Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017

Μπο ή Η τελευταία μέρα στη Γαύδο

(Αυτή η υποφωτισμένη φωτογραφία τραβήχτηκε το 2011 από το σημείο όπου παραδέχτηκα την ήττα μου.)


Υπό διαφορετικές συνθήκες, αυτό το κείμενο θα ονομαζόταν «Μπο – μέρος δεύτερο». Όμως, για διάφορους λόγους, το πρώτο μέρος κρίνεται ακατάλληλο για ανθρώπινη κατανάλωση. Κυρίως επειδή είναι ένα παραλήρημα δέκα σελίδων. Τα μόνα που χρειάζεται να ξέρει ο αναγνώστης πριν διαβάσει το δεύτερο μέρος είναι τα εξής: το 2011, την τελευταία – μέχρι φέτος – φορά που πήγα στη Γαύδο, προσπάθησα να πάω στο Μπο από τον Πύργο. Με την προνοητικότητα που διαχρονικά με χαρακτηρίζει, ξεκίνησα καταμεσήμερο, με 700ml νερό, φορώντας παντόφλες, χωρίς να ξέρω αν υπήρχε μονοπάτι και πώς θα το έβρισκα. Ήξερα μόνο ότι το Μπο είναι η πρώτη παραλία δυτικά του Ποταμού. Τουλάχιστον φορούσα καπέλο. Όπως είναι φυσικό, δεν κατάφερα να φτάσω στο Μπο. Έφτασα να το δω από μακριά, αλλά δεν έφτασα εκεί. Είδα ότι ήταν μια βραχώδης παραλία, γι’ αυτό αποφάσισα να φυλάξω τις λιγοστές μου δυνάμεις για το δρόμο της επιστροφής. Το νησί με λύγισε: δεν ήταν πλέον το φιλόξενο θεματικό πάρκο όπου όλα είναι εύκολα. Μου έδειξε πόσο μικρός, ευάλωτος και ασήμαντος είμαι. Όταν επέστρεψα στον Πύργο ήμουν χλομός, αφυδατωμένος και εξαντλημένος. Και το Μπο μετατράπηκε σε απωθημένο, άχτι, ερωτηματικό. Μέχρι φέτος.

Υπάρχουν μέρη που προκαλούν την αδιαφορία, και άλλα που καταφέρνουν το ακριβώς αντίθετο. Όσον αφορά τα δεύτερα, η πιο συνήθης αντίδραση περιλαμβάνει, τις περισσότερες φορές, μια φωτογραφική μηχανή. Για εμάς όμως που δεν έχουμε φωτογραφική μηχανή (αλλά μόνο ένα κινητό δεκαετίας που δε βγάζει και πολύ καλές φωτογραφίες), και που επιπλέον προτιμούμε να κοιτάζουμε τους παρελθόντες τόπους μέσα από τα μυωπικά γυαλιά της μνήμης, για εμάς λοιπόν, το πιο κατάλληλο μέσο καταγραφής είναι το χαρτί. Και όταν συναντάμε ένα τέτοιο μέρος (που προκαλεί το αντίθετο της αδιαφορίας), παρόλο που νοιώθουμε μια ακατανίκητη ανάγκη να το περιγράψουμε, ταυτόχρονα καταλαβαίνουμε και τη ματαιότητα του εγχειρήματος. Γιατί ποιες λέξεις μπορούν να αντικαταστήσουν επάξια τα συναισθήματα και τις σκέψεις που προκαλεί ένας τόπος; Καμία. Καμίες. Δεν ξέρω. Ξέρω, ίσως: αυτές που έγιναν εκεί. Αυτή η καταγραφή λοιπόν δεν αφορά το Μπο, τουλάχιστον όχι ολοκληρωτικά, αλλά εμένα στο Μπο.

Έχοντας κάνει μια αποτυχημένη απόπειρα να πάω στο Μπο το 2011, αυτό το μέρος είχε μετατραπεί σε απωθημένο. Και παρόλο που πριν φύγω από την Αθήνα (3/8/17) έλεγα ότι αυτές οι τηλεγραφικά αποφασισμένες και κανονισμένες διακοπές θα ήταν κάτι σαν προσκύνημα στους τόπους που αγάπησα περισσότερο στη Γαύδο (Άι-Γιάννης, Πύργος και Σταυρόλιμνη, το πευκοδάσος του Λαβρακά, Τρυπητή, εκτός από τον Ποταμό, όπου θα έμενα/έμεινα), έφτασε η τελευταία ολόκληρη μέρα των διακοπών και ουσιαστικά δεν το είχα κουνήσει από την παραλία, παρά μόνο μία φορά που πήγα στον Άι-Γιάννη για προμήθειες και μετά για φαγητό στην Ευτυχία. Καταραμένα σανδάλια. Όσο φανταζόμουν τις διακοπές και χρησιμοποιούσα νοερά τη λέξη προσκύνημα, μου άρεσε που ήταν η ίδια λέξη που είχε χαρακτηρίσει την περσινή μου δεκαπενταυγουστιάτικη περιοδεία στις γειτονιές της Αθήνας (βλ. κείμενο «Odoi tis Athinas») – τελικά, ξημερώματα 15ης Αυγούστου ήμουν στον Πειραιά, και αυτή τη στιγμή που γράφω, κυριολεκτώ, ακούω τις καμπάνες των 8:13. Και σαφώς αυτό το προσκύνημα (των διακοπών) θα ήταν πολύ καλύτερο από το προσκύνημα που είχα αποφασίσει πριν από λίγο καιρό για τη συγκεκριμένη φετινή μέρα: να δω Το Τανγκό του Σατανά, του Μπέλα Ταρ (βιβλίο Κρασναχορκάι), ταινία εφτάμιση ώρες. Δεν ήξερα τότε ότι τελικά θα πήγαινα διακοπές. Ήθελα να φτάσω στον πάτο αλλά, ευτυχώς, δεν τα κατάφερα.

