Σάββατο 23 Απριλίου 2016

Το βραδινό στερέωμα της θάλασσας




Η επιφάνεια της θάλασσας είναι ο ουρανός του βυθού. Λίγα πλάσματα του βυθού ξέρουν ότι υπάρχει κάτι πίσω από αυτό το λικνιζόμενο παραπέτασμα, το καθένα με διαφορετικό τρόπο. Τα δελφίνια συνηθίζουν να παίζουν, και τους αρέσει πολύ να κάνουν άλματα έξω από το νερό. Οι άνθρωποι το θεωρούν φυσικό, θεωρούν ότι είναι ένα κοινό άλμα, αλλά το άλμα των δελφινιών δεν έχει καμία σχέση με το ανθρώπινο. Ο άνθρωπος πηδάει εν στάσει, απογειώνεται αλλά δεν πηγαίνει πουθενά, απλώς βρίσκεται για μια στιγμή ελάχιστα ψηλότερα μέσα στον αέρα που περιβάλλει τη γη, και αποκτά μία εξίσου ελάχιστα γενικότερη θέα του οπτικού του πεδίου. Δεν τρυπάει την ατμόσφαιρα, δεν ξεπερνάει τον ουρανό, δε διασχίζει τη νύχτα. Επιστρέφει αμέσως στη θέση του. Το δελφίνι επιστρέφει επίσης στη θέση του, αλλά μέσα στο χρόνο που λείπει, έχει βρεθεί σε έναν άλλο κόσμο. Γι’ αυτό, το άλμα του δελφινιού παρομοιάζεται καλύτερα με τη βουτιά του ανθρώπου. Και όπως ο άνθρωπος που βουτάει στη θάλασσα συνηθίζει να κοιτάζει κάτω, το βυθό, γιατί αυτό σηματοδοτεί τα απώτερα όρια του κόσμου στον οποίο εισέρχεται σχεδόν λαθραία, έτσι και το δελφίνι στρέφει την προσοχή του προς τα πάνω. Υπάρχει κάτι που του τραβάει την προσοχή, και αυτό είναι, φυσικά, ο ήλιος. Βεβαίως, έχει εκ των προτέρων μία αμυδρή υποψία ότι κάτι υπάρχει πίσω από την επιφάνεια, γιατί βλέπει τη φωτεινή κηλίδα και μέσα από το νερό, αλλά ξαφνικά τα μάτια του βλέπουν με μία παράξενη καθαρότητα, αντιστρόφως ανάλογη με τη θολότητα που συναντούν οι άνθρωποι όταν βουτούν. Ίσως γι’ αυτό τους αρέσει τόσο πολύ να πηδούν έξω από το νερό. Γιατί παθαίνουν ό,τι θα πάθαιναν οι άνθρωποι αν μπορούσαν να κοιτάξουν πίσω από τον ουρανό. Με ένα μικρό αλματάκι. 

Λίγα πλάσματα του βυθού έχουν την ευκαιρία να βιώσουν κάτι τέτοιο. Υπάρχουν οι ξιφίες και τα μάρλιν. Για αυτά τα πλάσματα ισχύει ό,τι και για τα δελφίνια. Οι κοντινοί συγγενείς των δελφινιών όμως, τα μεγάλα κήτη, βρίσκονται σε ένα θλιβερό, ενδιάμεσο στάδιο. Παρόλο που μπορούν να κάνουν μεγάλα άλματα έξω από το νερό, δεν κατέχουν πείρα ισάξια αυτής των εξαδέλφων τους γιατί τα μάτια τους είναι τοποθετημένα τόσο μακριά και χαμηλά στα κεφάλια τους, που δεν καταφέρνουν να κοιτάξουν τον ήλιο και τον ουρανό παρά μόνο πλάγια, και εξ ορισμού με ένα μόνο μάτι. Από την άλλη, οι πιγκουίνοι, οι θαλάσσιοι ελέφαντες και οι φώκιες θα πρέπει να θεωρηθούν πλάσματα της στεριάς που χρησιμοποιούν το νερό, και όχι το αντίθετο.
          
