμοιαζε το πρόσωπό τους. Ο μόνος τρόπος που είχαν για να αντλήσουν κάποια εικόνα ήταν το είδωλο στο νερό, αλλά αυτή δεν μπορούσε να είναι απολύτως ακριβής. Με την εφεύρεση του καθρέφτη οι άνθρωποι απέκτησαν πραγματική πρόσβαση στα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, αλλά αυτός ο τρόπος ήταν στιγμιαίος και δεν τους επέτρεπε να ξαναδούν ή να δείξουν στους νεότερους πώς ήταν στα νιάτα τους. Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η εικόνα που παρέχει ένας καθρέφτης είναι ελαφρώς παραπλανητική, καθότι αντεστραμμένη. Είναι μία λεπτομέρεια που μοιάζει ασήμαντη, αλλά αρκεί να σκεφτούμε ότι οι δύο πλευρές του προσώπου δεν είναι ίδιες, και να θυμηθούμε τον εαυτό μας ενώ έβλεπε μία φωτογραφία που μας τράβηξαν, καταπληκτικά όμοια αλλά εκνευριστικά διαφορετική σε σχέση με το πρόσωπο που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στον καθρέφτη. Ίσως ο μύθος να μην επεδίωκε να καταδείξει μόνο την αυταρέσκεια, αλλά και το διακαή πόθο του ανθρώπου για αυτή τη γνώση. Και ίσως αν είχε προϋπάρξει ο καθρέφτης ή η φωτογραφική μηχανή, ο Νάρκισσος να μην είχε πνιγεί, ή να μην είχε γεννηθεί στη μυθολογία.

Και ενώ η αντανάκλαση της εικόνας είχε πια κατακτηθεί, κάποιοι άνθρωποι άρχισαν να προσθέτουν σκαλοπάτια στην κλίμακα της καταγραφής της (τα πρώτα είχαν μπει από τη ζωγραφική και τη γλυπτική), χωρίς να το γνωρίζουν και χωρίς να έχουν επίγνωση ο ένας των ανακαλύψεων του άλλου. Ο Κινέζος φιλόσοφος Μόζι (ή Μο Ντι, ή Μο Τι, 5ος αιώνας π.Χ.) επεσήμανε την αντιστροφή του φωτός που εισέρχεται σε έναν σκοτεινό χώρο από μία μοναδική μικρή οπή, ενώ ο Αριστοτέλης παρατήρησε το ίδιο φαινόμενο στα κυκλικά σχήματα φωτός που πέφτουν μέσα στη σκιά μιας σήτας ή των φύλλων ενός δέντρου. Ωστόσο δεν κατάφεραν να εξηγήσουν τι ακριβώς συνέβαινε.

(Ως ενδεικτικό της διαφοράς αντιλήψεων σε σχέση με το σήμερα, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ευκλείδης, όπως αργότερα και άλλοι, πίστευε πως η όραση λειτουργεί με φωτεινές ακτίνες που εκπέμπονται από τα μάτια.)

Ο πρώτος που κατάλαβε ότι το φως που αντιστρέφεται μέσα σε συνθήκες σκιάς δεν είναι ένα τυχαίο φως αλλά η εικόνα που υπάρχει στην άλλη πλευρά της οπής, ήταν ο Άραβας επιστήμονας Αλχαζέν (περ. 1020 μ.Χ.). Ήταν μάλιστα και ο πρώτος που κατάφερε να προβάλει μία εξωτερική εικόνα στο εσωτερικό ενός σκοτεινού δωματίου – camera obscura, όπως ονομάστηκε λίγους αιώνες αργότερα. Όταν ο Τζιανμπαττίστα ντέλλα Πόρτα τοποθέτησε στην οπή έναν κοίλο φακό με σκοπό να «αναπαραστήσει το σχήμα του ματιού» (1558), και θέλησε να μοιραστεί τα αποτελέσματα του πειράματος με τους φίλους του στην Ακαδημία των Μυστικών, (ή Οτιόζι), η Εκκλησία τον θεώρησε μάγο και απείλησε να τον κάψει ζωντανό.

Ήδη πλέον, η ζωγραφική, το πιο αργό και παρεμβατικό μέσο καταγραφής εικόνας, και το μοναδικό προς το παρόν, ωθούμενη από τις μελέτες περί προοπτικής και τη μετάβαση στην ελαιογραφία, είχε αρχίσει να αποτυπώνει ακριβείς εικόνες, ικανοποιώντας την ανθρώπινη ματαιοδοξία και διευρύνοντας τα όρια των δυνατοτήτων της (sic). Είναι η εποχή που ακμάζει η προσωπογραφία, γιατί το πρόσωπο μπορεί πλέον να καταγραφεί πιστά και να μείνει έτσι για πάντα. Μοιραία, εμφανίζονται διάφοροι προστάτες των τεχνών που παραγγέλνουν έργα όπου συνυπάρχουν ζωγραφικά με αγίους, λιοντάρια και εσταυρωμένους σε εβραϊκές τοποθεσίες αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής και βιβλικής θεματολογίας, θύματα της ίδιας τους της μυθομανίας (γιατί μυθομανία δεν είναι μόνο, ή δε θα έπρεπε να είναι μόνο, η τάση κάποιου να ψεύδεται, αλλά και η ανάγκη του να ακούει ιστορίες, να παραμυθιάζεται). Επωφελούμενοι από τη γενικότερη χωροχρονική ασυναρτησία των έργων, κάποιοι ζωγράφοι υποκύπτουν στον πειρασμό να συμπεριλάβουν και το δικό τους πρόσωπο στις πολυπληθείς συνθέσεις.

Στα μέσα του 17ου αιώνα ο Γιοχάννες Βερμέερ χρησιμοποίησε μία τελειοποιημένη εκδοχή της camera obscura, φιλοτεχνώντας έργα σχεδιαστικής τελειότητας και πάλλοντων χρωμάτων. Την ίδια περίοδο, η μελέτη του φωτός συνεχίζεται από πολλούς επιστήμονες, οι οποίοι όμως είναι διχασμένοι. Υπάρχει η Νευτώνεια άποψη ότι το φως αποτελείται από μικροσκοπικά σωματίδια, ενώ οι Χούιγκενς και Χουκ, επηρεασμένοι από τον Ντεκάρτ, υποστηρίζουν ότι είναι κύματα που διαχέονται στο plenum ή τον αιθέρα – αυτή η διχογνωμία παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, αν σκεφτούμε ότι η σύγχρονη επιστήμη παρατηρεί πως το φως συμπεριφέρεται και ως σωματίδιο αλλά και ως κύμα. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο Τόμας Γιάνγκ ανακαλύπτει ότι το φως αποτελείται από συχνότητες, τις οποίες ταυτίζει με τα ορατά χρώματα, ενώ διατυπώνει τη θεωρία ότι στο μάτι υπάρχουν υποδοχείς που είναι ευαίσθητοι στα τρία βασικά χρώματα.

Μέχρι στιγμής, οι μόνοι που έχουν ασχοληθεί με την καταγραφή της εικόνας, και οι μόνοι που έχουν αντιληφθεί τη σημασία της camera obscura για αυτόν το σκοπό, είναι οι ζωγράφοι. Η πρώτη φωτογραφική μηχανή κατασκευάστηκε, πιθανώς, το 1826 από το Ζοζέφ Νισεφόρ Νιέπς, αλλά χρειάζονταν μέρες έκθεσης για να αποτυπωθεί μία μάλλον φτωχή πτυχή της πραγματικότητας – μία φωτογραφική μηχανή που, κάποιος θα μπορούσε να πει, δεν αποτύπωνε ακριβώς τη στιγμή. Αντίθετα, μετά τον ξαφνικό θάνατο του Νιέπς (1833), ο Λουί Νταγκέρ, στον οποίο είχε αφήσει τις σημειώσεις του ο Νιέπς, κατάφερε να μειώσει τον απαιτούμενο χρόνο σε λίγα λεπτά, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα ευκρινέστερες εικόνες. Το 1849 ο Φιζώ υπολογίζει την ταχύτητα του φωτός με μηδαμινή απόκλιση, αλλά αυτό δεν επηρεάζει με κάποιο τρόπο αυτή την αφήγηση. Το 1861 ο Μάξουελλ, βασιζόμενος στα ευρήματα του Γιάνγκ, δημιούργησε την πρώτη έγχρωμη φωτογραφία, χρησιμοποιώντας τρία αντίγραφα της ίδιας φωτογραφίας μέσα από τρία διαφορετικά φίλτρα, κόκκινο, πράσινο και μπλε, το ένα πάνω στο άλλο.

Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα η φωτογραφία συνέχισε να εξελίσσεται ως προς τα υλικά στα οποία αποτυπωνόταν η εικόνα και τα χημικά που χρησιμοποιούνταν για την εμφάνιση και τη στερέωση, (πρέπει να σημειωθεί ότι ένα από τα εσωτερικά εξαρτήματα της φωτογραφικής μηχανής είναι ο καθρέφτης), θέτοντας τη ζωγραφική προ τετελεσμένου γεγονότος ή ανοίγοντας μία μέχρι πρότινος αθέατη πόρτα. Από τα μέσα του 19ου αιώνα η ζωγραφική αναγκάζεται να απομακρυνθεί από τη λεπτομερή καταγραφή της πραγματικότητας, και αφήνει πιο προσωπικές φωνούλες να μιλήσουν, με ανάμεικτα αποτελέσματα. Το σαρωτικό πλήγμα, αλλά όχι το τελευταίο που θα δεχθεί η ζωγραφική, δίνεται με την κινούμενη εικόνα, μία καινοτομία που προσέφερε νέες αφηγηματικές δυνατότητες και γέννησε έναν οπτικό κόσμο που μάγεψε τους θεατές. Ήδη, στο φιλμ Μετά το Χορό (1897) του Ζωρζ Μελιές, έχουμε ίσως τα πρώτα (γυναικεία) οπίσθια στην ιστορία του κινηματογράφου.

Είναι αναγκαίο, και ίσως διασκεδαστικό, να σκεφτούμε πράγματα που θα ήταν διαφορετικά ή δε θα είχαν υπάρξει καθόλου χωρίς τη φωτογραφία και την κινούμενη εικόνα (συνήθως σε συνδυασμό με κάποια άλλη τεχνολογία, αλλά εδώ μας ενδιαφέρει η καταγραφή της εικόνας): οι ταυτότητες, τα διαβατήρια, τα δελτία ειδήσεων, οι εφημερίδες και τα λοιπά έντυπα˙ οι διαφημίσεις˙ οι μισθοί των αθλητών˙ τα σπίτια, όπου θα υπήρχαν κάδρα μόνο για πίνακες, ενώ τα πορτοφόλια των μανάδων, των συζύγων και των συντρόφων θα επεφύλασσαν μόνο λεφτά και πιστωτικές κάρτες για τον επίδοξο πορτοφολά˙ δε θα υπήρχαν καρτ-ποστάλ και πορνογραφία, χαρτάκια Πανίνι και κάρτες Σούπερ-Ατού˙ δε θα υπήρχαν αστέρες του κινηματογράφου, ούτε και μοντέλα, εκτός ίσως από αυτά της πασαρέλλας˙ δε θα υπήρχε η δυνατότητα θέασης πραγμάτων πέραν του άμεσα αντιληπτού.

Έχοντας χάσει την πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στα μέσα καταγραφής εικόνας, και εκμεταλλευόμενη τις νέες πρακτικές, η ζωγραφική πραγματοποιεί μία καταπληκτική μεταμόρφωση: κινείται. Και λίγο αργότερα, μία ακόμη: το πνεύμα της ερμηνεύει τους καιρούς και καταλαβαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψει τις εκθέσεις, τα σαλόνια και τις δημοπρασίες, τους εννοιολόγους και τους υψηλομύτορες, και να βγει στους δρόμους, εκεί όπου υπάρχουν αμέριμνοι θεατές, πραγματικοί άνθρωποι. Την ενδιαφέρει κυρίως το τι και το πού, και όχι τόσο το ποιος και το πώς. Όμως στο τραπέζι οι προσφορές δε σταμάτησαν ποτέ να πυκνώνουν. Εφημερίδες με κείμενα, φωτογραφίες και διαφημίσεις, τηλεόραση με ειδήσεις, εκπομπές, σήριαλ και διαφημίσεις, διαδίκτυο, μία ψευδαίσθηση παντογνωσίας, παντοδυναμίας και αιωνιότητας, και διαφημίσεις. Από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, του πιο καταστροφικού, υπό δύο έννοιες, που βίωσε η ζωγραφική, μέχρι και σήμερα, η εικόνα έχει υποστεί τόση φθορά που οι περισσότεροι ζωγράφοι μοιάζουν πλέον να μην ξέρουν τι έχει νόημα να ζωγραφιστεί. Φοβάται κανείς ότι το πινέλο μπορεί να αντικατασταθεί εντελώς από το τηλέφωνο (οξύμωρο, αλλά είναι αλήθεια), το λευκό χαρτί και το τελάρο από την αεικίνητη οθόνη. Ότι μπορεί να σταματήσει να έχει νόημα.