Την προτελευταία μέρα των διακοπών ήξερα ότι η επομένη ήταν η τελευταία μου ευκαιρία να πάω στο Σαρακίνικο για να αγοράσω κάτι που φοριέται στα πόδια – τα σανδάλια μου καταστράφηκαν με το που έφτασα στον Ποταμό. Το βράδυ άρχισε να σηκώνει αέρα και κύματα. Αντί να κοιμηθώ κάτω από το λιόπανο στην ακροθαλασσιά, την έπεσα δίπλα στο φούρνο. Και κάποιοι άλλοι κοιμούνταν παραπέρα, ίσως η Αλεξία και ο Ιάσονας. Δε νομίζω ότι η λέξη ύπνος περιγράφει επαρκώς αυτό που συνέβη, ούτε και ότι συνέβη. Θυμάμαι συνεχώς να συμμαζεύω το σεντόνι και την κουκούλα μου. Εν πάση περιπτώσει, έπεσα για ύπνο έχοντας αποφασίσει ότι θα σηκωνόμουν στις εφτάμιση (νάτο πάλι αυτό το εφτάμιση) για να πάω στο Σαρακίνικο και να γυρίσω με τα πόδια – και να κάνω έτσι και μια βόλτα από μερικούς προσημειωμένους προσκυνηματικούς τόπους. Σηκώθηκα ένα τέταρτο πριν το ξυπνητήρι. Επικρατούσε ήδη πανικός. Οι περισσότεροι είχαν ξυπνήσει και μάζευαν ό,τι μπορούσαν για να μην το πάρει ο αέρας. Κάπου εκεί έμαθα, κατάλαβα ή θυμήθηκα ότι ο Ιάσονας και η Ελεωνόρα θα πήγαιναν με το Κανγκού στο λιμάνι και για κάποιο μεσημεριανό φαΐ στον Άι-Γιάννη. Ανεβήκαμε μαζί στην Άμπελο, πήραμε το αυτοκίνητο, φάγαμε πρωινό στη Στέλλα, με άφησαν στο Σαρακίνικο και πήγαν στο Καραβέ για να συνεννοηθούν για το αυτοκίνητο – κατέληξαν να πίνουν μπύρες. Εγώ μέσα σε εφτά λεπτά είχα τελειώσει: είχα βρει υπόδημα στο νούμερό μου (στο ταξίδι της επιστροφής, στη Χώρα Σφακίων, περιμένοντας το λεωφορείο, συνειδητοποίησα ότι αυτό το παπούτσι με κάνει να αισθάνομαι Κύπριος), το είχα δοκιμάσει και πληρώσει. Δεν κατάλαβα γιατί με άφησαν και δεν περίμεναν. Δεν πειράζει. Πήγα και περίμενα στη στάση του λεωφορείου. Τραγούδησα, σφύριξα, αποφλοίωσα δύο ξύλα, το ένα μέχρι το τέλος. Μετά πήγαμε στον Άι-Γιάννη, κάτω ταβέρνα, μεσημεριανή μπριζόλα, μια χαρά. Ένας χίππης κρυμμένος κάπου ανάμεσα στα πίσω τραπέζια νόμιζε ότι έπαιζε φλογέρα (και νομίζω ότι το πίστευε ακόμη περισσότερο την ώρα που άρχισε να παίζει πολύ γρήγορα, μάλλον γιατί νόμιζε πως άμα έπαιζε γρήγορα δε θα καταλαβαίναμε ότι δεν ξέρει να παίζει), δοκιμάζοντας την τύχη του και τα νεύρα μας με το αρχιμηνιά αρχιχρονιά και ένα άλλο τραγούδι που έχω ξεχάσει εδώ και πολλές ώρες. Υπήρξε μία πνευστή έξαρση την ώρα που μας έφεραν τα φαγητά. Κρεατάκι. Δεν πεινούσα και πολύ. Βασικά δεν πεινούσα. Αλλά έφαγα σαν καμήλα. Κάποια στιγμή ο Ιάσονας δεν άντεξε, πάω να του την πω, είπε και σηκώθηκε. Επέστρεψε αμέσως μετά τη σιωπή. Τον ρωτήσαμε τι του είπε. Μας είπε: του είπα: μπορούμε να φάμε σαν άνθρωποι; Καταπληκτικό, δε θα το σκεφτόμουν ποτέ. Μετά έλεγαν να πάνε Σαρακίνικο για διάβασμα και υπνάκο σε αιώρα, εγώ όμως είχα φανταστεί πολύ διαφορετικά τη μέρα μου και δεν είχα μαζί κανένα ανάγνωσμα. Και φυσικά δεν ήθελα να πάρω κανέναν υπνάκο. Τελευταία μέρα στη Γαύδο. Τελικά με πετάξανε με το αυτοκίνητο μέχρι την Άμπελο και πήγαν πάλι πίσω.