Ένα άλλο παράδειγμα είναι οι θαλάσσιες χελώνες. Θα έλεγε κανείς ότι καταφέρνουν να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα πληρέστερα λόγω διαφορετικού βιορρυθμού, λόγω μιας σοφίας που πηγάζει ακριβώς από τη μακροζωία τους, αλλά εκτός αυτού, ασχέτως αυτού, επιπλέον, παρόλο που δεν μπορούν να αποχωριστούν τον υδάτινο κόσμο τους τόσο θριαμβευτικά όσο τα δελφίνια, η περίπτωσή τους υπερισχύει σε διάρκεια, αγγίζει τη μονιμότητα, και σε αυτό παίζουν ρόλο η θέση των ματιών τους και ο τρόπος με τον οποίο κολυμπούν. Η επαφή τους με τον υπερεπιφάνειο κόσμο διαρκεί όσο θέλουν εκείνες. Εξάλλου, έχουν το προνόμιο να γεννούν και να γεννιούνται σε εκείνο τον άλλο κόσμο. Και έτσι, θέτουν ένα αίνιγμα για τους συμπατριώτες (ή ίσως συντοπίτες καλύτερα) τους: από πού έρχονται αυτά τα πλάσματα με το μισό όστρακο;
          
Και εκτός όλων αυτών, υπάρχουν και οι άλλες περιπτώσεις, τα άτυχα, ή πολύ εκλεκτά, πλάσματα του βυθού, που αναλαμβάνονται εις ουρανούς από αόρατα νήματα, από σχοινιά με συμμετρικά επαναλαμβανόμενα σχήματα, από πράσινες δέσμες φωτός. Αυτά μαθαίνουν τι υπάρχει από πίσω λίγο πριν πεθάνουν. Γίνονται η τροφή πλασμάτων που δεν έμαθαν ποτέ ότι υπάρχουν. Ανοίγω μια κονσέρβα τόνο για να φτιάξω μια σαλάτα, δίνω λίγο και στο γάτο μου. Ο τόνος δεν ξέρει ποιος, ο γάτος μου δεν ξέρει ποιον. Αντίστοιχα, ο ελέφαντας δε διανοείται το νάρβαλ, ο αχινός το πούμα, η στρουθοκάμηλος το καλαμάρι, (ωστόσο η αρκούδα το σολομό και ο γλάρος τη μαρίδα), το σιτάρι το χαβιάρι, όμως, ενώ όλοι είναι απασχολημένοι με κάτι άλλο, να ένα καβουράκι που καταφτάνει απαρατήρητο στα βράχια για τις καθημερινές του διακοπές. Περπατάει πλαγίως στην παραλία και χαζεύει τις πεταλούδες. Παρατηρεί τον άλλο κόσμο με τα χεράκια του σηκωμένα ψηλά, διατηρώντας μια αμυντική στάση μποξέρ, με γάντια κοφτερά, θα έλεγε κανείς σαν τυφλός που ανακατεύει τον αέρα από ανασφάλεια.
           
Αυτά συμβαίνουν τη μέρα. Η νύχτα έχει τις δικές της διαφάνειες. Το βραδινό στερέωμα της θάλασσας είναι πολύ πιο στενό από το στεριανό, και θα μας φαινόταν αστείο, επειδή γνωρίζουμε την αλήθεια, αλλά τα ζώα του βυθού που διψούν για γνώση, πιστεύουν ότι τα φώτα που προκαλεί ο άνθρωπος στην επιφάνεια της θάλασσας, με πυροφάνια, με τα φώτα των βραδινών πλοίων και των φάρων, είναι αστέρια ή φεγγάρια, εν ολίγοις σώματα που κινούνται σε απροσπέλαστα ύψη. Οι αστρονόμοι του βυθού φτιάχνουν θεωρίες για την κίνηση αυτών των σωμάτων, προσπαθούν να υπολογίσουν τις αποστάσεις και τις περιόδους, αλλά αρκεί μία διακοπή ρεύματος, αρκεί να αλλάξει ένα δρομολόγιο για να διαψευστούν, αρκεί να παρατηρήσεις το βραδινό στερέωμα του βυθού από λίγο πιο πέρα, και η θεωρία καταρρίπτεται.