Παρόλο που η φωτογραφική μηχανή κατέγραψε ευρεία εμπορική επιτυχία κατά το δεύτερο μισό του 20ου, ο νέος αιώνας έφερε μία αλλαγή που δύσκολα καταφέρνει να συλλάβει ο νους. Μέσα σε δέκα χρόνια, οι άνθρωποι βρήκαν στα χέρια τους μια συσκευή που καταγράφει και αναπαράγει εικόνες, μεταξύ πολλών άλλων. (Μια συσκευή που, μοιραία, θα εξαφανίσει εντελώς την ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, και θα προσπαθήσει να κάνει το ίδιο και με την αναλογική, αλλά δε θα τα καταφέρει). Εδώ και λίγα χρόνια, κάθε στιγμή που περνάει, ο πλανήτης μας καταγράφεται χωρίς διακοπή από αμέτρητες οπτικές γωνίες, ένα φιλμ σαν τα μάτια της μύγας. Και αν οι τουρίστες και οι εορτάζοντες αυτής της μεριάς της γης πέφτουν κάποια στιγμή για ύπνο, έχουν μόλις ξυπνήσει οι της άλλης, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν κάμερες ασφαλείας και δορυφόροι που παρακολουθούν τι συμβαίνει στις πόλεις και τα καταστήματα. Οι φωτογραφίες ταξιδεύουν από μάτια σε μάτια. Λόγω φορέων, μέσων, τρόπων και φαινομένων που κρίνεται ανιαρό να αναπτυχθούν από εμένα, το διαδίκτυο έγινε το μεγαλύτερο φωτογραφικό άλμπουμ που υπήρξε ποτέ, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα να γίνει ο σκουπιδότοπος των εικόνων.

Ένα μεγάλο ποσοστό του ανθρώπινου εγκεφάλου (κάποιοι επιστήμονες το τοποθετούν στο 60%) είναι αφιερωμένο στην όραση, άρα δεν είναι παράλογο που οι άνθρωποι έπαθαν τέτοιο παροξυσμό με τις εικόνες. Ή ίσως το ποσοστό αυτό αναπτύχθηκε ακριβώς για να υποστηριχθεί ο καλπάζων παροξυσμός. Οι άνθρωποι αγαπούν να βλέπουν. Τους αρέσει να βλέπουν φωτογραφίες, τηλεόραση, ομιλίες, ηλιοβασιλέματα, παραστάσεις, ποδόσφαιρο, να διαβάζουν, να παίζουν βιντεοπαιχνίδια, να πηγαίνουν σινεμά, να χαζεύουν στον υπολογιστή ή το κινητό. Και είτε πρόκειται για εικόνες φτιαγμένες υπομονετικά με το χέρι, είτε για φωτογραφίες, είτε για κινούμενες εικόνες οποιουδήποτε είδους, φαίνεται πως στους ανθρώπους αρέσει να παρακολουθούν κάτι που δε συμβαίνει στους ίδιους. Είναι το τίμημα. Το σοκ. Κάποιος, κάποτε, είδε στο νερό το πρόσωπό του, και νόμισε ότι ήταν ο εαυτός του.

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Αυτές τις μέρες που όλοι μιλάνε






Αυτές τις μέρες που όλοι μιλάνε

Υπάρχουν άνθρωποι των οποίων ο ρυθμός ομιλίας είναι δυσανάλογος με το ρυθμό παροχής πληροφοριών. Τυχαίνει κάποιες φορές να συζητάμε με κάποιον που ενώ μιλάει γρήγορα, μετά από λίγη ώρα καταλαβαίνουμε ότι, ουσιαστικά, μας έχει πει ελάχιστα. Ή ότι δεν έχει ολοκληρώσει κανένα θέμα. Έτσι, μετά από λίγο το ενδιαφέρον μας εξανεμίζεται, και αφηνόμαστε σε σκέψεις όπως αυτή που αναπτύσσω εδώ, χάνοντας τελικά το νήμα. Και παρόλο που θεωρούμε ότι η μνήμη μας είναι αρκετά καλή ώστε να παρακολουθεί τις διακλαδώσεις που μπορεί να υποστεί η ροή του συνομιλητή, (πιστεύουμε ότι αυτή η ικανότητα μας δίνει πλεονέκτημα, χαιρόμαστε μάλιστα γιατί μερικές φορές γίνεται αντικείμενο θαυμασμού από κάποιους, ή έτσι νομίζουμε, και νοιώθουμε ισχυροί, σαν να έχουμε κάνει ζαβολιά), κάποια στιγμή βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία φράση που μας επιστρέφει σε ένα σημείο της συζήτησης το οποίο είχαμε ξεχάσει εντελώς και νομίζαμε ότι είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί, αγνοώντας, οι καημένοι, ότι όσα ειπώθηκαν στο μεταξύ ανήκουν σε μία καθόλου εκλεκτική παρένθεση. (Αντιθέτως, άλλες φορές αναρωτιόμαστε με μεγάλη περιέργεια αν ο συνομιλητής μας θα συνειδητοποιήσει ότι εγκατέλειψε το θέμα του για να ανοίξει τριάντα άσκοπες παρενθέσεις – ή νοιώθουμε τη φαγούρα μιας δαμόκλειας εκκρεμότητας). Είναι εγκιβωτισμένες συζητήσεις, λερναία λογύδρια, συσκευασίες που περιέχουν σκισμένα περιτυλίγματα, θραύσματα ενός παρόντος γεμάτου εγκοπές. Συνεχής μεταπήδηση από θέμα σε θέμα. Καταστάσεις όπου οι άνθρωποι δυσκολεύονται να ιεραρχήσουν τις πληροφορίες που έχουν στο κεφάλι τους, στιγμές που όλα μοιάζουν άξια να ειπωθούν, γι’ αυτό και η συζήτηση δεν έχει καμία δομή. Σε αυτές τις περιπτώσεις αναγκαζόμαστε να παίξουμε το παιχνίδι, που πιθανώς δε μας αρέσει, ή να γίνουμε ο ακροατής της βραδιάς.

Πολλές φορές, εμείς οι άνθρωποι δε μιλάμε για να πούμε. Ο συνομιλητής είναι μία ευτυχής συγκυρία, μία πρόφαση. Στην ουσία τον χρησιμοποιούμε, γνωρίζοντας ότι μας χρησιμοποιεί κι εκείνος. Το αντιλαμβανόμαστε κάθε φορά που ο άλλος πασχίζει να μας διακόψει για να πει κάτι που αποδεικνύεται άσχετο, και καλύπτουμε τα μάτια τη στιγμή που εισάγουμε ή επαναφέρουμε το θέμα που θέλουμε εμείς να συζητήσουμε. Ένα άλλοθι, ένα βολικό ζευγάρι αυτιά. Γιατί σε πολλούς από εμάς φαίνεται ανούσιο, ή δε μας βγαίνει καν, να μιλάμε μόνοι σε ένα άδειο δωμάτιο (ή κάπου αλλού). Πρέπει να υπάρχει κάποιος. Πρέπει κάποιον να επιβαρύνουμε με την αναφώνηση των σκέψεών μας. Και επειδή δεν είναι άπειρα αυτά που έχουμε να πούμε, ανυπομονούμε να πούμε για πολλοστή φορά την ίδια ιστορία από κάποτε σε κάποιον που, σε λίγο, επιτέλους, θα σταματήσει να λέει τα δικά του, (και αν δε σταματήσει, να είναι βέβαιος, θα τον κάνουμε εμείς να σταματήσει), ενώ ταυτόχρονα αναρωτιόμαστε τι μας κάνει να το θέλουμε τόσο πολύ: μας αρέσει να μιλάμε. Δεν έχει σημασία το τι λέμε, αρκεί να μιλάμε.

Είναι αβάσταχτα σημαντικό για εμάς το να αφηγηθούμε μία ιστορία που εμπεριέχει ένα προθάλαμο, ένα προφυλακτικό και ένα προσφιλές προφίλ μετά από χρόνια, για –οστή φορά. Ή το να αναφερθούμε σε ένα συγκεκριμένο θέμα που μπορεί να μην ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους υπόλοιπους της παρέας. Γιατί; Ίσως είναι μία ιστορία που μας κάνει να φαινόμαστε φοβεροί ή απίστευτοι. Ή μία που τη λέμε ωραία. Μπορεί να θέλουμε να δούμε την αντίδραση (πιθανό) ή να ακούσουμε μία καινούργια άποψη (σπανίως). Ίσως ξέρουμε ότι αυτή η ιστορία μας θέτει πάντα στο επίκεντρο της προσοχής. Από την άλλη, μάλλον ξέρουμε ότι αυτό το συγκεκριμένο θέμα, το οποίο γνωρίζουμε τόσο καλά, προκαλεί μία συζήτηση στην οποία έχουμε πάντα δίκιο. Μας αρέσει να έχουμε δίκιο. Θλιβερά μικρά ανθρωπάκια: μονίμως προσπαθούμε να υποβάλουμε την εντύπωση για να επιβάλουμε το θαυμασμό.

Σε ένα σαλόνι ή ένα μπαλκόνι κάποιος λέει ένα αστείο. (Εγώ δεν τον ξέρω). Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων, ένας δεύτερος έχει εντοπίσει μία αδυναμία, ή μία προοπτική για αυτό το αστείο, και λέει ένα νέο, βελτιωμένο αστείο που είναι καλύτερο ή χειρότερο από το πρώτο. Σύντομα, πετιέται ένας τρίτος που λέει το δικό του, και το ίδιο συμβαίνει μέχρι να μιλήσουν σχεδόν όλα τα μέλη της παρέας, μερικοί ίσως περισσότερες από μία φορές. Κάποιος από αυτούς που δε μίλησαν, το τελευταίο αστείο ποιος θα το πει, σκέφτεται. Δύο περιπτώσεις. Αυτός που έχει πραγματικά το καλύτερο. Αυτός που θέλει περισσότερο να πει το τελευταίο. Και μετά γέλια. Ή σιωπή. Άλλο θέμα.

Κάποιοι άνθρωποι διακόπτουν το συνομιλητή τους πολύ συχνά και χωρίς σημαντικό λόγο. Αναπόφευκτα, του δημιουργούν άγχος, μια αίσθηση ότι βρίσκεται υπό καθεστώς πολιορκίας, πως κάθε συλλογισμός που θα προσπαθήσει να αναπτύξει, κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να μείνει ημιτελής. Το αποτέλεσμα είναι ευνόητο: αρχικά τον κάνουν να χάσει την πίστη του, και τελικά τη μιλιά του, γιατί ποιος ο λόγος να ξεκινήσεις κάτι αν αποκλείεται να το ολοκληρώσεις. Κάποιοι άνθρωποι προσπαθούν με πείσμα να πείσουν τους άλλους για την ορθότητα του λάθους τους. Είναι αυτοί που, σε άλλες περιπτώσεις, παραδέχονται ένα πταίσμα για να συγκαλύψουν ένα κακούργημα. Κάποιοι άνθρωποι φλυαρούν για να αποκρύψουν το γεγονός ότι δεν έχουν τίποτα να πουν. Κάποιοι άνθρωποι δε σε κοιτάζουν ποτέ στα μάτια όταν σου μιλάνε, επειδή ξέρουν ότι ενώ τα αυτιά αναγνωρίζουν το τι και το πώς, τα μάτια έχουν το χάρισμα να διακρίνουν το γιατί.

Όμως θα ήταν άδικο να μην αναφέρουμε και κάποιες θετικές περιπτώσεις. Υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν (στην πραγματικότητα πρόκειται περί ενστίκτου, και όχι θεώρησης) ότι η αληθινή αφετηρία της επικοινωνίας βρίσκεται στο αυτί, και όχι στο στόμα. Υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους συζητάς, και εύχεσαι να μην ξημερώσει ποτέ. Ή που θέλεις να τους πάρεις μαζί σου στο σπίτι και να τους κεράσεις ένα μάτε, απλώς και μόνο για να αναβάλεις το τέλος της συζήτησης. Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που σε κάνουν να πιστεύεις ότι έχει νόημα. Τέλος, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που δεν πιστεύουν πως η σιωπή είναι μία δυσλειτουργία της επικοινωνίας. Είναι αυτοί που δεν τη φοβούνται. Αυτοί που νοιώθουν πλήρεις ακόμη και με τα πιο απλά πράγματα, ακόμη και με το να αναπνέουν τον ίδιο αέρα με κάποιον που αγαπούν.

(Αυτό το κείμενο αγνοεί, εξίσου συνειδητά όσο και επιδεικτικά, τους ακατονόμαστους των καιρών μας, που μιλούν χωρίς να λένε απολύτως τίποτα.)

(Αναρτήθηκε στο toperiodiko.gr στις 15/9/2015)

Το όπιο του ανθρώπου





Το όπιο του ανθρώπου

Στη Θεογονία, αλλά και στην αρχή του διδακτικού έπους Έργα και Ημέραι, ο Ησίοδος μας παρέχει, ίσως, την παλαιότερη σωζόμενη καταγραφή του μύθου της Πανδώρας. Ο Δίας είχε εξοργιστεί με τον Προμηθέα για την κλοπή της φωτιάς και σχεδίαζε μεγάλη εκδίκηση για το γένος των ανθρώπων, οι οποίοι δέχτηκαν το δώρο του Τιτάνα. «Κι αμέσως αντάλλαγμα στη φωτιά έφτιαξε κακό για τους ανθρώπους˙ γιατί από γη έπλασε ο ξακουσμένος Κουτσός ομοίωμα σεβαστικής παρθένας κατά τη βουλή του γιου του Κρόνου» (Θεογονία, στ. 570-572). Ο Ήφαιστος δεν ήταν μόνος του σε αυτή τη διαδικασία. Τον βοήθησαν η Αθηνά, η Αφροδίτη, οι Χάριτες, η Πειθώ, ο Ερμής. Και αφού την προίκισαν με ομορφιά, στολίδια, λουλούδια, κοσμήματα και ψέματα, ο Δίας την ονόμασε Πανδώρα, «γιατί όσοι έχουν στον Όλυμπο δώματα δώρο της έδωσαν, κακό για τους ψωμοφάγους ανθρώπους» (Έργα και Ημέραι, στ. 80-82). Ο Ερμής ανέλαβε να μεταφέρει το δώρο στον Επιμηθέα, αδελφό του Προμηθέα. Όμως εκείνος αγνόησε τη συμβουλή του αδελφού του, δηλαδή να μη δεχθεί ποτέ δώρο από τους θεούς, αλλά να το στείλει αμέσως πίσω, και όταν κατάλαβε το σφάλμα του ήταν πλέον αργά. Η Πανδώρα άνοιξε το πιθάρι, και όλα τα δεινά που γνωρίζουμε όρμησαν έξω. Και μόνο η Ελπίδα έμεινε μέσα στο πιθάρι, όπως το θέλησε ο νεφεληγερέτης Δίας.