Άρχισα να κατηφορίζω το μονοπάτι προς Ποταμό δοκιμάζοντας τα καινούργια παπούτσια, που ήταν αρκετά βολικά αλλά και πολύ λεπτά για ορισμένα κοτρόνια, χωρίς να ξέρω ακόμη για την ημιαλλαγή της εθνικότητάς μου, ξέροντας ωστόσο, ίσως και από την αρχή της κατάβασης, ότι στη διασταύρωση, που με είχε ερεθίσει όσες φορές τη διέσχισα, θα πήγαινα προς Μπο. Μόνος, είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω με περισσότερη άνεση τις διαφορές στο τοπίο, να εντοπίσω τις αστοχίες της μνήμης, να προσπαθήσω να καταλάβω την πορεία που είχα ακολουθήσει τότε, στην αποτυχημένη μου απόπειρα, σε σχέση με τα μονοπάτια που φτιάχτηκαν έκτοτε. Τότε, στο τελευταίο κομμάτι της διαδρομής, είχα κατηφορίσει για λίγο αυτό που θα λέγαμε κοίτη της πλαγιάς, ή τέλος πάντων στη φυσική συνέχεια του υποτυπώδους φαραγγιού πίσω από την παραλία. Άρχισα να κατεβαίνω το μονοπάτι. Κάτι που πρόσεξα, είναι ότι δεν υπήρχε η στρατιωτική στήλη στην κορυφή του δυτικού μπράτσου του Ποταμού. Όσο έφτανα κάτω άρχισα να σκέφτομαι όλο και περισσότερο με επιφωνήματα, τα οποία σιγά σιγά άρχισα να αρθρώνω. Βράχια κεντητά στα τελευταία μέτρα πριν την παραλία. Δεξιά μου ένα τεράστιο κομμάτι βράχου που είχε καταρρεύσει μέσα στη θάλασσα, πιο πέρα άλλα δύο, πιο μικρά, μία σπηλιά της οποίας το ρυθμό δημιουργίας θα ήθελα να μπορώ να παρακολουθήσω, μία στενή εσοχή στο βράχο. Μέρα με πολύ αέρα η τελευταία, και τα κύματα σκάνε και αφρίζουν μέσα στα ρήγματα που έχουν προκαλέσει στην πέτρα. Διάφοροι κέδροι διάσπαρτοι: συρρικνωμένοι, τσακισμένοι, γηραλέοι. Είναι αυτοί που έφτασαν στον τερματισμό. Τώρα, όπως και σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, νοιώθω ότι η φυσική πορεία για πολλούς από τους κέδρους της Γαύδου είναι να γεννηθούν και να αρχίσουν να πλέκονται κάπου ψηλά, και πολύ αργά να κατηφορίσουν το λόφο μέχρι να τους γκρεμίσει η θάλασσα ή να τους πνίξει η πέτρα. Η επιστημονική του ονομασία είναι juniperus-κάτι, ίσως κάτι επαναληπτικό σαν juniperus-juniperalis (βλ. naya-naya), αλλά εγώ έχω να προτείνω ένα παρανόμι: κέδρος ο καταβατικός. Εν πάση περιπτώσει: με κάτι τέτοιες παρατηρήσεις είναι που ο μηχανισμός απογυμνώνεται και καταλαβαίνεις πόσο σύντομος είσαι.

Βγαίνω σε αυτό που θα ήταν η αμμουδιά. Στέκομαι πάνω σε έναν μεγάλο, λείο μονόλιθο. Δεν ξέρω πόσο μεγάλος είναι. Μοιάζει σαν να τον τοποθέτησε κάποιος εκεί. Όχι όμως Κάποιος. Δίνω περισσότερες πιθανότητες στο Σλάρτιμπαρτφαστ. Έχοντας αποφασίσει ασυνείδητα τη σειρά με την οποία θα εξερευνήσω την παραλία, πηγαίνω προς τα πίσω, προς την κοιλιά, συνειδητοποιώ ότι έχει «αρχίσει να σχηματίζεται» ένα φαράγγι. Υπάρχουν παντού πέτρες, όλων των μεγεθών και για (σχεδόν) όλα τα γούστα, σε παράξενες θέσεις, και σκέφτομαι την έκφραση πέτρες ατάκτως ερριμμένες. Πόσο σωστή είναι. Όμως μετά από λίγο συμβαίνουν μικροδιαφωνίες και εκλεπτύνσεις. Δε θέλω να εστιάσω στο «ερριμμένες», το οποίο είναι ακριβές. Για να ριφθεί κάτι απαιτείται ένας ρίπτης. Υπάρχουν σίγουρα δύο προφανείς δράστες. Περισσότερο θέλω να εστιάσω στη λέξη ατάκτως, η οποία, τουλάχιστον σε αυτή την περίπτωση, είναι εντελώς άστοχη. Κάθε πέτρα βρίσκεται εκεί που βρίσκεται για κάποιο λόγο, κάτι την έφερε εκεί, αν υπήρχε μία κάμερα θα το βλέπαμε να συμβαίνει και θα καταλαβαίναμε ότι τίποτα δεν έγινε τσαπατσούλικα, άρπα-κόλλα ή ατάκτως, αντιθέτως, όλα συνέβησαν με πλήρη τάξη και συνέπεια, με την υπομονή που χαρακτηρίζει την άλογη ύλη. Τι πιο τακτικό από αυτό που συμβαίνει; Αν πρόδιδα αυτές τις πέτρες και τις αποκαλούσα «ατάκτως» ερριμμένες, τότε τι θα έπρεπε να πω για την άμμο; Τέλος, σε αυτό το πλαίσιο δεν έχω να σημειώσω κάτι για τη λέξη πέτρες.