Κυριακή 10 Απριλίου 2016

Το κακώς κείμενο





Φέτος είναι η παγκόσμια μέρα χωρίς κτητικές αντωνυμίες. Η μέρα που εξαντλήθηκαν τα λογοπαίγνια. Δυσοίωνα πράγματα, μακάρι αύριο κάτι μακάβριο να μη συμβεί. Κάτω από έναν οριζόντιο τοίχο, ξαπλωμένος στο τριθέσιο παγκάκι μου, μετράω το χρόνο σε σβησμένα τσιγάρα (τα σβήνω στη γλώσσα του φιδιού) και η υπερέντασή μου αγγίζει τα 180 bpm: ανάμεσα στους κρίκους του νοητικού μου τραυλίσματος καταναλώνω συνταγογραφημένα δράματα και σ’ όλα τα φλιτζάνια βλέπω θάνατο. Έχω τόσο κακή όραση, που χωρίς τα γυαλιά μου δεν μπορώ να δω ούτε τα γυαλιά μου. Κάθε μέρα, έχω κακά και κακά νέα, μου λέει η σιωπή. Παραμιλάω, παρακούω, παραβλέπω: οι τρεις βασικές παραισθήσεις. Και τα βράδια, κάτω από την κουβέρτα χωρίς σεντόνι, το λυπητερό μου είναι τραγούδι. Θάλαμος αερίων το κεφάλι μου, ένας λαβύρινθος από αδιέξοδα. Χωρίς κάδρο, με κοιτάζεις με μάτια τόσο αιχμηρά, που οι βλεφαρίδες σου μοιάζουν με δόντια. Ξέρω ότι δεν είναι δυνατόν, αλλά νοιώθω πως έχω να σε δω διπλάσια χρόνια απ’ όσα σε ξέρω. Η μνήμη θα έπρεπε να συγκαταλέγεται στις αισθήσεις. Προσπαθώ να αγγίξω ξανά το απώτερο τώρα: καλύτερα νεκρός παρά ποτέ. Η αφή είναι η μόνη αίσθηση που δε φθίνει, αλλά είμαι μόνος και δε θα μου έφτανε ένας χειμώνας για να σε αγκαλιάσω, γι’ αυτό κατεβάζω τις καλοκαιρινές λέξεις από το πατάρι, μόνο και μόνο για να θυμηθώ τις πρώτες συλλαβές. Υπάρχει χρόνος και ώρα, υπάρχει χώρος και τόπος. Ξεκινάω για ένα εγχείρημα που θα πιάσει τόπο ή πάτο: ο γύρος του κόσμου πριν γεννηθείς, ο κύκλος του τετραγώνου χωρίς προμήθειες.

Μπορεί να είναι μάταιο. Σαν να κλέβεις ή να βρίσκεις μια αρμαθιά κλειδιά που δεν ξέρεις τι ξεκλειδώνουν. Ίσως κάθε κλειδαριά, ίσως είναι μια πασπαρτούζα. Το φως σκοτεινιάζει το πρόσωπό μου, η αντηλιά δίνει άλλοθι στο πάντα καχύποπτο βλέμμα μου. (Αν υπάρχει ταχύτητα του φωτός, τότε πρέπει να υπάρχει και ταχύτητα του σκότους). Μου αρέσει να σταματάω ανθρώπους που κάνουν τζόγκινγκ για να τους ρωτήσω αν έχουν αναπτήρα, αλλά δεν το έχω κάνει ποτέ. Δυστυχώς, είμαι ο λάθος άνθρωπος για αυτή την ιδέα. Αλητεύεις άπλυτος, άλουστος απλουστεύεις ένα άλυτο πρόβλημα, σου αρέσει να βιάζεσαι, (εκτός από όταν κατουριέσαι), αλλά το γάβγισμά σου είναι βρεγμένο σπίρτο, καλέ μου άστεγε, σταμάτα λοιπόν να τρέχεις πίσω από τα αυτοκίνητα. Είναι καλύτερα να προλάβεις την αποτυχία, παρά να μην προλάβεις την επιτυχία. Γι’ αυτό ανεβαίνω το λόφο που δεν έχει κορυφή, και ανακαλύπτω το πιο όμορφο παγκάκι στο λεκανοπέδιο. Ευχαρίστως θα σου το έσπαγα στο κεφάλι. Αναρωτιέμαι πού να είσαι τώρα, μέσα στη ζακέτα μου, είναι η μοναδική απάντηση που μπορώ να φανταστώ, πόσο πεζός. Απερίγραπτα. Όμως όταν λες ότι κάτι δεν περιγράφεται, ε, τελικά το περιγράφεις. Νέος προορισμός λοιπόν, καλήν καλώς, το δέντρο της πόλης. Στιγμές λεωφορείου, ώρες ενδοσκόπησης. Έξω από το παράθυρο, κωπηλασία σε ποτάμι με μία μόνο όχθη.