Ο μύθος φαίνεται ελλιπής ή ασαφής. Διακρίνονται δύο ενδεχόμενα: με κάποιο τρόπο η ελπίδα κατάφερε τελικά να βγει από το πιθάρι˙ οι άνθρωποι κατάφεραν να την επινοήσουν μόνοι τους, για την ακρίβεια, να την αισθανθούν. Εν πάση περιπτώσει, ο υπότιτλος που συνήθως τη συνοδεύει, τη χαρακτηρίζει ως το χείριστο μεταξύ όλων των δεινών. Μαζί με αυτά αποτελεί το τίμημα της γνώσης. Είναι περιπαικτική, βασανιστική, ύπουλη. Η ξεροκέφαλη αδελφή της προσμονής και της επιθυμίας. Ένα νοερό ναρκωτικό που δε ρωτάει ποτέ το χρήστη: το όπιο του ανθρώπου. Αν εξαιρέσουμε κάποιους κολπίσκους της μνήμης, είναι ο ορισμός του γλυκόπικρου συναισθήματος. Και μερικές φορές, όσο πιο απίθανο μοιάζει αυτό στο οποίο ελπίζουμε, τόσο πιο έντονα ελπίζουμε. Γιατί η ελπίδα θέλγεται από το ανέφικτο, από τις μηδαμινές πιθανότητες, από τα αουτ-σάιντερ. Όταν αφορά τέτοιες περιπτώσεις, είναι μία ψυχική κατάσταση παρανοϊκή, ευγενής, ανόητη. Πιθανότατα μάταιη, σίγουρα αναγκαία. Γκίλι-γκίλι σε μουδιασμένη πατούσα.

Πόσες φορές, ξαπλωμένοι και μισοκοιμισμένοι στο κρεβάτι μας, τινάξαμε το χέρι και ελπίσαμε ότι ανάβοντας το φως και ανοίγοντας την παλάμη, θα βρίσκαμε μέσα της το λιωμένο απομεινάρι του κουνουπιού που μας βασάνιζε όλο το βράδυ. Πόσες φορές ελπίσαμε ότι κάτι θα συμβεί στον γελοίο καλλιτεχνίσκο που τραγουδάει playback, ότι θα κολλήσει το CD ή θα του πέσει το μικρόφωνο από τα χέρια, ή ότι θα πέσει ο ίδιος από τη σκηνή, και κάποιες φορές δεν πέσαμε έξω. Πόσες φορές αισθανθήκαμε περήφανοι για το σπουργίτι που ήρθε, πήρε τη μπουκιά μέσα από το στόμα των περιστεριών και πέταξε μακριά. Πόσες φορές δεν τέθηκε κανένα δίλημμα ως προς το ποιον να υποστηρίξουμε μεταξύ Δαβίδ και Γολιάθ, ιθαγενούς και αποικιοκράτη, ξεβράκωτου και πάνοπλου. Πόσες φορές ελπίσαμε ότι οι εξωγήινοι θα επισκεφτούν τον πλανήτη μας πριν πεθάνουμε, για να προλάβουμε να τους δούμε, να βρούμε την επιθυμητή απάντηση στην απορία μας. Πόσες φορές ελπίσαμε, μέσα στη μεταμεσονύκτια μοναξιά μας, ότι θα χτυπήσει το τηλέφωνο, ότι θα είναι ένα φίλος που θα μας προτείνει να πάμε για μια μπύρα. Πόσες φορές όταν ήμασταν παιδιά, φτάνοντας στο τέλος ενός τεύχους, ελπίσαμε ότι οι Ντάλτον, αυτοί οι ντεσπεράντο, θα τη φέρουν έστω και για μια φορά στο Λούκυ Λουκ. Και διαβάζοντας το βίο και την πολιτεία του, πόσο πολύ ελπίσαμε, παρόλο που γνωρίζαμε εκ των προτέρων την τελική έκβαση, ότι το νεαρό παπί από τη Γλασκώβη θα καταφέρει να πιάσει την καλή, και πόσο συγκινηθήκαμε όταν επιτέλους βρήκε το σβόλο χρυσού, «μεγάλο σαν αυγό χήνας», στο Κλοντάικ. Πόσες φορές ελπίσαμε ότι το τελευταίο δευτερόλεπτο θα χωρέσει μέσα του μια ολική ανατροπή, πόσες φορές απαρνηθήκαμε τις αρετές ενός φαβορί για χάρη ενός ανέλπιδου, πόσες φορές μια ολόκληρη αναμέτρηση συμπυκνώθηκε σε ένα «βάλ’ το αγόρι μου». (Γιατί ποια η πλάκα να επιτυγχάνεις, αν όλοι αυτό περίμεναν;). Όταν διαβάζαμε ιστορία στο σχολείο, πόσο περισσότερο θαυμάσαμε την αποτυχία του Λεωνίδα και των τριακοσίων του σε σύγκριση με την επιτυχία του Αλέξανδρου, απλώς και μόνο επειδή εκείνοι είχαν πιθανότητες που η στατιστική θα ντρεπόταν να ανακοινώσει, και δεν τους ένοιαζε καθόλου. Πόσες φορές ελπίσαμε ότι η θρησκεία, η οποία κατά τα άλλα μας κάνει να γελάμε και να αηδιάζουμε, μπορεί να περιέχει έστω και λίγη αλήθεια σε σχέση με κάποια πολύ συγκεκριμένα θέματα, μόνο και μόνο για να παρηγορηθούμε στη σκέψη ότι μετά θάνατον θα αποδοθεί δικαιοσύνη, ώστε να τιμωρηθούν όπως τους αξίζει όλοι αυτοί που έχουν μετατρέψει την ανθρώπινη πραγματικότητα σε μια φάρσα αδικίας, πόνου και δυστυχίας. Πόσες φορές, εδώ και τόσα χρόνια, ελπίσαμε ότι η Ελλάδα του αιώνιου σήμερα θα καταφέρει, απέναντι σε ό,τι μπορεί να θεωρηθεί αντίπαλος, αντίθετα με όλα τα προγνωστικά, τις εκθέσεις και τα δημοσιεύματα, να ξημερωθεί επιτέλους σε ένα αύριο. Πόσες φορές ελπίσαμε ότι το αγαπημένο πρόσωπο που μας απέρριψε με όλη τη βεβαιότητα του σύμπαντος θα μπορέσει να ξαναδεί την αλήθεια, ότι θα ακούσουμε ένα χτύπημα στην πόρτα ενώ δεν περιμένουμε κανέναν, ότι θα ακουστεί το τηλέφωνο και θα δούμε ένα χαϊδευτικό που είχαμε σχεδόν ξεχάσει, ότι θα ξυπνήσουμε και θα το δούμε εκεί, δίπλα στο κρεβάτι μας, γιατί έχει ακόμη τα κλειδιά, να μας παρακολουθεί ενώ κοιμόμαστε, πόσες φορές ελπίσαμε πως αν κάποτε φτάσει αυτή η στιγμή δε θα αποδειχθεί όνειρο, και ότι τελικά θα γεράσουμε μαζί με αυτό το πρόσωπο. Πόσες φορές (όλες) μετά από ένα θάνατο ελπίσαμε ότι κάποια στιγμή θα χτυπήσει το τηλέφωνο, και ένας συγγενής, φίλος ή γνωστός θα μας πει ότι όλα ήταν ένα ιατρικό λάθος, ένα κακόγουστο αστείο, ότι συνέβη ένα θαύμα χωρίς προηγούμενο, ότι είναι εδώ δίπλα μου, θέλει να σου μιλήσει. Πόσες φορές ελπίσαμε με όλη μας τη δύναμη στο ανέφικτο, και πόσες φορές απογοητευτήκαμε. Ωστόσο, μία παρανοϊκή ελπίδα που γίνεται πραγματικότητα, σβήνει χίλιες που πέθαναν όπως τους άξιζε.

Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Αυτό λέει το ρητό. Όμως αφήνει ένα υπονοούμενο που μου προκαλεί δυσφορία, και το οποίο δεν μπορούν να παραβλέψουν ακόμα και οι πιο αισιόδοξοι: στο τέλος πεθαίνει. Πολύ θα ήθελα να είμαι σε θέση να ισχυριστώ ότι η ελπίδα δεν πεθαίνει ποτέ, αλλά δεν είμαι. Απλώς ελπίζω ότι δεν πεθαίνει ποτέ πρώτη. Τον κόσμο μας δεν τον πηγαίνουν μπροστά (μόνο) οι ρεαλιστές, οι τεχνοκράτες και οι ορθολογιστές, αλλά (κυρίως) αυτοί που ελπίζουν στο ανέφικτο και προσπαθούν να το επιτύχουν. Μέσα από την ελπίδα του για το ανέφικτο, ο άνθρωπος δε βρίσκει μόνο παρηγοριά, δύναμη για να συνεχίσει να ζει, έναν φιλόξενο, ή έστω λιγότερο ακανθώδη, φαντασιακό τόπο πριν καταφέρει να αποκοιμηθεί, ή για να μην τρελαθεί. Ο άνθρωπος που ελπίζει, δεν ελπίζει μόνο στο αντικείμενο της ελπίδας του. Κάθε φορά που ελπίζω στο ανέφικτο, η ελπίδα μου δεν είναι μόνο η επιθυμία σχετικά με ένα διακύβευμα, μία τροπή, ένα αποτέλεσμα: είναι και η έμφυτη ανάγκη μου να βρω ενδείξεις ή αποδείξεις για το ότι στον κόσμο αυτό υπάρχει – ακόμη – μαγεία. Γιατί η ιδέα ενός κόσμου χωρίς μαγεία με κάνει να τρελαίνομαι.


(Αναρτήθηκε στο toperiodiko.gr στις 31/7/2015)

Μιλάς σαν άγγελος μα σε σιχαίνονται και οι πέτρες





Μιλάς σαν άγγελος μα σε σιχαίνονται και οι πέτρες

Σχοινοβατούσα από σκέψη σε σκέψη. Δεν ήταν μια αξέχαστη εμπειρία, παρόλο που τη θυμάμαι ακόμα. Έχω λίγο χρόνο να σκοτώσω και όλα μου τα μαχαίρια ακονισμένα. Δεν το κάνω από αμηχανία, αλλά αντιθέτως, εντελώς μηχανικά. Μερικές φορές ιδρώνουν τα μάτια μου. Δεν μπορώ να το αποφύγω. Αυτή τη στιγμή λέω τη λέξη που διαβάζεις, όπως όταν στο σχολείο ο δάσκαλος έλεγε τη λέξη που είχες μόλις αρχίσει να γράφεις. Ο ακροατής ακροβατεί, τι γλυκό. Είμαι στόμα και χέρια, ένας κατ’ επιλογή άστεγος στον αστικό χειμώνα, και συνηθίζω αυτό που θέλω να το λέω αμέσως πλην ασαφώς. Είμαι ένας πολιτικά ορθός ψεύτης, τόσο ντροπαλός που δεν κοκκινίζω καν. Ζω στον 21ο μεσαίωνα ανάμεσα σε πτώματα και περιττώματα, ισορροπώντας μεταξύ ανακαίνισης και αναπαλαίωσης, και μπορώ να πάθω οποιαδήποτε ασθένεια, αρκεί να το πιστέψω. Στο μυαλό μου το χορεύω το βάρος μου, μου ασκείται μια παχύρρευστη έλξη, κάθε πέρσι και λίγο βαρύτερα. Η ονειρική μου ζωή πηγαίνει περίφημα, η προστακτική που χρησιμοποιώ συχνότερα είναι «φαντάσου», και κάτω από τα ρούχα μου είμαι τελείως γυμνός.