Στέκομαι στη σκιά ενός κέδρου και τις χαζεύω. Βλέπω μία άσπρη, όσο μια χούφτα, από τη μια μεριά είναι σκαμμένη με σήραγγες και μικρές γιρλάντες, δίπλα της είναι μία ίδια, αποδεικνύεται ότι κάποτε ήταν μία. Αυτές οι πέτρες θα έρθουν μαζί μου. Τώρα λοιπόν (το «τώρα λοιπόν» διαγράφεται και στη θέση του μπαίνει: σε λίγο, το βράδυ, αύριο, όταν αποφασίσω να ξεπακετάρω) που έχω φτάσει σπίτι και γράφω (10:03), και έχω τις πέτρες μέσα στο σακίδιο, μπορούμε να συζητήσουμε υπό άλλους όρους το θέμα της έκφρασης που τόσο μας απασχόλησε. Γιατί όσο κι αν αργήσω να ξεπακετάρω, μια μέρα θα το κάνω, και τότε αυτές οι πέτρες θα είναι και ερριμμένες και ατάκτως. Δηλαδή όχι ότι θα πετάω τις πέτρες μέσα στο σπίτι, αλλά πρέπει να παραδεχτώ ότι κάποιες φροντίδες τις απολαμβάνουν οι πέτρες μου. Τις πηγαίνω από το τραπέζι του υπολογιστή στο τραπέζι της σκόνης και από εκεί στο κομοδίνο των βιβλίων για να έχουν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Σε δύο, μάλιστα, έχω εφεύρει και χρησιμότητα. Ο αέρας χτυπάει την πόρτα του μπάνιου και την πόρτα του μπαλκονιού αλλά εμείς αντιστεκόμαστε. Τις κάνει να νοιώθουν σαν να είναι πάλι έξω, στο φυσικό τους περιβάλλον. Έχω μερικές που πρέπει να τις βρέχω μια φορά το χρόνο για να μην ξεραθούν. Επιπλέον, όλες μου οι πέτρες έχουν μία δυνητική χρησιμότητα, αυτό το ξέρουν και οι ίδιες. Όπου κι αν κάθομαι μέσα στο σπίτι, (ίσως εκτός από τη λεκάνη της τουαλέττας, και αυτό πρέπει να το ρυθμίσω), υπάρχει κοντά μου μια πέτρα που θα χρησιμεύσει ως όπλο σε περίπτωση που κάποιος μπουκάρει στο σπίτι μου.

Εκτός από τα δύο λευκά αποσπάσματα βρήκα και άλλες δύο πέτρες που μου τράβηξαν την προσοχή. Ίσως αν δε μου είχαν τραβήξει την προσοχή να μην τις είχα βρει. Είχαν στην πάνω πλευρά τους υπολείμματα κοραλλιών και μύριζαν, και οι δύο, ακριβώς όπως και μία που υπήρχε, και προφανώς υπάρχει, (και τώρα κάνει παρέα με τη μικρή από τις δύο κοραλλιούχες μου, την οποία άφησα) στον Ποταμό: σε ένα μόνο σημείο της πέτρας υπήρχε μια μυρωδιά που έφερνε στο μυαλό κάτι καθαρό, δροσερό, σχεδόν χημικό. Δεν έχω διαλευκάνει ακόμη αυτό το μυστήριο. Και κάποια μέρα, αν το θυμηθώ, θα πω: ακόμη δε διαλεύκανα εκείνο το μυστήριο. Νομίζω ότι θα ήταν δόκιμο να τις αποκαλέσω απολιθώματα.

Υπολόγιζα ότι θα πήγαινα στο όριο της θάλασσας, αλλά αντ’ αυτού συνέχισα και έφτασα στην απέναντι πλευρά του κόλπου. Στο μυαλό μου είχα πει, χωρίς να έχω λόγο και φυσικά χωρίς να ξέρω ότι αν ήξερα θα είχα λόγο, ότι αυτή η βόλτα θα ήταν σύντομη, όμως το τοπίο με καλούσε να το εξερευνήσω, να δω τι υπάρχει πίσω από το ύψωμα και τι κρύβεται πίσω από εκείνη την πέτρα. Στην αριστερή πλευρά όπως κοιτάω τη θάλασσα υπάρχει μία χαραμάδα στο βράχο μέχρι χαμηλά, τα κύματα γλύφουν ή γλείφουν, σε αυτή τη συγκυρία δεν έχει διαφορά, πιο μπροστά υπάρχει άλλος ένας μικροσπηλαιώδης σχηματισμός. Ενστικτωδώς πήγα να γράψω «έκανα ησυχία και άκουσα τα κύματα». Και με αυτή την αφορμή, μια σημείωση: όταν βρίσκεσαι σε τέτοιου είδους μέρη είσαι σχεδόν αθόρυβος. Η ικανότητά σου να κάνεις φασαρία μειώνεται – και άλλοτε εκμηδενίζεται. Ο ήχος των βημάτων φιμώνεται, τα κύματα καλύπτουν τη φωνή, τα τζιτζίκια κρατάνε το ίσο και ο άνεμος παίρνει μακριά τα σίγμα τα ξι και τα πι, απορροφά τα ρο και τα λάμδα και ταπώνει τα πι και τα ταυ και τα κάππα, η φωνή είναι λεία, απόμακρη, σαν φάντασμα ή σαν αποκύημα της φαντασίας – κατά κάποιο τρόπο το ίδιο δεν είναι;

