Ποιος νομίζεις ότι
είσαι; Μία ερώτηση που τίθεται αρκετά συχνά, και πάντα με επιθετική διάθεση. Θα
απαντηθεί, με κάποιο τρόπο θα απαντηθεί, και η διάθεση θα είναι αντεπιθετική. Αν
όμως δούμε το θέμα πιο ψύχραιμα, για την ακρίβεια αν παραβλέψουμε το θέμα που προκάλεσε
τη διαμάχη, και εστιάσουμε ξεκάθαρα στην ερώτηση, αγνοώντας την απαξίωση που ακούμε
ακόμα στη φωνή που την πρόφερε και που δεν ακούγεται πια, θα αντιληφθούμε ότι είναι
πράγματι μία πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Αν προσπαθήσουμε να συγκρατήσουμε την παρόρμηση
να αντεπιτεθούμε, μπορεί να μας ξεφύγει μία εύστοχη αλλά ακόμη εν θερμώ δήλωση,
όπως: σίγουρα όχι κάποιος άλλος. Ή μία παρομοίως αξιολογούμενη αντερώτηση, όπως:
κι εσύ, ποιος νομίζεις ότι είμαι; Αν όμως καταφέρουμε να τιθασεύσουμε πλήρως τα
συναισθήματά μας, τότε μπορεί να μουρμουρίσουμε, ακόμη και να αναρωτηθούμε πραγματικά:
αλήθεια, ποιος νομίζω ότι είμαι; Και δε θα είναι μία διερώτηση συνοδευόμενη από
τη νοερή συνέχεια «εγώ, που θα πω στους άλλους πώς να συμπεριφέρονται» ή «εγώ, που ζητάω παράλογα πράγματα» ή «εγώ, που νομίζω πως οι άλλοι
οφείλουν να κατανοούν τον τρόπο με τον οποίο λέω όσα λέω», αλλά μία ειλικρινής, υπαρξιακή
ερώτηση.
Περνάμε μεγάλο μέρος
του χρόνου μας γνωρίζοντας ότι είμαστε, αλλά αποφεύγουμε να βγάλουμε συμπεράσματα.
Σαφώς, ξέρουμε πού πήγαμε, τι κάναμε και τι είδαμε, αλλά οι σκέψεις που κάνουμε
όταν μένουμε μόνοι μοιάζουν με σημειώσεις που κρατάμε για ύστερη χρήση, είναι καταχωρίσεις
σε ένα ημερολόγιο που ξεφυλλίζουμε σποραδικά αντί να το διαβάζουμε κάθε μήνα προσπαθώντας
να το στύψουμε από τις περιττές λέξεις και να φτιάξουμε επικεφαλίδες που συνοψίζουν
σελίδες ολόκληρες. Όλες αυτές οι πληροφορίες, και το γεγονός ότι χρησιμοποιούνται
χωρίς μέθοδο, μας οδηγούν σε συμπεράσματα ουσιώδη, αλλά αυτονόητα: ότι δεν είμαστε
κάποιος άλλος. Πράγματι, μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο με αρκετή βεβαιότητα. Δεν
είμαστε η κυρία που περνάει το δρόμο, το πρόσωπο στην οθόνη, ο εργάτης που σφυρίζει
στον τέταρτο. Είμαστε το μυαλό και το σώμα που περιφέρουμε, αυτό που δεν μπορούμε
να αποχωριστούμε. Ούτε καν όταν κοιμόμαστε. Χρήσιμο συμπέρασμα, σίγουρα ένα πρώτο
βήμα, και ο εαυτός μας ακολουθεί κατά πόδας.
Όντως, αν γίνει με
τον κατάλληλο τρόπο, είναι μία καλή ερώτηση: κι εσύ, ποιος νομίζεις ότι είμαι. Υπάρχει
το ενδεχόμενο κάποιος να γνωρίζει καλύτερα από εμάς ποιος είμαστε, όμως δε θα μπορέσει
ποτέ να μάθει πώς ακριβώς είναι να είμαστε αυτός που είμαστε. (Και αυτό είναι μία
μορφή υπαρξιακής αιωνιότητας, ή ίσως, καλύτερα, η μεγαλύτερη απόσταση που υπάρχει).