Μέχρι πρότινος, στον αέρα κρεμόταν η μυρωδιά από ψάρια μαριναρισμένα σε σάπια φύλλα και χλωρίνη, όλα μου τα μεσημβρινά δειλινά κλεισμένα σε μικρό μπουκάλι. Στα τασάκια, τα ντουλάπια και τα συρτάρια μου, σε όλες μου τις τσέπες υπήρχαν πάντα αποτσίγαρα, κουκούτσια και κομμένα νύχια. Στον ελεύθερο χρόνο μου έστελνα χαιρετίσματα σε φίλους που είχα να δω χρόνια, και μετρούσα χρόνια με ανθρώπους που δε γνώριζα, σκεφτόμουν όλες τις λέξεις που δεν έχουν ενικό, τις άπειρες υποδιαιρέσεις της μονάδας. Η καρδιά μου χτυπούσε άρσεις, νόμιζα ότι κάποιος περπατούσε μέσα μου. Χαμένος στην αντιδιάμετρο μεταξύ προπαρελθόντος και μεταμέλλοντος, έκανα συχνά το λάθος να ταυτίζω την ευφυΐα με την ευτυχία, όπως κάποιοι μπερδεύουν τη Σάμο με τη Σαμόα, την Παλαιστίνη με την πλαστελίνη και την ιπποδύναμη με την υπερδύναμη. Ήταν η περίοδος που νόμιζα ότι νεότητα σημαίνει αιωνιότητα. Τα απογεύματα καθόμουν ανάμεσα σε βολικές πέτρες και τετράποδα χωρίς ουρά και συνομιλούσα με τους τοίχους, όμως αν οι τοίχοι έχουν αυτιά, τότε οι πίνακες δεν είναι τίποτα περισσότερο από τα σκουλαρίκια τους. Ένας τυφλός που πίστευε ότι βγάζει το σκύλο βόλτα. Σύνθεση με σκοτάδι και σκοτάδι. Σιωπή σε ρε ελάσσονα.

Κοίτα γύρω σου – όσοι έχουν μάτια στην πλάτη μπορούν να βγάλουν τις μπλούζες τους. Είναι η πασαρέλαση της ανθρώπινης μπάμπουσκας, ένα έλκηθρο που το σέρνουν αναπηρικές καρέκλες, άνθρωποι που πέρασαν όλη τους τη ζωή προσπαθώντας να μη φανούν ανόητοι και τελικά κατέληξαν αόρατοι, άνθρωποι που έπρεπε να φύγουν από εκεί που ήταν κάποιοι και βρέθηκαν χωρίς ταυτότητα στο πουθενά, άνθρωποι που οι εφημερίδες ανήγγειλαν τη γέννηση ή το θάνατό τους, σπανίως και τα δύο, για την ακρίβεια κανένα, επιστήμονες που σήκωσαν τα χέρια ψηλά όταν δεν ήξεραν και τα πόδια όταν τους πλήρωσαν, γιατί σε κάθε κλάδο κουρνιάζουν ηλίθιοι, νυχτερίδες με κουστούμια και αιμορροΐδες στον εγκέφαλο, αναξιοκρατική αφροκρεμώδης ολιγαρχική κρατοκρατία, γνήσιες τραβεστί με χρυσά άμφια, φραγκοφονιάδες, Βουλγαροκτόνοι και ψυχολόγιοι που φθίνουν, φθείρουν και φθονούν γιατί όλοι έχουν έναν εθισμό να συντηρήσουν, ελίσσονται μέσα από καλώδια, σωλήνες και αεραγωγούς και διαφεύγουν με μηχανές μεγάλου εξπρεσσιονισμού, κάνουν σκωτσέζικα ντους με hot yoga και frozen yogurt, ρόλοι και ωρολόγια: γέφυρες που δεν ενώνουν καμία όχθη, τίποτα, φιλόσοφοι με πι κεφαλαίο και αλεξανδρινοί που επιχείρησαν τη διάσπαση του ατόμου μέσω της λεπίδας, μαντάμ, μια μέρα θα ήθελα να σας χειρουργήσω, σωματίδια, γιατί αυτό είμαστε, που έχουν την τάση να συναθροίζονται και να διαχωρίζονται, να μιμούνται και να ανταγωνίζονται, να προβλέπουν και τελικά να απατώνται. Αλεξίπτωτα πέφτουν από τον ουρανό, μέδουσες στο παλιό μας λιμάνι. Μυωπία είναι το να βλέπεις παντού ποντίκια αντί για ανθρώπους, και μυοκτονία το να κοπιάζεις για κάτι που δεν έχει νόημα. Μπορείς τουλάχιστον να ξέρεις τη δική σου θέση και ταχύτητα ταυτόχρονα;

Σχοινοβατώ από σκέψη σε σκέψη – μπορεί κάποια στιγμή να σκεφτώ να πηδήξω ή να κόψω το σχοινί. Για να είσαι ασφαλής πρέπει να δώσεις τον όρκο του υποκριτή, όμως είναι ανούσιο να φοράς φακούς επαφής στο χρώμα των ματιών σου, και εξίσου κουραστικό να θέλεις να ακούσεις όλα τα μπράβο που δε θέλεις να ακούσεις. Αλλά όλο θέλεις, και μάλιστα όλο θέλεις να έχεις αυτό που θέλεις. Γι’ αυτό τη ρώτησα τι ήθελε ο άνθρωπος μέσα της, κι εκείνη μου έμαθε ποιο είναι το αντίθετο του θέλω. Θυμάμαι τότε που αναπολούσαμε το παρελθόν. Όλα τα πράγματα που δεν κάναμε ποτέ μαζί. Εφτά χρώματα και ένα όνομα. Και τα καλοκαίρια αλλάζαμε δέρμα. Εγώ μπρούμυτα εσύ ανάσκελα, τι σύστημα κι αυτό. Φέτος, η Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου έπεσε Τετάρτη. Έσπασα το πόδι μου ενώ καθόμουν. Κοιτούσα τις κακομοίρες τις ψυχές. Είναι αξιαγάπητες όταν κάνουν ποδήλατο μέσα στο καθιστικό. Υπάρχουν πολλές όμορφες γυναίκες, και η πιο όμορφη είναι πάντα αυτή που δεν μπορείς να δεις από όλες τις πλευρές ταυτόχρονα. Αλλά κάποια μέρα θα τον βρω και θα τον κρεμάσω αυτόν που σου είπε ότι το φεγγάρι είναι η τρύπα απ’ όπου πέφτουν κάθε βράδυ στον ουρανό τα αστέρια. Μου αρέσει σαν ιδέα, αλλά όχι για να την είχα εγώ. Τι τραγικό, θα σκεφτεί κάποιος, να σε πατήσει ασθενοφόρο. Όμως ένα ξύλινο κομοδίνο είναι πρώτα ξύλινο και μετά κομοδίνο, και αφού τα πράγματα κινούνται από τον εγωισμό, μια τάση που συνήθως καθοδηγείται από αμφίβολα κίνητρα, τότε ουδέν καλόν αμιγές κακού. Το στόμα σου είναι η κωλοτρυπίδα του σύμπαντος, μου είπε: μιλάς σαν άγγελος μα σε σιχαίνονται και οι πέτρες.

Κανένα καραβάνι στη χλομή μου επώαση, τη μέρα ήλιος το βράδυ ψύχος, μόνο εγώ κι εκείνο. Αλλά δεν τα θέλω όλα δικά μου, γι’ αυτό προτείνω με βήτα να γράφεται μόνο το δίκροκο. Επιπλέον, αν υπάρχει ύψιλον, τότε πρέπει κάπου να υπάρχει και πανύψιλον, και αυτό λίγοι το έχουν καταλάβει. Όπως κι εγώ κατάλαβα ότι δεν ήμουν συμβατός με τίποτα, και ότι η τρέλα είναι απλώς η υπερβολή της λογικής, οπότε αναγκαστικά έκανα τα αδύνατα πιθανά. Ένας μικρός κήπος μέσα στο σκουπιδότοπο του μυαλού μου. Αυτόματος, ένστικτο, συμπυκνωμένη γνώση. Βγείτε έξω σχιζοφρενείς της ντουλάπας, πολλαπλασιάστε το πλήθος, διδάξτε όλους αυτούς που δεν καταλαβαίνουν ότι βρέχει αν δεν τους αγγίξει η πρώτη σταγόνα, που δεν κοιτάζουν ποτέ τον ουρανό όταν βρέχει. Μη στέκεστε άλλο στη σκιά της φτέρνας μου – κάποια φαντάσματα δεν πιστεύουν στους ανθρώπους.

Είμαι ένας αριστοκράτης προφυλαγμένος στο σώμα ενός ξεβράκωτου, ελεύθερος να κατασκηνώσω σε εσωτερικό χώρο, ένας χοντρός στο σώμα ενός αδύνατου, μία λεσβία σε ένα σώμα αντρικό. Αυτά που ξέρω δεν είναι αυτά που ξέρω, αλλά αυτά που δεν αγνοώ εντελώς. Τραβάω την προσοχή διά της απουσίας ή της σιωπής, είμαι ένας άνθρωπος χωρίς ζωή, ή μια ζωή χωρίς άνθρωπο, η ζωή μου, ένα μουσείο ημιτελών πράξεων. Εγώ. Διότι ποιος είμαι εγώ – αν όχι εγώ; Ο θάνατος είναι ένα ξυπνητήρι που κούρδισα πριν γεννηθώ. Λες ότι είμαι ακίνητος, αλλά αν με δεις από το πλάι, είμαι καθιστός με την ταχύτητα του φωτός. Είμαι ο καθένας και δεν είμαι με κανέναν.

(Αναρτήθηκε στο toperiodiko.gr στις 8/5/2015)

Το αρνητικό κείμενο






Το αρνητικό κείμενο

Ο άνθρωπος που δε λεγόταν Ιάκωβος ή Αλέξανδρος δεν ήταν ξανθός και δεν είχε περάσει ποτέ τα σύνορα. Δεν είχε αδέρφια αλλά δε θα είχε και πρόβλημα. Δεν ήταν ψηλός, και δεν έφτανε το διχτάκι της μπασκέτας αν δεν πηδούσε από καρέκλα, ωστόσο δεν ήταν και ο πιο κοντός. Δεν είναι ψέμα πως αυτός ο άνθρωπος δε βρισκόταν πλέον πουθενά, ασχολία του δεν ήταν μεν το τίποτα, αλλά δεν ήταν και κάτι άλλο, δεν ήταν σίγουρος ότι το περιβόητο πότε δε θα μετατρεπόταν σε ποτέ, και φυσικά δεν υπήρχε λόγος στο γιατί του. Δεν καταλάβαινε τι δεν έκανε σωστά. Στο σχολείο δεν ήταν πολύ αντιπαθής, αλλά ούτε και πολύ συμπαθής, και αυτό δεν άλλαξε ούτε αργότερα, στο πανεπιστήμιο. Στον τρόπο ομιλίας του δεν έκανε ποτέ χρήση επιθέτων που δεν ξεκινούν με άλφα στερητικό, με αποτέλεσμα οι άλλοι άνθρωποι, οι συμφοιτητές, οι παλιοί φίλοι και οι συγγενείς, να μην αισθάνονται άνετα κοντά του. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν ήταν πάντα τόσο αρνητικός. Απλώς δεν είχε καταφέρει να μη βουλιάξει στην απαισιοδοξία, κάτι για το οποίο κανείς δε θα τον κατηγορούσε. Όταν κάποια κοπέλα δεν άφηνε ασχολίαστο το γεγονός ότι δεν είχε άσχημα μάτια, εκείνος δεν μπορούσε παρά να μην αφήσει το σχόλιο αναπάντητο – να μην προσβάλει και να μην εκχυδαΐσει, αλλά να μη φανεί και εντελώς τυπικός. Όταν όμως κάποιος δεν του φερόταν σωστά, δεν άντεχε και δεν μπορούσε να μην εκφράσει την ενόχλησή του. Δεν υπήρχε ιδιαίτερη ποικιλία στις αποκρίσεις του: όχι, ασχολίαστο, απαράδεκτο, δε μου αρέσει. Και δεν έφευγε αν δεν τελείωνε τη λέξη του.

Το μπλουζάκι του, που δεν ήταν ούτε κόκκινο ούτε σομόν, δεν ήταν αρκετά ζεστό για αυτή τη φθινοπωρινή ώρα, αφού δεν είχε φανεί ήλιος εδώ και αρκετές ώρες, και η όποια συσσωρευμένη στη γη θερμότητα δεν ήταν αρκετή ώστε να μην κρυώνουν οι περαστικοί, ακόμη κι αν το βάδισμά τους δεν ήταν νωχελικό. Βεβαίως, δεν υπήρχαν πολλοί τέτοιοι, αν και παραδόξως τα εστιατόρια και τα καφέ στις δύο πλευρές του ποταμιού δεν ήταν άδεια. Άλλωστε δεν ήταν ακόμη υπερβολικά αργά, και το αύριο δε θα χαρακτηριζόταν ακριβώς εργάσιμη, γι’ αυτό οι πελάτες δεν αγχώνονταν για την αναγκαστική επιστροφή στο σπίτι, παρά μόνο για το να μη λερώσουν τα επίσημα ρούχα τους με πιτσιλιές από καφέ, παγωτό, λιωμένο τυρί ή σάλτσα. Δεν τους κοιτούσε άμεσα, αλλά δεν αγνοούσε τις μορφές τους, το φαγητό που δεν έτρωγαν τελικά με τόση όρεξη, τους διαλόγους που δεν έκαναν ποτέ μεταξύ τους – γιατί ο άντρας δεν μπορούσε να αποχωριστεί την εφημερίδα του, οποιασδήποτε ύλης, και η γυναίκα να μην ασχολείται με τα νύχια της – δεν αμφέβαλλε για όλα αυτά τα προβλήματα που δε λείπουν από τη ζωή κανενός. Δε θα χαρακτήριζε ως δυσφορία το συναίσθημα που δεν τον άφηνε σε ησυχία κάθε φορά που δεν πήγαινε από τον άλλο δρόμο, αυτόν που δεν περνούσε πλάι στο ποτάμι και τα μαγαζιά. Δεν ήξερε ακριβώς τη φύση του συναισθήματος, αλλά δεν απείχε πολύ από την αμηχανία, και αυτή η αμηχανία δεν είχε κάποιο γνωστό χρώμα. Δεν άντεχε˙ από παιδί δεν μπορούσε να μη βρίσκεται στο ημίφως. Ίσως γι’ αυτό δεν πραγματοποίησε τα κρυφά του όνειρα, και πιθανότατα γι’ αυτό δεν μπορούσε να μην περιέλθει σε αυτή τη δυσάρεστη ψυχολογική κατάσταση κάθε φορά που δεν επέλεγε τον άλλο δρόμο.