Υπήρχε ένα απότομο σημείο που με έκανε να σταματήσω και να κοιτάξω γύρω μου. Από τη μία, κοιτούσα γύρω μου σαν χαζός και έβγαζα επιφωνήματα, από την άλλη, ταυτόχρονα και κυρίως, προσπαθούσα να αποφασίσω αν θα συνέχιζα και πέρα από το απότομο σημείο. Σκεφτόμουν ότι στο τέλος της εξόρμησης θα υπήρχε αναγκαστικά ένα σημείο που θα ονομαζόταν «το απώτερο σημείο που πήγα». Και ο πειρασμός να το στείλω μακρύτερα ήταν μεγάλος. Άλλο ένα βήμα στο τώρα, άλλα δύο στην ανάμνηση. Κάπως έτσι πρέπει να χάθηκαν όλοι αυτοί. Δοκίμαζαν τις αντοχές τους κινούμενοι από την απορία τι υπήρχε πίσω από εκεί, χάνονταν στα δάση, περπατούσαν στην έρημο ερωτευμένοι με τους αμμόλοφους. Οι εξερευνητές και οι ιχνηλάτες, οι ερημίτες, οι στηλίτες και οι προφήτες. Στη βόρεια πλευρά του υψώματος που βρίσκεται ανάμεσα στον Ποταμό και το Μπο, ή στην πλευρά που μοιάζει κεντρική, υπάρχει μια μεγάλη εσοχή που μισοκρύβεται από την πιο κοντινή πλαγιά, και στο ψηλότερο σημείο της η εσοχή είναι σπασμένη κατά τέτοιο τρόπο που δημιουργείται ένα σκίαστρο ή ένα ανάποδο μπαλκόνι (χωρίς κάγκελο). Αυτή η εικόνα είναι που με βγάζει από το δίλημμά μου. Θα ακολουθήσω τους εξερευνητές και τους ερημίτες. Αναρωτιέμαι τι κρύβει στα χαμηλά, ίσως κάποια μεγαλύτερη σπηλιά; Ξέρω ότι και να πάω μέχρι πιο πέρα δε θα καταφέρω να δω προς τα μέσα, στην καλύτερη περίπτωση θα δω μόνο την πρόσοψη. Ωστόσο, πιθανολογώ ότι το σημείο που έχω θέσει με τα μάτια ως επόμενο διλημματικό σταθμό μπορεί να με βάλει σε πειρασμό να ανέβω το δυτικό ύψωμα μήπως βρω την πισίνα που έλεγε ο Στέφανος. Στην κατάβαση συμπεραίνω ότι τα παπούτσια έχουν πολύ καλό κράτημα. Στον επόμενο σταθμό αξιολογώ τις αλλαγές στη θέα μου, δηλαδή ότι το πιο χαμηλό κομμάτι δεν είναι αντάξιο του σκίαστρου, χαζεύω την παραλία, τους καταβατικούς (επ’ ευκαιρία: ή καταβάτες), και μόνο τώρα που γράφω συνειδητοποιώ ότι δεν κοίταξα ούτε μία φορά τη Γαυδοπούλα. Αυτό μπορεί να είναι ψέμα – και δε βγάζω τον εαυτό μου από τον κατάλογο των θυμάτων – αλλά ακόμα κι έτσι υπογραμμίζει το πόσο είχα απορροφηθεί από το τοπίο. Σαν γιο-γιο κάποιος με τίναξε από την κορυφή του μονοπατιού και ο σπάγγος έφτασε μέχρι εδώ. Λέω στον εαυτό μου σοβαρέψου, και τυλίγομαι προς τα πίσω.

Όταν τρώω αφήνω πάντα το καλύτερο για το τέλος. Σε αυτό υπάρχει κάτι το αντιφατικό, που μάλλον δεν είναι της παρούσης. Άλλοι άνθρωποι καταπίνουν αμάσητο το γεύμα για να φτάσουν πιο γρήγορα στο γλυκό. Το καλό για το τέλος. Η παραλία. Το όριο. Πίστευα ότι θα πάω απλώς μέχρι την άκρη του (άλλου; ή μήπως ήταν ο ίδιος με τον πρώτο;) μονόλιθου, θα χαζέψω λίγο τα κύματα, θα κοιτάξω λίγο προς όλες τις κατευθύνσεις και μετά θα φύγω. Αλλά τελικά το καλύτερο είχε μείνει όντως για το τέλος. Ο κύβος ερρίφθη. Δεν τον έριξα εγώ, μόνος του έπεσε. Ορίστε, αυτή είναι η διαφορά: ριγμένος και πεσμένος.