Ωστόσο, είναι καλό να ζητάμε μία δεύτερη γνώμη. Άλλωστε, εδώ που βρεθήκαμε δε θα
καταφέρουμε για τίποτα να είμαστε σίγουροι. Είναι καλό λοιπόν να συζητάμε με τους
άλλους και να λαμβάνουμε υπόψη την άποψή τους για το ποιος είμαστε. Μπορεί να είμαστε
κάτι που δεν είχαμε σκεφτεί.
Και υπάρχουν μερικές
στιγμές που νοιώθουμε σαν συντηρητής, ελεγκτής, λογιστής. Γενικός διευθυντής. Αλλά
ούτε και αυτό το τελευταίο μας ικανοποιεί. Μια αναγκαστική υιοθεσία κι εμείς ο κηδεμόνας
μίας οντότητας που δεν καταλαβαίνουμε και ούτε μπορούμε να ελέγξουμε πλήρως. Είναι
μεγάλη ευθύνη το να υπάρχεις, τι σκέψη. Αλλά κάποια στιγμή χαλαρώνουμε, δεχόμαστε
τα δεδομένα ή τα μεταπλάθουμε για αυτό το σκοπό, και παραδεχόμαστε ότι δεν μπορούμε
να γνωρίζουμε τίποτα ολοκληρωτικά, ούτε καν το σώμα μας, πόσο μάλλον το μυαλό μας,
γι’ αυτό παίρνουμε απόφαση ότι είμαστε εδώ για να παρατηρήσουμε, να πειραματιστούμε
και να μάθουμε. Όχι ως μονάδα, στην οποία ούτως ή άλλως μπορούμε να αναχθούμε από
προσωπική επιλογή ή σύμφωνα με κάποια λογικοφανή θεωρία, αλλά ως ο φερόμενος αυτής
της μονάδας, αυτός που μέσα από μια οθόνη βλέπει όσα καταγράφει η κάμερα στο μέτωπο.
Και καταλαβαίνουμε ότι δεν είμαστε ούτε η σάρκα ούτε αυτό που ονομάζεται πνεύμα,
αλλά οι πράξεις μας: είμαστε οτιδήποτε γνωστοποιείται με κάποιο τρόπο, οτιδήποτε
βγαίνει από τα όρια του κρανίου μας. Όμως υπάρχει κάτι που σκέφτεται πριν προλάβουμε
να το συνειδητοποιήσουμε ή να μάθουμε το νόημα της σκέψης. Διαχειριζόμαστε προδιαγεγραμμένες
αντιδράσεις, σκέψεις, κινήσεις. Νομίζουμε ότι τις προκαλούμε, αλλά στην πραγματικότητα
τις υφιστάμεθα.
Υποκείμενα, είμαστε
τα αναγκαία για να συμβούν τα πράγματα: να ζωγραφιστούν οι πίνακες, να ταξιδέψουν
οι ιδέες και οι πύραυλοι, να γίνουν τα λεφτά, να ακουστεί η μουσική, το κομπρεσσέρ
και το φουγάρο του καραβιού, απλοί μεσάζοντες ώστε να δαμαστεί ο ελέφαντας, η φωτιά
και το χωράφι, να σταλούν οι λογαριασμοί και οι ευχές, να φθαρεί επιπόλαια η επιδερμίδα
του πλανήτη, να χρονομετρηθεί το φως, ο Μπολτ, το πιο αργό εξπρές του κόσμου, επεξεργαστές
αέρα, βιταμίνης C και πρωτεϊνών, παραγωγοί ορμονών, τοποθετημένοι εδώ
για να ονομαστεί μπουκάλι, ήλιος, χάρη, και για να νομίζουμε ότι είμαστε ο εγκέφαλος
ενώ είμαστε τα χέρια, ότι είμαστε το φαγητό ενώ είμαστε η κατσαρόλα, ότι είμαστε
η ποίηση και όχι η σελίδα.
Άλλος ένας συλλογισμός που δεν μπορεί να καταλήξει πουθενά γιατί άλλες φορές
αντιφάσκει και τις υπόλοιπες ακυρώνεται από την ίδια του τη ματαιότητα. Ένα εγκεφαλικό
δευτερόλεπτο δε διαρκεί όσο ένα ωρολογιακό. Φορέας και φερόμενος δέθηκαν θηλιά.