Η όψη του σπιτιού του, που τώρα δεν ήταν μακριά – ένα σπίτι που δεν έμοιαζε πολύ φτωχικό, ούτε και υπέρμετρα πολυτελές, που δε στερείτο κήπου και θέας στο ποτάμι, αφού δε συνόρευε με πολυκατοικίες και ψηλά κτίρια, και το οποίο, κάποτε, δεν ήταν το πιο χαμηλό σπίτι της γειτονιάς – δεν του επέτρεψε να μη νοιώσει πανικό. Το γεγονός πως η λάμπα της εισόδου δεν ήταν αναμμένη, όπως συνήθως, δεν του άφηνε διαθέσιμες άλλες αντιδράσεις εκτός από τη δύσπνοια και την αγωνία. Οι δροσερές πλάκες, το απαλό γκαζόν, αυτά δεν έκαναν θόρυβο, δεν ήταν επικίνδυνα. Η ξύλινη βεράντα – το ξύλο της δεν ήταν βελανιδιά – δεν έτριξε, και η πόρτα δε φαινόταν παραβιασμένη. Δε βρήκε αμέσως τα κλειδιά του αλλά δεν έκανε φασαρία. Η ανάσα του δεν ήταν κανονική και δεν την προλάβαινε, αλλά δεν είχε την προσοχή του εκεί. Η πόρτα δεν άνοιξε δύσκολα, ευτυχώς, και δεν έτριξε ούτε κι αυτή, τι τύχη. Δεν αξιώθηκε να μην αστοχήσει στην αναζήτηση για το διακόπτη. Στο σαλόνι δε φαινόταν κανείς. «Δεν είμαι εγώ», δεν άντεξε να μην πει. Δεν πήρε απάντηση. «Δε θέλω το κακό σου. Ούτε και το κακό που ίσως να μη συγκρατήσεις.» Τίποτα. Αυτό όμως δε σήμαινε ότι δεν υπήρχε κάποιος μέσα στο σπίτι, κάποιος που πιθανώς δεν ήθελε το καλό του. Δεν άφησε γωνιά του σπιτιού που να μην έψαξε, αλλά δε βρήκε τίποτα. «Δεν ήρθα για να μη σου μάθω την κατάφαση». Μέσα σε μια στιγμή, για μία στιγμή, όλα ανάποδα. Για τα επόμενα πέντε λεπτά δεν έλεγχε τα πόδια του. Δεν είχε μιλήσει εκείνος.

Έτσι, το ρολόι δεν έδειχνε ούτε λιγότερα ούτε και περισσότερα από πέντε λεπτά τη στιγμή που ο άνθρωπος που δε λεγόταν Αντώνης δεν έτρεχε πια, μακριά από το σπίτι του. Τα βήματά του δεν τον οδήγησαν σε μέρη άγνωστα, σίγουρα όχι, αποφασισμένος πια ότι δε θα υποχωρούσε τόσο αβίαστα. Δεν επέλεξε το δρόμο που δεν οδηγούσε στα εστιατόρια δίπλα στο ποτάμι. Δεν τους φοβόταν πια, και δε δίστασε να μην επιλέξει το πιο φτηνό εστιατόριο, αλλά το πιο όμορφο, (το εστιατόριο δεν είχε καρό τραπεζομάντηλα, αν και τα καρό τραπεζομάντηλα δεν ήταν ούτως ή άλλως του γούστου του), όπως επίσης δε δίστασε ούτε στιγμή να μην παραγγείλει το, ω μιζέρια, πιο φτηνό και ταυτόχρονα χορταστικό γεύμα, αλλά το πιο ακριβό, αυτό που δεν άφηνε ερωτηματικά ως προς τη νοστιμιά και την απόλαυση, αυτό που δε θα αγόραζε ούτε στον ύπνο του χωρίς τύψεις. Δεν τσιγγουνεύτηκε τα λεφτά, το κρασί, ούτε και το χαμόγελο, αλλά όταν δεν έμεινε άλλο φαγητό στο τραπέζι, δεν υπήρχε πια και τίποτα ενδιαφέρον.

Εδώ και αρκετή ώρα δεν έβλεπε σερβιτόρους στη φαρδιά βεράντα του εστιατορίου, τελικά όμως δεν περίμενε πολύ μέχρι να μη λείπουν όλοι. Δεν άντεξε να μη ζητήσει μία τυχαία εφημερίδα από τον ίδιο σερβιτόρο που δεν είχε αδιαφορήσει για το ότι δεν ήταν ντυμένος αρκετά ζεστά, και ο οποίος δεν του είχε δώσει το δικό του πουκάμισο αλλά την ποδιά μιας γυναίκας από την κουζίνα. Κανένα τραπέζι σε όλο το εστιατόριο δεν έκανε τόση φασαρία όση το διπλανό, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να μη διαβάσει, με μια συνειδητή αφέλεια, τα πιο εύπεπτα άρθρα της ύλης, και να μην αφήσει τα άλλα, τα τρέχοντα, τα σημαντικά, παρά μόνο για αργότερα, όταν δε θα υπήρχαν πια ενοχλητικοί για την ανάγνωση θόρυβοι. Κατά τα άλλα – και δε θα ήταν τίμιο να μην το επισημάνει – οι ενθουσιώδεις εκδηλώσεις χαράς δεν τον ενοχλούσαν όπως παλιότερα, και δεν έβρισκε λόγο να μην είναι χαρούμενος που οι γύρω του δεν ήταν δυστυχισμένοι.

(Αναρτήθηκε στο toperiodiko.gr στις 26/4/2015)

Δεν είσαι ο Κινέζος που περίμενα






Δεν είσαι ο Κινέζος που περίμενα
(διήγημα)

Στα μέσα του περσινού καλοκαιριού γεννήθηκε στο μυαλό μου μία απορία. Βρισκόμουν σε ένα βιβλιοπωλείο και χάζευα τις νέες κυκλοφορίες. Κάποια στιγμή σήκωσα το βιβλίο ενός Κινέζου συγγραφέα επειδή μου τράβηξαν την προσοχή οι κινέζικοι χαρακτήρες που υπήρχαν στο εξώφυλλο, και είδα έναν που έμοιαζε με Φ, με τη διαφορά ότι το σχήμα που διέκοπτε την κάθετη γραμμή δεν ήταν ωοειδές αλλά παραλληλόγραμμο. Δεν προσπάθησα να πνίξω ένα χαμόγελο. Η απορία μου ήταν η εξής: αν ο κινέζικος γραπτός λόγος αποτελείται από δεκάδες χιλιάδες (εκατομμύρια όπως πίστευα τότε) χαρακτήρες, υπάρχουν χαρακτήρες που συμπίπτουν με τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου;

Τελικά δεν αγόρασα κάτι. Έφυγα παίρνοντας μαζί μόνο την απορία μου. Τις επόμενες μέρες δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτε άλλο, παρ’ όλ’ αυτά, ως γνήσια αναβλητικός άνθρωπος, δεν έκανα κάτι για να ικανοποιήσω την περιέργειά μου, παρά μόνο ονειροπολούσα. Όταν επιτέλους απέβαλα την αναβλητικότητά μου, και πήρα απόφαση ότι το διαδίκτυο δεν μπορούσε να απαντήσει στο ερώτημά μου, έγραψα τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου σε ένα κομμάτι χαρτί, το οποίο κουβαλούσα στην τσέπη μου όπου κι αν πήγαινα, με σκοπό να το δείξω σε κάποιον Κινέζο τουρίστα. Αλλά οι Κινέζοι είχαν φύγει.

Απελπίστηκα όταν συνειδητοποίησα ότι θα έπρεπε να περιμένω μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Για να βρω λίγη παρηγοριά, μπήκα στο διαδίκτυο και έλυσα κάποιες παράπλευρες υποαπορίες. Μία από αυτές ήταν το αν υπάρχουν κινέζικα σταυρόλεξα. Η απάντηση ήταν θετική, παρόλο που θεωρούσα πιθανότερο το αντίθετο. Η διαφορά είναι ότι αυτά τα σταυρόλεξα δε διασταυρώνουν γράμματα αλλά λέξεις. Χρησιμοποιούνται μάλιστα για να μαθαίνουν τα παιδιά πιο εύκολα τις παροιμίες. Μία άλλη απορία αφορούσε τον τρόπο λειτουργίας των κινέζικων λεξικών. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει αλφάβητο, μου ήταν αδύνατο να φανταστώ ένα εύχρηστο σύστημα οργάνωσης. Έμαθα λοιπόν ότι υπάρχουν δύο κυρίαρχες μέθοδοι. Στην πρώτη χρησιμοποιείται ένα σύστημα (pinyin, που σημαίνει συλλαβίζω-ήχος) το οποίο μοιάζει με το δυτικό, δηλαδή ο χρήστης αναζητά τη λέξη ανάλογα με τον αρχικό ήχο. Στη δεύτερη, που μου φάνηκε πιο εξεζητημένη (και πιο γοητευτική), ο χρήστης πρέπει να αναγνωρίσει τη βάση του χαρακτήρα (hanzi) και να μετρήσει τις υπόλοιπες γραμμές που τον σχηματίζουν. Ανάλογα με τον αριθμό, ανατρέχει στο αντίστοιχο τμήμα των σελίδων που αφορούν τη συγκεκριμένη βάση, για παράδειγμα στις λέξεις που, εξαιρουμένης της βάσης, αποτελούνται από έξι γραμμές. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι το πρώτο κινέζικο λεξικό (100 μ.Χ.) είχε 9,353 χαρακτήρες, ενώ ένα από τα πιο πρόσφατα (2004) περιέχει 106,230.

Για τους επόμενους μήνες ο κινέζικος πολιτισμός σχεδόν μονοπώλησε τις διαδικτυακές μου αναζητήσεις και, αναπόφευκτα, τη θεματική συνεισφορά μου σε συζητήσεις με φίλους. Οι ενδιαφέρουσες πληροφορίες που συνέλεξα ήταν πολλές. Στον κινέζικο γραπτό λόγο δεν υπάρχουν παράγραφοι. Ούτε κενά μεταξύ των λέξεων. Μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα δεν υπήρχαν καν σημεία στίξης. Δημιουργήθηκαν σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν εξίσου σε κείμενα οριζόντιας ή κάθετης ροής, με τη διαφορά ότι στα κάθετα κείμενα περιστρέφονται, τα περισσότερα από αυτά, με τη φορά του ρολογιού κατά ενενήντα μοίρες.

Αλλά αυτό που με εξέπληξε περισσότερο ήταν η πληθώρα των πραγμάτων που εφηύραν πρώτοι οι Κινέζοι. Θα ξεκινήσω την απαρίθμηση με τις τέσσερεις σπουδαίες εφευρέσεις: πυξίδα, πυρίτιδα, χαρτί και τυπογραφία.

Εφηύραν την πυξίδα δύο αιώνες π.Χ., αλλά αρχικά δεν τη χρησιμοποίησαν για να προσανατολίζονται – ίσως επειδή βρίσκονταν ήδη στην ανατολή. Η αρχική της αρμοδιότητα ήταν η πρόβλεψη του μέλλοντος. Το γεγονός ότι χρειάστηκε να περάσουν δώδεκα αιώνες για να καταλάβουν ότι μπορούσαν να τη χρησιμοποιήσουν στη ναυσιπλοΐα, με προβληματίζει έντονα.

Την ίδια περίοδο (1044) συντάσσεται το αρχαιότερο γνωστό κείμενο που περιέχει συνταγές για την παρασκευή πυρίτιδας, ενώ υπάρχουν αποδείξεις ότι κατείχαν το μυστικό ήδη από τον 9ο αιώνα. Οι πρώτες της χρήσεις ήταν ως φάρμακο (η κινέζικη ονομασία huo yào σημαίνει «φάρμακο από φωτιά») και για την κατασκευή πυροτεχνημάτων, με τα οποία έδιωχναν τα κακά πνεύματα. Τον 11ο αιώνα κάνει την εμφάνισή του το φλογοβόλο, και τον 13ο τα πιστόλια, τα κανόνια και οι χειροβομβίδες.

Επίσης δύο αιώνες π.Χ., και ενώ ο κόσμος έγραφε σε πάπυρο και πηλό, οι Κινέζοι είχαν βρει τρόπους να φτιάχνουν χαρτοπολτό. Το 105 μ.Χ. ο Κάι Λουν, ευνούχος της αυλής της δυναστείας των Χαν, τελειοποίησε τη διαδικασία παραγωγής, και μέσα σε δύο αιώνες το χαρτί έγινε η πιο διαδεδομένη επιφάνεια γραφής. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράλογο το ότι επινόησαν και το χαρτί υγείας, που άρχισε να χρησιμοποιείται τον 6ο αιώνα, με μεταγενέστερες αρωματισμένες εκδοχές για τους ευγενείς.