Προσπερνώ τις μπασίνες που έχουν δημιουργηθεί στην πέτρα, το νερό και τις πετρούλες μέσα, γυάλα και ψάρια, τόσο τακτικά, αλλά μόλις προσπερνώ πισωγυρνώ γιατί έχω ξεχάσει να αναφέρω κάτι σημαντικό: Μπο, λένε, είναι ο ήχος που κάνουν τα κύματα όταν σκάνε σε ένα συγκεκριμένο κοίλωμα. Όλη αυτή την ώρα, όσο περιφέρομαι στο χώρο, προσπαθώ να καταλάβω ποιο είναι το σημείο που λένε ότι δίνει το όνομα σε αυτό τον κόλπο. Έχω ήδη κάνει κάποιες παρατηρήσεις, και όλες τις φορές είπα στον εαυτό μου ότι αυτή είναι η σωστή, για εντελώς διαφορετικούς λόγους κάθε φορά. Επιστροφή λοιπόν μετά την προσπέραση.

Νομίζω ότι κοίταξα τη στιγμή που συνέβη. Στο κέντρο της παραλίας, ή στο κέντρο του μονόλιθου ή στο κέντρο των μονόλιθων, υπάρχει μία μικρή εσοχή, πλάτους τριών μέτρων και βάθους μέχρι ένα, όπου τα κύματα έσκαγαν με έναν ιδιαίτερο τρόπο, σε συνδυασμό με το σχήμα που τα ίδια (ή κάποια άλλα) είχαν προκαλέσει. Έσκαγαν μέσα στο κοίλωμα και ανά πέντε περίπου δημιουργείτο μία δίνη, το νερό τιναζόταν ψηλά και ο αέρας το έκανε αμέσως αφρό σταγόνες πυγολαμπίδες και το κουβαλούσε για δέκα μέτρα προς το φαράγγι. Αυτά τα παρατήρησα μετά. Τώρα βρισκόμαστε στη στιγμή που νομίζω ότι κοίταξα τη στιγμή που συνέβη. Ο ήλιος είναι πίσω μου. Σηκώνω τα μάτια προς την εσοχή, ένας πίδακας αφρού: ένα διαγώνιο ουράνιο τόξο. Εφτά μέτρα κοντά μου. Όταν αντικρίζεις κάτι τέτοιο εντελώς μόνος, σε ένα τόσο απάνθρωπο μέρος, μόνο τότε είσαι πραγματικά αυτόπτης μάρτυρας. Για την ακρίβεια, ένοιωσα σαν ηδονοβλεψίας. Είναι γοητευτικό: μόνος, σε ακτίνα χιλιομέτρου δεν υπάρχει άνθρωπος, ένα φυσικό φαινόμενο σπάνιο, όντως, αλλά δεν είναι κραυγαλέο, είναι ένα διαγώνιο ουράνιο τόξο μήκους δύο μέτρων που διαρκεί ένα δευτερόλεπτο, είναι ένα ουράνιο τόξο σεμνό, ατομικό.

Και λέω, καταπληκτικό, αυτή η εμπειρία κλείνει άψογα την πρώτη επιτυχημένη μου επίσκεψη στο Μπο, πάμε πίσω τώρα. Κάνω δύο βήματα. Και τότε ακούω μία ηχηρή ανάσα, την πιο δυνατή που έχω ακούσει ποτέ. Το αίμα παγώνει στις φλέβες μου, δεν έχω καν χρόνο να σκεφτώ ότι είναι κλισέ. Με την επόμενη ανάσα καταλαβαίνω: υπάρχει ένα σπάσιμο στο βράχο, στην πάνω πλευρά του, στο έδαφος που πατάω εκείνη τη στιγμή, και μέσα είναι κούφιος και τρυπημένος διαμπερώς, η ανάσα είναι ο ήχος των κυμάτων που στριφογυρίζουν εκεί μέσα, και ακούγεται σαν γιγάντιο ξύλο της βροχής. Σκέφτηκα πώς θα ήταν να βρίσκομαι πάνω σε ένα φυσητήρα. Να κάνει μία έτσι και να πάει στα βαθιά. Ίσως ακούγεται χαζό, αλλά φοβήθηκα. Δεν αφορούσε κάτι απτό. Δεν ήταν ο ίλιγγος πάνω από ένα γκρεμό. Ούτε ο καρχαρίας μέσα στο ενυδρείο. Ούτε ο ξένος που σε σταματάει και σου ζητάει τα λεφτά ή τη ζωή σου. Ήταν ένα άλλο είδος φόβου. Τώρα μόνο συνειδητοποιώ ότι ο φόβος δεν είναι μοιρολόι, αλλά πρόληψη. Αυτός που ένοιωθα δεν ήταν πρόληψη. Έμοιαζε με ακραία υπόθεση: ήταν ο ίλιγγος πάνω από ένα μυστηριωδώς μοναχικό σκαλοπάτι, ο καρχαρίας κάτω από το κρεβάτι, μία γριούλα που μοιάζει ικανή να σε σταματήσει και να σου ζητήσει τα λεφτά ή τη ζωή σου – και να πάρει όποιο της δώσεις. Ήξερα ότι δεν είχε βάση, είχα βρει την εξήγηση του ήχου, ήταν ξεκάθαρη και απλή, κι όμως δεν μπορούσα να τον καταπολεμήσω. Φυσικά δεν υπήρχε πανικός, ούτε και υστερίες, δεν έκανα μορφασμούς. Ήταν ένας ήρεμος φόβος. Δε θυμάμαι αν το καταλάβαινα εκείνη τη στιγμή, αλλά τώρα είμαι βέβαιος για τη ρίζα του: ο ήχος με έκανε να νοιώθω ότι εκεί μέσα υπήρχε κάτι ζωντανό, ή, όπως περιέγραψα πριν, ότι ήταν η μύτη κάποιου, της γης, το ρουθούνι του Μπο. Με λίγα λόγια: δεν ήταν ο φόβος για κάτι που θα μπορούσε να συμβεί, αλλά το ακριβώς αντίθετο, για κάτι που δε θα μπορούσε ποτέ να συμβεί, ο φόβος για κάτι που αν μπορούσε να συμβεί θα ήταν πολύ τρομακτικό, ο φόβος απέναντι στο μαγικό. Το θυμάμαι, εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα ότι κάπως έτσι ξεκινάνε τα φαντάσματα και οι δοξασίες και οι θρύλοι. Το απίθανο είναι αυτό που μας τρομάζει περισσότερο. Επιπλέον, ο άνθρωπος δεν ερεθίζεται μόνο από αυτό που τον φοβίζει και από αυτό που δεν υπάρχει, αλλά και από τον ίδιο το φόβο. Με το ένα μάτι του μυαλού μου παρακολουθούσα το φόβητρο, με το άλλο, ταυτόχρονα και χωρίς να το θέλω, έκανα ενδοσκόπηση, γνωριζόμουν με το φόβο μου και κατ’ επέκταση με τον εαυτό μου. Από τη μία σκεφτόμουν ότι όπως ένας νεκρός άνθρωπος προκαλεί μεταξύ άλλων φόβο, έτσι και η άψυχη ύλη όταν μοιάζει ζωντανή. Από την άλλη, με μαγνήτιζε το συναίσθημα. Απόκοσμο, φρικιαστικό, μία άρρωστη ευχαρίστηση, προφανώς για τη μοναδικότητα και αυτού του φαινομένου, και ταυτόχρονα δυσφορία, η οποία με έκανε να φύγω πιο σύντομα απ’ όσο θα περίμενα από τον (συνήθως φιλοπερίεργο) εαυτό μου.