Το άλογο, ξαπλωμένο κάτω από το δέντρο, με ένα μήλο στο χέρι, (όχι), νοσταλγεί τις μέρες που ήταν ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου, ενώ δίπλα του ο θαλάσσιος ελέφαντας, ο θαλάσσιος λέων και ο ιπποπόταμος, σημαιοφόροι όλοι του είδους τους, ακολουθούν, έκαστος, κάποια αδίστακτη τακτική για να σημαδεύσουν και να σημειώσουν την αντίφαση που ροκανίζει τη ρίζα της ύπαρξής τους. (Ο ιππόκαμπος είναι ξ, αλλά δεν το ξέρει). Σε απόσταση μικρότερη απ’ όση μπορώ να αναλογιστώ, με έναν πιστό για λεία, οι αράχνες, περήφανες και σίγουρες για τη διακριτικότητα της νίκης τους, γελούν και ποδοκροτούν γιατί ξέρουν ότι είναι τα χταπόδια της ξηράς. Και το μόνο που έχουν να προβάλουν τα καημένα τα καβούρια είναι η διαγώνια πορεία τους μεταξύ ορθολογισμού και φαντασιοπληξίας. Σημάδια χωρίς σημασία. Το παιχνίδι λήγει ισόπαλο 0-2. (Όμως δύο παράπλευρα ερωτήματα παραμένουν: πόσα σαλιγκάρια πήρε ο Νώε στην κιβωτό του; Και: αν τα κοτόπουλα μπορούν να προκαλέσουν σαλμονέλλα, τότε οι σολομοί;). Με το τελευταίο μου χέρι δείχνω στα παιδιά τους γλάρους που πετούν προς το βουνό. Και αφού ξεραθεί και πέσει, το κλωτσάω μέχρι τη θάλασσα.

Το 10% των ανθρώπων γεννιούνται αριστερόχειρες, 0,6% σκύλοι (συγχαρητήρια, μόλις αποκτήσατε ένα υγιέστατο κουταβάκι), και 0,03% δε γεννιούνται ποτέ. Μυξοπαναγίες, μεγάλες λιγότερο από τέσσερα χρόνια μικρότερες από μένα, που είναι προφανές πως είναι ορφανές, γλυκοκοιτάζουν τα πλάσματα με την πρόσθια ουρά (ακόμα και οι καλόγουστοι έχουν δικαίωμα, ή πρόσβαση, ενίοτε, στο κακό γούστο) παρόλο που τονίζουν ότι προτιμούν τις αγιογραφίες από τις αγγειογραφίες. Σταυροί και σάτυροι, που ομιλούν άπταιστα την προεκλογικήν, αγκαλιασμένοι σφιχτά, αισθάνονται μίσος κεραυνοβόλο βλέποντας το σατανίσκο και τη διαβολίσκη που χοροπηδιούνται και πιπιλούν από κοινού ένα γλειφιτζούρι σύφιλης. Το ότι χρειάζεται να τρώμε, με κάνει να θέλω να βάλω τα κλάματα. Δήμιοι και δέσμιοι, συνηπειρώτες κατά τα φαινόμενα, τραγουδούν χαρμόσυνες αρμονίες, πάντα κατά τα φαινόμενα. Δεν είστε πολύ καλοί στη σιωπή, τους λένε τα νούφαρα, είστε ψεύτες παρόλο που δε λέτε ποτέ ψέματα. Βοηθήστε μας, είμαστε νηφάλιοι, απαντούν εκείνοι. Μπορούν να ουρλιάξουν αλλά δεν μπορούν να μιλήσουν. Μπορούν να τρέξουν αλλά δεν μπορούν να περπατήσουν. Τι αναπηρία κι αυτή. Η αγαπημένη μου ασθένεια. Κρασί, κράμα, κράτος, κράση, κρανίο, παράτονα κοράκια με αυτοσχέδιες καταλήξεις φωνάζουν από μακριά ότι ένα εκατομμύριο επιλογές ισοδυναμούν με μηδέν επιλογ. Υπάρχουν ο ενικός και ο πληθυντικός, θα έπρεπε όμως να εφεύρουμε και τον μηδενικό αριθμό, διότι ουδέν ακριβέστερον του μηδενός. Αυτή είναι η δική μου πρόταση για το σχηματισμό του. Όλο το σύμπαν περιστρέφεται γύρω σου όταν είσαι θλιμμένος, (και όχι μόνο, παραδέξου το), ο χρονοβόρος όφις συμπεριστρέφεται με έπαρση απέναντι σε αμφιθεόφιλους, αντιαντικαπνιστές και οφθαλμαπατηλούς τυχερασιτέχνες. Δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για πολλά πράγματα. Στην πραγματικότητα, ο δίσκος είναι που περιστρέφεται γύρω από τους δείκτες (είναι μόνο ένας) του ρολογιού, και όχι το αντίθετο.