Η πρώτη μορφή τυπογραφίας ήταν η ξυλοτυπία. Έχουν βρεθεί κείμενα που τυπώθηκαν στα μέσα του 7ου αιώνα. Με την αυγή της νέας χιλιετίας (δυτική χρονολόγηση) εμφανίστηκε η τυπογραφία κινητών στοιχείων. Αρχικά ήταν φτιαγμένα από πηλό, ενώ αργότερα αντικαταστάθηκαν από ξύλινα. Η μέθοδος τελειοποιήθηκε το 1490 (τριάντα πέντε χρόνια μετά τη Βίβλο του Γουτεμβέργιου) με τη χρήση χαλκού, παρ’ όλ’ αυτά, τα κινητά τυπογραφικά στοιχεία υπήρξαν ίσως η πρώτη αφορμή για να αναρωτηθεί ο κινέζικος πολιτισμός αν ο τρόπος γραφής που έχει επιλέξει είναι αρκετά εύχρηστος.

Επιγραμματικά, κάποιες από τις επινοήσεις των Κινέζων: το χαρτονόμισμα˙ το φέρετρο (που παραδοσιακά στολιζόταν από τον ίδιο τον μέλλοντα νεκρό)˙ τα τσοπ-στικς και το πιρούνι (κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι Βυζαντινοί επινόησαν το πιρούνι νωρίτερα, ωστόσο αναρωτιέται κανείς τι κάνει ένα λαό να προτιμήσει τα τσοπ-στικς)˙ το σεισμογράφο˙ το μετάξι (περίπου το 3000 π.Χ.)˙ τη βαλλίστρα˙ το ποδόσφαιρο, ή κάποια εκδοχή του (οι κανόνες επέτρεπαν περισσότερο τη χρήση των χεριών, ενώ υπήρχε και μία παραλλαγή με τρεις ομάδες στο γήπεδο)˙ τα αλκοολούχα ποτά (έβδομη χιλιετία π.Χ.)˙ τις καμπάνες˙ την οδοντόβουρτσα (αν και μπορεί να προηγήθηκαν οι Αιγύπτιοι)˙ τη σειριακή καλλιέργεια και το σιδερένιο άροτρο˙ τον χημικό πόλεμο (φυσερά που εξαπέλυαν καπνό φυτού μουστάρδας, δακρυγόνες βόμβες από σκόνη ασβέστη)˙ ένα άθλημα που έμοιαζε με το γκολφ (chuiwan) ˙ το χαρταετό (τον οποίο χρησιμοποιούσαν και ως σήμα κινδύνου)˙ το μενού των εστιατορίων (όπως πιστεύεται)˙ τους αρνητικούς αριθμούς (στα Εννέα Κεφάλαια για τη Μαθηματική Τέχνη απεικονίζονταν με μαύρο, σε αντίθεση με τους κόκκινους θετικούς, ενώ – άσχετο – κατά ειρωνική σύμπτωση, στο ινδικό χειρόγραφο Μπαχσάλι σηματοδοτούνταν από ένα +).

Τουλάχιστον, προς ανακούφιση των προς δυσμάς γειτόνων μας, ο ισχυρισμός ότι η πίτσα και τα ζυμαρικά έφτασαν στην Ευρώπη από την Κίνα μέσω του Μάρκο Πόλο είναι αναληθής. Στη Σικελία απολάμβαναν το σπαγγέτι ήδη από τον 12ο αιώνα, πιθανώς χάρη στους Άραβες ή τους Σαρακηνούς, ενώ οι λαοί της Μεσογείου έτρωγαν από αρχαιοτάτων χρόνων ψωμί με μυρωδικά, τυρί, σκόρδο, και η ανατολή της πίτσας δε σημειώθηκε παρά με την άφιξη της ντομάτας από την Αμερική τον 16ο αιώνα.

Έχοντας συνηθίσει να αισθάνομαι μία υπόγεια υπερηφάνεια για το ότι ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός είναι ο χαϊδεμένος αρχαίος πολιτισμός του σύγχρονου δυτικού κόσμου, συνέλαβα τον εαυτό μου να ζηλεύει ελαφρώς τα επιτεύγματα των Κινέζων. Το συναίσθημα δεν ήταν αμιγές θαυμασμού.

Φέτος οι τουρίστες άρχισαν να φτάνουν νωρίς, αλλά προς απογοήτευσή μου ήταν αρχικά Γερμανοί, και μετά κυρίως Αμερικάνοι, Ρώσοι και Γάλλοι, αργότερα Ανατολίτες και Γιαπωνέζοι. Πιστεύω ότι ξέρω να ξεχωρίζω τους Γιαπωνέζους από τους Κινέζους, παρόλο που δεν μπορώ να εξηγήσω τον τρόπο. Πριν από δύο εβδομάδες εμφανίστηκαν, επιτέλους, οι πρώτοι Κινέζοι. Εδώ, στην πύλη της Κίνας στην Ευρώπη. Τους είδα να τρώνε χωριάτικες σαλάτες και μελιτζάνες παπουτσάκια στις ταβέρνες της Κυδαθηναίων, να βολτάρουν με τα χάρτινα παρασόλια τους γύρω από το βράχο και να αποφεύγουν να κοιτάξουν τους άλλους ανθρώπους στα μάτια. Δυστυχώς δεν είχα το χαρτί μου μαζί.

Την επόμενη μέρα πήγα και έκατσα στην Καπνικαρέα, αλλά ενώ αυτό που περίμενα τόσους μήνες μπορεί να περνούσε μπροστά μου ανά πάσα στιγμή, ένοιωθα διστακτικός. Η γνώση, ή η υπόθεση, ότι οι Κινέζοι είναι ντροπαλοί άνθρωποι, με έκανε να νοιώθω ο ίδιος συστολή. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να τους τρομάξω. Όμως αυτό που ήθελα να ρωτήσω ήταν παγιδευμένο σε έναν αριθμό πολύπλοκων – ή έτσι μου φαίνονταν – παραμέτρων που ενέτειναν το δισταγμό μου. Αρχικά, σκεφτόμουν ότι οι Κινέζοι που θα προσέγγιζα έπρεπε να είναι όντως Κινέζοι. Επιπλέον, θεωρούσα ότι αν έβλεπαν κάποιον να τους πλησιάζει δείχνοντάς τους ένα κομμάτι χαρτί, θα πίστευαν ότι προσπαθούσε να τους πουλήσει κάτι ή να τους εξαπατήσει με κάποιο τρόπο, και αυτός ο κάποιος δεν ένοιωθε έτοιμος για περιφρονητικά ή ενοχλημένα βλέμματα. Τέλος, οι Κινέζοι που θα δέχονταν να μου χαρίσουν λίγα λεπτά, έπρεπε να ξέρουν επαρκή αγγλικά.

Ενδεικτικό της ατολμίας μου ήταν το ότι στις δύο ώρες που έμεινα στην Καπνικαρέα – ακολουθώντας ευλαβικά τη σκιά – έκατσαν δίπλα μου τρεις διαφορετικές παρέες Κινέζων και δεν έκανα την παραμικρή κίνηση. Είχα αρχίσει να σκέφτομαι πως η πραγματική αιτία του δισταγμού μου δεν ήταν οι πολύπλοκες παράμετροι αλλά ο φόβος ότι οι προσδοκίες μου μπορεί να γκρεμίζονταν απότομα. Μέχρι που είδα ένα ζευγάρι να κατεβαίνει την Ερμού. Η κοπέλα τράβηξε φωτογραφία την Καπνικαρέα – ήμουν κι εγώ στο πλάνο – και μετά, τη βιτρίνα του καταστήματος οπτικών. Φορούσε ένα κοντό λευκό φόρεμα και δερμάτινα σανδάλια που πλέκονταν γύρω από τις γάμπες της μέχρι τα γόνατα. Φαντάστηκα τον κίνκυ Κινέζο να την ντύνει σαν αρχαία θεά για να εκπληρώσει κάποια φαντασίωσή του. Χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα άρχισα να τους ακολουθώ από απόσταση. Ήταν οι δικοί μου Κινέζοι.

Στην Αποστόλου Παύλου σταμάτησαν και τράβηξαν φωτογραφίες έναν αδέσποτο σκύλο. Μέσα στο μυαλό μου είδα τους Κινέζους μου στο Νεπάλ να φωτογραφίζουν τις μαϊμούδες που τους έκλεβαν τα αναψυκτικά από τα χέρια, στην Ινδία να φωτογραφίζουν τις αγελάδες που εμποδίζουν ανενόχλητες την κυκλοφορία, σε κάποιο σαφάρι να φωτογραφίζουν τα ζώα της σαβάννας, κι όμως, σε αυτό τους το ταξίδι είχε καταφέρει να τους εντυπωσιάσει ένας γέρικος σκύλος. Ίσως κάποιος στο ξενοδοχείο να τους είπε ότι οι αδέσποτοι σκύλοι είναι πλέον σπάνιοι στην Αθήνα – αλλά εδώ φαίνεται και το μεγαλείο της φύσης, γιατί από τότε που άρχισαν να λιγοστεύουν οι σκύλοι του κέντρου, αμέσως πλήθυναν οι γάτες.

Τους περίμενα μία ώρα έξω από το βράχο και δύο ώρες έξω από το μουσείο της Ακρόπολης. Στην Ακρόπολη μπήκαν από την είσοδο που βρίσκεται κάτω από το θέατρο του Διονύσου. Έτρεμα ότι μπορεί να έβγαιναν από τα Προπύλαια και να τους έχανα, αλλά παρόλο που μου φαινόταν πιο πιθανό να τους προσεγγίσω με επιτυχία μέσα σε έναν αρχαιολογικό χώρο, δεν είχα αρκετά λεφτά. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη όταν τους είδα ξανά. Αμέσως μετά, η αναμονή έξω από το μουσείο – που έχει μία είσοδο – μου φάνηκε άκρως ανακουφιστική γιατί δεν είχε αγωνία, χρειαζόταν μόνο υπομονή.

Στην Πλάκα τους περίμενα να ψωνίσουν από τα καταστήματα της Αδριανού, και συνέχισα να τους ακολουθώ μέχρι που φτάσαμε ξανά στο Σύνταγμα. Τους είδα να μπαίνουν στο σουβλατζίδικο που ονομάζεται Σουβλέκκα – επωνυμία ατυχής όχι μόνο ως παίγνιο λόγου αλλά και επειδή ο πεζόδρομος της οδού Λέκκα μετονομάστηκε σε Αξαρλιάν χρόνια πριν ανοίξει το σουβλατζίδικο. Η κοπέλα έμεινε μέσα για να παραλάβει την παραγγελία και ο Κινέζος μου βγήκε και κάθησε σε ένα σκαμπό, ακριβώς όπως τον ήθελα: ακίνητο, μόνο και ευάλωτο. Η στιγμή που περίμενα είχε φτάσει.

Έβγαλα το χαρτί από την τσέπη μου, τον πλησίασα και τον χαιρέτησα. Μου χαμογέλασε επιφυλακτικά. Δεν ξέρω αν το ύφος του σήμαινε ότι υπό άλλες συνθήκες δε θα με κοιτούσε καν. Του έδειξα το χαρτί και του είπα ότι ήθελα να τον ρωτήσω κάτι, αλλά ξεκινώντας να του εξηγώ, συνειδητοποίησα ότι στους εννιά μήνες που τον περίμενα και στις πέντε ώρες που τον ακολουθούσα, δεν είχα σχεδιάσει μία περιεκτική μορφή της ερώτησης. Η αλήθεια είναι ότι δε μιλούσε πολύ καλά αγγλικά (από άποψη σύνταξης και γραμματικής), και ο κινέζικος επιτονισμός του δεν ήταν ό,τι καλύτερο για την επικοινωνία μας, αλλά το λεξιλόγιό του, αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο άλλωστε, ήταν καταπληκτικό, όπως αποδείχθηκε. Μόλις κατάλαβε, άρχισε αμέσως να μου δείχνει γράμματα και να μου λέει σημασίες. Όπως είπα νωρίτερα, φοβόμουν ότι η απορία μου μπορεί να προσέκρουε σε ένα απογοητευτικό όχι, αλλά τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά και ο Κινέζος μου μου έδωσε τόσο πολλές ερμηνείες και εκδοχές, που οι δύο όψεις του χαρτιού γέμισαν, με αποτέλεσμα να γράψω κάποιες συμπληρωματικές επεξηγήσεις σε μερικά εισιτήρια (χρησιμοποιημένα) που είχα στην τσέπη μου. Ευτυχώς, το σουβλατζίδικο είχε κίνηση εκείνη την ώρα, και όταν η κοπέλα του βγήκε κρατώντας τα δύο σουβλάκια – με κοίταξε καχύποπτα – είχαμε πια τελειώσει. Ο Κινέζος μου μου είπε το όνομά του και, για κάποιο λόγο, το έγραψε στο χαρτί μου. Τον έλεγαν Qiao Qiao.

Ο δεύτερος βασιλιάς του υλικού κόσμου, μεγαλύτερος του μηδενός, κυβερνά τις διακλαδώσεις του εαυτού του, διευθύνει τα τρία εργοστάσια και ελέγχει τα νοήματα όλων των βιβλίων. Κόβει τα πόδια των γόνιμων ατόμων, εποπτεύει την τεχνική των εργατών μέσω του δεύτερου εξαδέλφου του και λέει στον ήλιο να ανέβει. Κάθε μέρα γράφει την ημερομηνία στο στόμα του: ανηφορίζει από το παρελθόν ο άνθρωπος, κουρεύει το γρασίδι στο λόφο ενώ πετάει όρθιος ανάμεσα στα μπαμπού, και πανύψηλος κερδίζει ένα πτώμα.