Το να μιλήσω για την ανάβαση και την κατάβαση στον Ποταμό είναι περιττό. Όχι βαρετό, ούτε αδιάφορο, αλλά δεν έχει σχέση αυτή τη στιγμή. Ορίστε, μάζεψα καμιά εικοσαριά κουκουνάρια για το φούρνο, και έξι ξύλα, τα δύο εκ των οποίων δε χώρεσαν στην τσάντα και έμειναν στα χέρια μου, το ένα σαν μικρό τόξο και το άλλο μακρύ σαν ραβδί περπατήματος αλλά λυγερό και με μια διχάλα στη μέση. Περπατούσα κι ένοιωθα σαν τον Γκάνταλφ, παρόλο που ο Γκάνταλφ δεν έχει τόξο και το ραβδί του δεν έχει διχάλα. Λίγο πριν τον Ποταμό πέτυχα την Κατερίνα και το Φαντομά να ανηφορίζουν. Μετά από λίγο το Γάλλο. Έφτασα την κατάλληλη στιγμή στην καβάτζα: όσοι ήταν κάτω τα μάζευαν όπως όπως και θα ξεκινούσαν προς τα πάνω για φαγητό. Και αυτό που πίστευα ότι θα ήταν ένα ανεμοδαρμένο μεν αλλά ήρεμο απόγευμα στην παραλία, ότι θα έκανα το πρώτο τσιγάρο της ημέρας, ότι μπορεί να δοκίμαζα να παίξω με τα κύματα στα πολύ ρηχά, (ας μην το ξεχνάμε, σήμερα είναι η μέρα που φυσάει και κυματίζει μανιωδώς), να κάνω μία βόλτα στο φαράγγι για μια κατάθεση που κουβαλούσα (παραδόξως χωρίς ενοχλήσεις) ήδη δύο μέρες, κατέληξε με άλματα στο να μαζέψω όλα μου τα πράγματα και, είκοσι λεπτά αφού έφτασα, να φύγω οριστικά.