Κάποιες φορές, το να έχεις κάτι να περιμένεις, είναι πιο σημαντικό από αυτό που περιμένεις. Αυτή δεν είναι μία τέτοια. Όλοι ξερουμε πως τα γαμωσταυρίδια είναι κάτι αντανακλαστικό, όπως η προσευχή. Ειδικά όταν δεν απευθύνονται σε κανένα υπαρκτό πρόσωπο, είναι στιγμιαία mantra εκτόνωσης. Από την πλευρά της, η προσευχή απευθύνεται τυπικά σε κάποιο θεό, αλλά στην ουσία απευθύνεται αποκλειστικά στον προσευχόμενο. Τη θυμάμαι να το λέει και να το ξαναλέει, σαν όργανο σκέψης, και να σκέφτομαι, τα νιάτα δυο φορές αποκλείεται, αλλά αν αυτοκτονήσεις, (ή κάτι άλλο), τότε ναι, τα γηρατειά καμία. Να τα εκατοστίσεις, ευχαριστώ αλλά όχι, χρόνια αρκετά, η καταλληλότερη ευχή. Όμως: καταδικάζεσαι σε αιώνια ζωή, ακούω μία άγνωστη φωνή, καταδικάζεσαι σε ισόβιο θάνατο, μία εξίσου. Μην ακούς τις βλακείες τους, σε λίγο θα είναι μεθυσμένοι, σκέφτομαι, αλλά δεν τα καταφέρνω: η σειρά θα είναι τυχαία, αλλά θα χρειαστεί να ζήσεις σε όλα τα σώματα που υπήρξαν ποτέ. Και όχι μόνο εσύ. Πρέπει να συμμετάσχουν τουλάχιστον όλοι. Γι’ αυτό, από τα βοηθητικά ρήματα να προτιμάς το είμαι˙ ποτέ μη χτίζεις παλάτια στην άμμο: οι πυραμίδες στέκουν καλύτερα. Αλλά ούτε αυτό έχει νόημα. Όπως και πολλά πράγματα πριν και μετά. Ησύχασε λοιπόν, δε θα πάρεις τίποτα μαζί σου, μόνο έναν οβολό θα χρειαστείς. Έναν για κάθε θάνατο. (Η ζωή ελέγχει το μεγαλύτερο καρτέλ ειρωνείας). Σφίξε γροθιά το χέρι, πάρε μια βαθιά ανάσα, θα νοιώσεις ένα ελαφρύ τσίμπημα.

Ο έξω κόσμος είναι πια κλεισμένος πίσω από την πόρτα μου. Αλλά κι αν κλείσει η πόρτα, η μουσική μπαίνει από το παράθυρο. Τον τελευταίο καιρό συνθέτω πάντα το ίδιο κακώς κείμενο. (Είναι η τρίτη φορά). Ζωγραφίζω το πορτραίτο του ακέφαλου καβαλάρη, προσπαθώ να φτιάξω το πρώτο μουσικό όργανο που δεν παράγει ήχο. Αλλά δεν τα καταφέρνω, οι δεξιότητές μου δε διεκδικούν κανένα αριστείο. Μερικές φορές θαυμάζω τους ανθρώπους που προσπαθούν να εκφράσουν το ανώφελο (είμαι ο μεγαλύτερος θαυμαστής του εαυτού μου). Ο έρωτας είναι επένδυση στον πόνο, μικρό μου, να το θυμάσαι. Αυτό που συμβαίνει είναι αφόρητο, αλλά η λέξη αφόρητος δεν είναι αντίθετη της λέξης φορητός, φυσικά, αφού τον φέρω όπου κι αν βρίσκομαι. Και δε χρειάζεται καν να πούμε ότι δε χρειάζεται καν να πούμε ότι για να πιεις νερό σε ποτήρι χρειάζεσαι δύο πράγματα – ίσως τέσσερα τελικά, αλλά τα δύο εννοούνται (το θέμα είναι ποια δύο). Ξεπέρασέ την πια αυτή τη λόξα, σταμάτα να κυνηγάς ουράνια τόξα, ακούγεται κάποιος, και είναι ο ίδιος κάποιος που μου προτείνει τα πόδια μου να δέσω μεταξύ τους, αλλά δεν τον ακούω, γιατί εμείς είμαστε ένα ζευγάρι παπούτσια, ή δύο, και τα κορδόνια μας πιασμένα χέρι-χέρι χορεύουνε σε κύκλο μέσα στο νερό. Τι ειρωνεία, πρώτα ανακαλύφθηκε η άνωση, (ακόμα και η Αμερική), και μετά η βαρύτητα. Αλλά αφού μπορούμε και αιωρούμαστε μέσα στο νερό, γιατί να μην μπορούμε, έστω, να κολυμπήσουμε στον αέρα; Ξέρεις, μου αρέσει να ταξιδεύω επειδή μου αρέσει να επιστρέφω, αλλά όσο δεν έχω αφετηρία, το χάος συνεχίζει να κάθεται στο τελευταίο θρανίο της τάξης.