Η παράγραφος αυτή, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, αποτελείται εξ ολοκλήρου από λέξεις των οποίων ο κινέζικος χαρακτήρας είναι όμοιος – ή σχεδόν – με κάποιο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Για παράδειγμα, στο χαρτί μου, δίπλα στο γράμμα Λ και την ερμηνεία άνθρωπος-άτομο-πλήθος, υπάρχει η σημείωση του Qiao Qiao, ένα σύμβολο που μοιάζει με αυτό: . Οι μοναδικές αυθαίρετες λέξεις είναι τα άρθρα και η λέξη και.

Τα γράμματα που δεν κατάφεραν να βρουν το ταίρι τους ήταν το Δ, το Ν, το Σ και το Ψ, αλλά αυτό δε με απέτρεψε από το να μείνω ξύπνιος μέχρι αργά το βράδυ συνθέτοντας προτάσεις. Είχα πολύ υλικό. Όμως κάποιες φορές ο ενθουσιασμός λειτουργεί όπως οι ενδορφίνες που εξουδετερώνουν τον αρχικό πόνο ενός τραύματος, και αρκεί να περάσει λίγος χρόνος για να αναδυθεί η λογική – ή η καχυποψία. Κοίταξα το κινέζικο Φ, το σύμβολο που είχα δει στο βιβλιοπωλείο, και διάβασα ξανά τις σημασίες του: πετυχαίνω το στόχο, με χτυπάει κάτι, υποφέρω, κερδίζω ένα βραβείο ή σε ένα τυχερό παιχνίδι, εντός, ανάμεσα, μέσα, μέση, κέντρο, ενώ, κατά τη διάρκεια, Ζονγκ (επώνυμο), Κινέζος-κινέζικο-Κίνα. Περισσότερες από δέκα έννοιες για ένα μόνο σύμβολο. Αυτό που μέχρι πριν λίγο θεωρούσα καταπληκτικό, μου φαινόταν τώρα υπερβολικά ύποπτο.

Κοιμήθηκα ανήσυχα για τρεις ώρες. Κάθε φορά που γυρνούσα πλευρό, στο μυαλό μου φέγγιζαν οι σινοποιημένες εκδοχές των ελληνικών γραμμάτων. Ξύπνησα χωρίς επιστροφή όταν θυμήθηκα πως η τραγική μου φιγούρα είχε φυλακιστεί μέσα στη φωτογραφία της Καπνικαρέας που είχε τραβήξει η κοπέλα του Κινέζου μου, και φοβήθηκα ότι μία μέρα μπορεί να με παρατηρούσαν τυχαία και να διασκέδαζαν αναπολώντας τα ψέματα που μου είχε πει. Αποφασισμένος να ανακαλύψω την αλήθεια, έφτιαξα ένα καινούργιο χαρτί με το αλφάβητο και βγήκα έξω. Πήγα στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και κάθησα έξω από το Ηρώδειο. Όταν είδα τέσσερεις Κινέζους να κατηφορίζουν προς το μουσείο, τους πλησίασα χωρίς δεύτερη σκέψη και κατάφερα να κάνω τον έναν να με ακούσει. Του εξήγησα την απορία μου χωρίς να αναφέρω ότι είχα ήδη πάρει μία γνώμη.

Κοίταξε το χαρτί και μου είπε ότι τα σύμβολα αυτά δε σημαίνουν κάτι στα παραδοσιακά ή τα σύγχρονα (απλοποιημένα) κινέζικα, αλλά ήταν οι αριθμοί στα προπαραδοσιακά μανδαρίνικα της επαρχίας Γιουννάν. Η εκδοχή του αποκατέστησε και τα είκοσι τέσσερα γράμματα: οι δέκα αριθμοί από το μηδέν ως το εννέα, οι εννέα δεκάδες από το δέκα μέχρι το ενενήντα, το εκατό, το χίλια, το εκατομμύριο, το δισεκατομμύριο, και τέλος, το 10-21, ο βουδιστικός αριθμός της Ηρεμίας. Δε χρειάστηκε να πει τίποτε άλλο για να σταματήσω να τον παίρνω στα σοβαρά, παρ’ όλ’ αυτά συνέχισε. Μου είπε ότι υπάρχουν σύμβολα που για να μου εξηγήσει τη σημασία τους γραπτώς θα έπρεπε να μου τελειώσει το στυλό. Μέσα από αγωνιώδη μάτια μου είπε ότι βλέπει το πατροπαράδοτο οπτικό σύστημα γραφής να χάνεται λόγω των συνεχών απλοποιήσεων που προωθούνται, των αυξανόμενων εισηγήσεων για ένα φωνητικό αλφάβητο βασισμένο στο δυτικό, ότι η Κίνα θα σταματήσει να γράφει πραγματικά κινέζικα, σε αντίθεση με την Ταϊβάν, το Μακάο και το Χονγκ Κονγκ. «Τι ντροπή». Αφού κοίταξε για λίγο το κενό, μου ζήτησε να του πω κάτι για την πατρίδα μου, κάτι που δε θα διάβαζε ποτέ σε ένα βιβλίο ή ταξιδιωτικό οδηγό. «Κάποιοι στην πατρίδα μου πιστεύουν ότι εσείς οι Κινέζοι είστε εξωγήινοι.» του είπα ενοχλημένος, και έφυγα βιαστικά.

Όλα αυτά συνέβησαν πριν από περίπου μία εβδομάδα. Από τότε δε βγαίνω πολύ από το σπίτι μου. Δεν ξέρω τι πρέπει να πιστέψω. Αυτό που ξέρω είναι πως ένας από τους δύο Κινέζους με εξαπάτησε, αν και πολύ φοβάμαι ότι μου είπαν ψέματα και οι δύο. Τώρα, όταν περπατάω στην καλοκαιρινή Αθήνα, που είναι γεμάτη Κινέζους, νομίζω ότι βλέπω παντού γύρω μου τον ίδιο Κινέζο (δεν μπορώ να το αποφύγω) και νοιώθω ότι με κοροϊδεύει και γελάει πίσω από την πλάτη μου. Όλοι τους.

(Αναρτήθηκε στο toperiodiko.gr στις 27/6/2014)

Το πιο αποτυχημένο τετράγωνο της πόλης

 

 Το πιο αποτυχημένο τετράγωνο της πόλης

Μισό λεπτό με τα πόδια από την πλατεία Συντάγματος, τη βιτρίνα της πόλης, πίσω από τον πεζόδρομο της Ερμού, υπάρχει αυτό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως το πιο αποτυχημένο οικοδομικό τετράγωνο του κέντρου της Αθήνας. Είναι το τετράγωνο που σχηματίζουν οι οδοί Μητροπόλεως, Βουλής, Απόλλωνος και Πεντέλης, το τετράγωνο του παλιού Υπουργείου Παιδείας.
 
Φτάνοντας από την πλατεία Συντάγματος ή από το δεύτερο σιντριβάνι της Ερμού, στη γωνία Μητροπόλεως και Βουλής βρίσκουμε ένα άδειο κατάστημα. Η θόλη διαφάνεια της τζαμαρίας φιλοξενεί έναν σεβαστό αριθμό tags, καθώς επίσης και λίγες αφίσες που διαφημίζουν γεγονότα και συναυλίες που, στις περισσότερες περιπτώσεις, έχουν ήδη παρέλθει. Εδώ βρισκόταν η Ταναγραία – Χειροποίηση, ένα κατάστημα με έπιπλα, πορτατίφ και διακοσμητικά. Έχουν απομείνει μόνο η επιγραφή με τα γωνιώδη γράμματα, και κάποιοι χάρτες κολλημένοι στη βιτρίνα που μας πληροφορούν ότι «είστε εδώ» και ότι το κατάστημα έχει μεταφερθεί στον αριθμό 3 της οδού Πετράκη, ένα τετράγωνο πιο κοντά στην Ερμού. Ίσως κάποτε η Ταναγραία να πραγματοποιήσει το μεγάλο άλμα, αν ποτέ είχε αυτό το όνειρο.

Αν φανούμε παρατηρητικοί, θα δούμε ότι πάνω από την άδεια βιτρίνα του διπλανού καταστήματος υπάρχει μία μαύρη επιγραφή. Το ανάγλυφο των γραμμάτων μαρτυρά ότι εκεί υπήρξε το Telemarketing Store. Δεν μπορούμε να ξέρουμε το λόγο για τον οποίο οι υπεύθυνοι του εν λόγω store επέλεξαν να βάψουν την πινακίδα αντί να την αφαιρέσουν απλώς από την πρόσοψη. Αυτό που ξέρουμε, επειδή το έχουμε δει, είναι ότι το Telemarketing Store δεν καταλάμβανε μόνο αυτόν το χώρο αλλά και τον διπλανό, αυτόν που πλέον στεγάζει το κατάστημα Βιοφώς Κουφάκης – Ηλεκτρικά, Φωτιστικά, Λαμπτήρες. Φαίνεται ότι ο κύριος Κουφάκης πήγε αντίθετα με την παρατηρούμενη πρακτική που θέλει τα καταστήματα του είδους να συνωστίζονται στην οδό Πραξιτέλους. Φαίνεται επίσης ότι η επιλογή του ήταν σωστή, γιατί η επιχείρησή του λειτουργεί ακόμη.

Το επόμενο κατάστημα που συναντούμε είναι το Κρεοπωλείον Τάσος. Πάνω από την πόρτα υπάρχει μία συμπληρωματική επιγραφή που μας μπερδεύει: Δ. Κ. Πολυγένης. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε κάποιο Δ του οποίου είναι υποκοριστικό το όνομα Τάσος. Κάτι άλλο που κάνει εντύπωση είναι το ότι για κάποιο λόγο, σήμερα όπως και τότε που λειτουργούσε ακόμη, δεν υπάρχει τζαμαρία, αλλά μόνο το δικτυωτό ρολό. Κοιτάζοντας μέσα, βλέπουμε την προθήκη, τον πάγκο κοπής, πλαστικές σακούλες που κρέμονται ακόμη από τα τσιγκέλια. Το κατάστημα έχει κλείσει εδώ και κάποια χρόνια, αλλά το ενδιαφέρον είναι ότι έμοιαζε κλειστό ήδη πριν κλείσει. Πολύ σπάνια υπήρχαν νεκρά ζώα στην ομολογουμένως μικρή βιτρίνα του. Ο πελάτης ονόμαζε αυτό που ήθελε, και ο Τάσος, ή ο κύριος Δ, έμπαινε στο ψυγείο στο πίσω μέρος του μαγαζιού, το σκότωνε και το έφερνε μπροστά για να το τεμαχίσει ή να το φιλετάρει.

Ακριβώς δίπλα βρίσκεται ο φούρνος αθηναϊκόν – αρτοποιία, ζαχαροπλαστική. Παραδόξως, είναι ακόμη ανοικτός. Σχεδόν αντανακλαστικά, έκπληκτοι μπροστά στο πείσμα και την αντοχή του, συνειδητοποιούμε ότι είναι ακόμη ανοικτός παρά το Απολλώνιον της οδού Νίκης με την αλυσιδωτή του έμφαση στην ποιότητα και το κύρος που του προσδίδει το γεγονός ότι ταΐζει τους υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομικών. Παρά τα Χωριάτικο και τα Αττικοί Φούρνοι που είναι ο ίδιος φούρνος με διαφορετική επωνυμία. Έχει συμπαθητικό ψωμί, όχι κάτι το φοβερό για να είμαστε ειλικρινείς, νόστιμα και τίμια σάντουιτς, καταπληκτικές φλογέρες και κριτσίνια, μα πάνω από όλα, εργαζόμενους που με κάποιο τρόπο κάνουν τον πελάτη να νοιώθει την ψευδαίσθηση της γειτονιάς στο επίκεντρο της Αθήνας.

Στη δεύτερη γωνία του τετραγώνου, Βουλής και Απόλλωνος, βρισκόταν το Tea Cafe – χωρίς accent στο e. Η τζαμαρία είναι πλέον βαμμένη σε μια ξεπλυμένη απόχρωση του άσπρου, και μόνο ένα αυτοκόλλητο, στη μία από τις δύο πόρτες, υπενθυμίζει την ύπαρξή του. Το Tea Cafe, όπως μας πληροφορεί η ονομασία του, ειδικευόταν στο τσάι και τον καφέ προσφέροντας την αναμενόμενη ποικιλία, διάφορα άλλα ροφήματα, σοκολάτες και καραμέλες, καθώς και παραφερνάλια για τους λάτρεις των αφεψημάτων, όπως σερβίτσια, δίσκους και σουβέρ. Οφείλουμε επίσης, επειδή θεωρούμε ότι είναι η κατάλληλη στιγμή, να σημειώσουμε ότι για κάποια χρόνια αφού έκλεισε και το Tea Cafe, η διασταύρωση Βουλής και Απόλλωνος έμοιαζε παραδομένη σε κάποια ισχυρότατη κατάρα: στις τέσσερεις γωνίες της δεν υπήρχε ούτε μία ενεργή επιχείρηση. Πλέον, η κατάρα έχει περιοριστεί στο πενήντα τοις εκατό, αλλά το τετράγωνο που μας ενδιαφέρει δεν έχει συνέλθει ακόμη.