Ένοιωθα πανικό με αυτή την ξαφνική τροπή. Πηγαινοερχόμουν στην παραλία αλλόφρων, που λέει ο λόγος, μαζεύοντας τα πράγματά μου από τρία διαφορετικά σημεία (ευτυχώς δεν είχα στήσει τη σκηνή), σίγουρος ότι θα ξεχάσω κάτι (και αυτά που ξέχασα ήταν να μαζέψω τα διαλυμένα μου πέδηλα, τα οποία ελπίζω να μαζεύτηκαν από κάποιον, χθες ή το πρωί, πριν να τα καταπιεί η θάλασσα, και το πιρούνι μου, το οποίο δε βρήκα αμέσως και προτίμησα να το αφήσω για να μη χάσω χρόνο), και φυσικά, για να γίνει ακόμα πιο αγχωτική η κατάσταση, χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο Ιάσονας που ήταν η Ελεωνόρα που μου ζήτησε αν μπορώ να τους πάω πάνω τους υπνόσακούς τους για να διανυκτερεύσουν στο λιμάνι και να στείλουν το χαλασμένο αυτοκίνητο στα Σφακιά με το έκτακτο πρωινό πλοίο, αυτό με το οποίο έφυγα τελικά. Πήγα μέχρι την καβάτζα τους, την οποία χρειάστηκε να μου περιγράψει αφού δεν είχα ιδέα πού ήταν, πήγα εκεί, πίστεψα ότι τη βρήκα, έχασα την πίστη μου, έκανα ένα γύρο γύρω από τον κέδρο, «σαν διάδρομος» είχε πει, μπήκα ξανά από ένα δεύτερο σημείο που έμοιαζε με διάδρομο, έβγαλα ένα παράπονο για το στρίμωγμα των απαιτούμενων πράξεων, κάτι σαν «γιατί όλα τώρα ρε πούστη μου», και την ίδια στιγμή συνειδητοποίησα ότι ένα (γέρικο;) ζευγάρι βρισκόταν σε μια καβάτζα λίγα μέτρα πιο πέρα και έπαιζαν κάποιο επιτραπέζιο, λέω εντάξει, κι αν δεν είναι η δική τους δεν έγινε και τίποτα, θα κοιμηθούν ένα βράδυ σε ξένα σλήπινγκ μπαγκ, παίρνω τους δύο υπνόσακους, αναρωτιέμαι για λίγο αν έχουν θήκες αλλά μου μοιάζουν πολύ προφέ, ταιριαστοί με τη σκηνή, και υποθέτω ότι ανήκουν σε μια φυλή υπνόσακων που αγνοώ, ότι τυλίγονται και κρύβονται μέσα στον εαυτό τους, ξαναφτάνω στην κεντρική καβάτζα, με βλέπει ο άλλος Ιάσονας, του εξηγώ τι συμβαίνει και τον ρωτάω αν ξέρει να «κλείνει τέτοια σλήπινγκ μπαγκ» και μου λέει, φυσικά, πού είναι οι θήκες. Προφανώς. Ευτυχώς προσφέρεται να πάει να τις φέρει εκείνος. Στο μεταξύ μαζεύω και τα τελευταία δικά μου πράγματα, έρχεται ο Ιάσονας και τον βοηθάω να τα μαζέψει. Είμαι έτοιμος. Οι υπόλοιποι όχι και τόσο. Ξεκινάω την ανάβαση μόνος.

Αυτή η καταγραφή ολοκληρώνεται απότομα, όπως και η παραμονή μου σε αυτό τον ιερό τόπο: όσο ανέβαινα το μονοπάτι, λαχανιασμένος, κάθιδρος και απερχόμενος, έριχνα κάθε τόσο ματιές προς την πλευρά του Ποταμού, όπου η φύση συνεχιζόταν σαν να μην υπήρξα ποτέ, και σκεφτόμουν κάτι που σκέφτομαι σχεδόν πάντα, με ένα κόμπο στο στομάχι και ένα δάκρυ στο μυαλό,  όταν αποχαιρετώ ένα τόπο ή έναν άνθρωπο: ίσως είναι η τελευταία φορά που σε βλέπω.

Επίλογος

Αυτό ήταν το πιο μακρύ ταξίδι επιστροφής. Και τώρα που το σκέφτομαι: όχι μόνο από τη Γαύδο, αλλά και γενικώς. Είκοσι τέσσερεις ώρες. Αν και τώρα που το ξανασκέφτομαι, η επιστροφή με το αυτοκίνητο από το Λονδίνο το 1997 (προφανώς δεν οδηγούσα εγώ) πρέπει να διήρκεσε περισσότερο. Όπως και να ‘χει. Είκοσι τέσσερεις ώρες από τη στιγμή που ανέβηκα στο πρώτο καράβι μέχρι που ξεκλείδωσα το σπίτι μου. Ή τριάντα εφτά, αν συνυπολογίσουμε ότι τα μάζεψα και έφυγα από τον Ποταμό έντεκα ώρες νωρίτερα (κοιμήθηκα, ας πούμε, στο λιμάνι), το απόγευμα της Κυριακής. Επιπλέον, αυτή τη στιγμή, τώρα, που κάθομαι στο γραφείο μου και γράφω (Τρίτη 15 Αυγούστου, 21:12), έχω ακόμη το τζετ λαγκ που χαρακτηρίζει τα ταξίδια από και προς Γαύδο. Είναι κι αυτό μέρος του ταξιδιού.

Ήταν αρκετά αυτά που έζησα για πρώτη φορά: πρώτη φορά έμεινα στον Ποταμό, πρώτη φορά έφαγα σαλιγκάρι, ένα άλλο που τώρα μου διαφεύγει και άλλα πολλά μικρότερης σημασίας. Αλλά κυρίως: πήγα στο Μπο. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι αυτό είναι το πιο μεγάλο ταξίδι που έκανα ως τώρα στη ζωή μου: μου πήρε έξι χρόνια. Όλον αυτό τον καιρό, όλα όσα έκανα, τα βήματα μέχρι την κουζίνα για νερό, η λαϊκή του Σαββάτου, οι σκάλες του μετρό, μια μεταμεσονύκτια επιστροφή στο σπίτι, όλα, αποτελούσαν συνέχεια εκείνων των βημάτων που με πήραν από τον Πύργο, με πήγαν τόσο κοντά του μια αυγουστιάτικη μέρα του 2011 και με απομάκρυναν αμέσως, ήταν βήματα απαραίτητα, που έπρεπε να γίνουν για να καταφέρω το 2017, επιτέλους, να φτάσω στο Μπο.