[η Ανάβαση, το κατάστημα με τους χάρτες στην άλλη όχθη της οδού Απόλλωνος, που άνοιξε πριν από περίπου ένα χρόνο, μπορεί να τραβήξει την προσοχή μας για λίγο, αλλά το τετράγωνο που ορίζεται από τις οδούς Βουλής, Απόλλωνος, Ηπίτου και Ηπίτου (sic) είναι μία εντελώς διαφορετική ιστορία]

Ανάμεσα στη γωνία των οδών Βουλής και Απόλλωνος και αυτή των Απόλλωνος και Πεντέλης, υπάρχουν ένα ή δύο καταστήματα που δεν έχουν αφήσει πίσω τους κανένα ίχνος εκτός από το μωβ πλαίσιο γύρω από τα ρολά τους. Στο πεζοδρόμιο μπροστά τους βρίσκουμε μία παρέα αντρών που παίζουν τάβλι. Παλιότερα συνήθιζαν να παίζουν μπροστά στην Ανάβαση – μέχρι που άνοιξε – και συχνά καθόταν μαζί τους και ο βραχνός λαχειοπώλης.

Στη γωνία Απόλλωνος και Πεντέλης βλέπουμε την επιγραφή του ιχθυοπωλείου Ο Ψαράς, η οποία είναι πεντακάθαρη, κάτι που μας δίνει την ελπίδα ότι μπορεί να λειτουργεί ακόμα. Όμως όχι. Κάποιος από την παρέα των ταβλαδόρων μας λέει ότι έχει σχεδόν δέκα χρόνια που έκλεισε. Παρακολουθούμε για λίγα δευτερόλεπτα την παρτίδα. Ωστόσο, κάτι μας συγκρατεί από το να τους ρωτήσουμε γιατί παίζουν τάβλι κάθε μέρα σε εκείνο το σημείο. Ίσως η σκέψη ότι κάποιες φορές το μυστήριο είναι πιο γοητευτικό από τη γνώση.

Στρίβουμε στην οδό Πεντέλης. Δίπλα στο ιχθυοπωλείο υπάρχει ο σκελετός μίας τζαμόπορτας. Μπορούμε να δούμε πεταμένα αντικείμενα σε κάτι που μοιάζει με διάδρομο – δεν ξέρουμε πού οδηγεί – και πάνω σε ένα ασταθές ράφι, ένα μηχάνημα που θυμίζει εκτυπωτή ηλεκτρονικού υπολογιστή. Στο πλάι του μηχανήματος, ένα αυτοκόλλητο γράφει: Institute of Applied Scientific Research “G. Ghiolvas” Greece.

Η επόμενη τζαμαρία μας δείχνει ένα χώρο που εκτείνεται σε βάθος, όπου το μόνο που έχει απομείνει, είναι ένας μεγάλος πάγκος με ενσωματωμένο ψύκτη. Πάνω από την πόρτα γράφει: Pendelis 2. Μία πιθανή απάντηση για αυτό το χώρο μας δίνεται στη διπλανή είσοδο, η οποία είναι, προφανώς, η πλαϊνή είσοδος του Υπουργείου. Στη γυάλινη πόρτα βλέπουμε μια ανακοίνωση: Η κατάθεση των δικαιολογητικών των Ελλήνων του Εξωτερικού (Ομογενών) θα γίνει από 3 Ιουλίου ημέρα Δευτέρα έως 10 Ιουλίου ημέρα Δευτέρα του 2006 κατά τις ώρες: 8.30 π.μ.-2.00 μ.μ. στην Κ.Υ. του Υπουργείου Παιδείας, Μητροπόλεως 15, Αθήνα, 1ος όροφος, γραφεία 120-121, Είσοδος: από την οδό Πεντέλης 2. Ξέρουμε λοιπόν ότι στον αριθμό 2 υπήρχε μία ακόμα είσοδος, και πιθανολογούμε ότι σε εκείνο το χώρο βρισκόταν το κυλικείο του Υπουργείου.

Δίπλα στην είσοδο με την ανακοίνωση βλέπουμε δύο χώρους που μας προβληματίζουν. Ο πρώτος είναι φωτισμένος και περιέχει κάποια αντικείμενα που θα μπορούσαν να περιγραφούν ως ηλεκτρολογικό υλικό, ενώ μέσα από τις μικρές τρύπες στο ρολό του δεύτερου διαφαίνονται επίσης φώτα. Το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε, είναι ότι το κατάστημα του κυρίου Κουφάκη είναι διαμπερές.

Κατηφορίζοντας κι άλλο την οδό Πεντέλης, βλέπουμε το κατάστημα Εκκλησιαστικά Είδη Νικολάου. Είναι πλέον, κι αυτό, εντελώς άδειο. Στη γυάλινη πόρτα βρίσκουμε κολλημένο ένα χαρτί που μας πληροφορεί σχετικά με το ωράριο του καταστήματος: Δευτέρα-Παρασκευή 9-3 μ.μ. Επιπλέον, δίνονται ένα σταθερό και ένα κινητό τηλέφωνο ανάγκης, όπως διαβάζουμε. Υποπτευόμαστε ότι ο κύριος Νικολάου έκλεισε πολύ βιαστικά την επιχείρησή του, ή πολύ αναπάντεχα. Αναλογιζόμενοι τη μεταφορά της Μητρόπολης των Αθηνών στο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη της οδού Σκουφά, μπορεί να μας φανεί παράξενη, ίσως ακόμη και ανώφελη, η ύπαρξη τόσων καταστημάτων με εκκλησιαστικά είδη πέριξ της παλιάς Μητρόπολης, αλλά για κάποιο λόγο δυσκολευόμαστε να φανταστούμε παπάδες να ψωνίζουν ρούχα στο Κολωνάκι. Κάνουμε δύο βήματα πίσω για να κοιτάξουμε το κατάστημα. Μόνο τότε βλέπουμε ότι στο κέντρο της βιτρίνας υπάρχει ο αριθμός 1870. Σκεφτόμαστε ότι είναι κρίμα που δε συνοδεύεται από μία παύλα και μία δεύτερη ημερομηνία, ας πούμε 2004 ή 2010, που θα όριζε επισήμως τη διάρκεια ζωής της υπεραιωνόβιας επιχείρησης. Τα μάτια μας όμως μας παίζουν παιχνίδια, γιατί ξαφνικά παρατηρούμε ένα χαρτί που γράφει ότι το κατάστημα έχει μεταφερθεί απέναντι, στον αριθμό 5 της οδού Πεντέλης. Γυρίζουμε και κοιτάζουμε. Είναι όντως εκεί. Άρα, παρόλο που μία θεωρητική παύλα υφίσταται ακόμη, η δεύτερη ημερομηνία συνεχίζει να κυλάει μαζί με το χρόνο.

Το πρώτο που μας τραβάει την προσοχή στο επόμενο κατάστημα είναι μία επιγραφή που έχει βαφτεί μαύρη, αλλά όπως και στην περίπτωση του Telemarketing Store, το ανάγλυφο των γραμμάτων προδίδει, αυτή τη φορά, τη λέξη Antiques. Κοιτάζουμε μέσα και διακρίνουμε ίχνη ζωής: χριστιανικά εικονίσματα, κίτρινα λουλούδια, καρέκλες, μία επίχρυση βάση για κεριά, ένα τραπέζι με σεμεδάκι και μικροαντικείμενα, μία σακούλα Jumbo, ένα γκαζάκι, μία σιδερώστρα. Πρέπει να είναι το καμαρίνι του παπά της μικρής εκκλησίας που φαίνεται στο τέλος του δρόμου.

Στη γωνία Πεντέλης και Μητροπόλεως βρίσκεται ό,τι έχει απομείνει από το κατάστημα Δημ. Μ. Τράχος – Γουναρικά. Στη βιτρίνα βλέπουμε σκισμένες αφίσες, διαφημιστικά φροντιστηρίων ξένων γλωσσών και βιαστικά tags, αλλά δεν είναι αρκετά για να μας στερήσουν τη θέα στο εσωτερικό. Στον βασικό χώρο του καταστήματος, τα μόνα που υπάρχουν είναι οι καθρέφτες που καλύπτουν τους τοίχους, μία καρέκλα, ένας μικρός πυροσβεστήρας και μία αφίσα, όπου βλέπουμε μία γυναίκα μέσα σε μια σκωτσέζικη γούνα. Κάτω από την επωνυμία του καταστήματος διαβάζουμε κάποιες λέξεις στα αγγλικά: quality furs, furs factory, special prices for tourists. Είναι πολύ πιθανό να χαμογελάσουμε γλυκόπικρα με το επιχειρηματικό δαιμόνιο του κυρίου Τράχου, αλλά η εικόνα ενός ζευγαριού ή μιας ομάδας τουριστών που επισκέπτονται την καλοκαιρινή Αθήνα και αγοράζουν γουναρικά για να τα πάρουν στο χειμώνα της πατρίδας τους, δε φαίνεται καθόλου λογική.

Στρεφόμαστε τώρα στο εκκλησάκι που παρατηρήσαμε προηγουμένως. Είναι η Αγία Δύναμις. Είναι πολύ μικρή. Χτίστηκε πολύ πριν τετραγωνοποιηθεί η έκταση που την περιβάλλει, πολύ πριν χτιστεί το Υπουργείο που κρέμεται από πάνω της και την προφυλάσσει, μερικώς, από τις βροχές. Κοιτάζοντας δίπλα στην είσοδο συμπεραίνουμε ότι η Εκκλησία, στη συγκεκριμένη τουλάχιστον περίπτωση, έδειξε μια προτίμηση στην αγγλική γλώσσα. Διαβάζουμε στην πρώτη πινακίδα: Aghia Dynamis (The Holy Power of the Virgin) This 16th century chapel belongs to the Holy Monastery of Assumption at Pendeli in Attica. Και από κάτω, η ελληνική ερμηνεία: Αγία Δύναμις, Μετόχιον Ι. Μονής Πεντέλης, Ανεκαινίσθη εν έτει ͵ΑϡΞΒ’ επί Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Β’ και Ηγουμένου Αρχιμ. Γεωργίου Προκόπη. Κάθε χρόνο, τη Μεγάλη Παρασκευή, το σχοινί της καμπάνας μένει ελεύθερο, στη διάθεση όποιου θέλει να πενθήσει με αυτό τον τρόπο το θάνατο του Θεανθρώπου.

Θεωρούμε ότι η βόλτα μας έχει τελειώσει και ετοιμαζόμαστε να φύγουμε, αλλά ξαφνικά θυμόμαστε το Υπουργείο. Στην εσοχή του πεζοδρομίου, εκεί που φανταζόμαστε υπουργικά οχήματα να παρκάρουν και να περιμένουν, βλέπουμε τέσσερεις σκουπιδοντενεκέδες. Τρεις από αυτούς είναι αφιερωμένοι στην ανακύκλωση. Περπατάμε αργά προς την είσοδο, η οποία είναι σφραγισμένη με φύλλα αλουμινίου. Στα σκαλοπάτια του παλιού Υπουργείου Παιδείας κάποιοι άστεγοι κοιμούνται και κάποιοι άλλοι κάθονται. Δεν τους κοιτάζουμε για πολλή ώρα γιατί φοβόμαστε ότι μπορεί να μας κοιτάξουν κι εκείνοι. Η περιέργεια μας οδηγεί, πάντα αργά, στο απέναντι πεζοδρόμιο της οδού Μητροπόλεως. Θέλουμε να κοιτάξουμε την πρόσοψη. Μετράμε οκτώ ορόφους που δε χρησιμεύουν σε τίποτα. Το κενό βάρος του παλιού Υπουργείου στέκεται πάνω σε αδύναμες κολόνες και άδεια καταστήματα. Σηκώνουμε το βλέμμα ψηλά και βλέπουμε τις βάσεις των κλιματιστικών, αλλά τα κλιματιστικά δεν είναι πια εδώ.

Αρχίζουμε να περπατάμε στην οδό Μητροπόλεως προς το Μοναστηράκι για να φάμε παγωτό. Ο ήλιος είναι μπροστά μας. Μέσα σε λίγα μέτρα, δίπλα μας περνούν δύο ξενοδοχεία, το Ινστιτούτο Θερβάντες, ένα εστιατόριο και μία ταβέρνα, ένα κατάστημα με σουβενίρ και ένα με ξύλινα επιτραπέζια παιχνίδια, και όσο χαζεύουμε τις ακτίνες του ηλίου, υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να σκεφτούμε ότι στο οικοδομικό τετράγωνο που αφήνουμε πίσω μας, από το οποίο έχει αποχωρήσει πια η παιδεία, τα μόνα που έχουν απομείνει, εκτός από το φως, είναι το ψωμί και η ελευθερία του να μη σου ανήκει τίποτα.


(Υποσημείωση που επιβάλλεται από τις εξελίξεις της πρώτης εβδομάδας του Νοεμβρίου 2014: στο πιο αποτυχημένο τετράγωνο της πόλης δεν υπάρχει πλέον ούτε ένα κατάστημα. Ο φούρνος έκλεισε στις αρχές του μήνα, και στις 5 έγιναν τα έργα μεταφοράς των μηχανημάτων σε κάποιο μέρος με χαμηλότερο ενοίκιο, ενώ σήμερα, 6 Νοεμβρίου, παρατήρησα ότι ο κύριος Κουφάκης μετέφερε το κατάστημά του στην οδό Λέκκα.)

(Αναρτήθηκε στο toperiodiko.gr στις 3/6/2014)