Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι
που, όπως λέγεται, είναι μεγαλύτεροι
από τη ζωή. Ο Charlie Parker, o Kurt Cobain, o
Vincent van Gogh, αρκετοί ακόμα, όχι
πολλοί, ο καθένας μπορεί να φανταστεί
όποιους αγαπάει. Άνθρωποι ταλαντούχοι,
που όρισαν την εποχή τους ή διέπρεψαν
στον τομέα τους, ενώ ταυτόχρονα βίωσαν
πόνο και δυστυχία, ο καθένας με τον τρόπο
του, και τελικά αυτοκαταστράφηκαν, και
πάλι, ο καθένας με τον δικό του ιδιαίτερο
τρόπο. Συνηθίζουμε να λέμε για τέτοιους
ανθρώπους, τι κρίμα, αν δεν είχε τρελαθεί,
αν δεν είχε πέσει στα ναρκωτικά, αν ο
πατέρας του, οι συνθήκες, η κοινωνία˙
και ακόμα: αν είχε ζήσει ακόμα είκοσι,
τριάντα, σαράντα χρόνια, θα μας είχε
χαρίσει τόσα πολλά ακόμη, ποιος ξέρει
πόσες επαναστάσεις, πόσους δίσκους,
πόσα βιβλία, πόσους πίνακες, ω ναι,
βέβαια.
Αυθόρμητες, ανθρώπινες
σκέψεις. Επειδή όμως όταν σκεφτόμαστε
τέτοιους ανθρώπους, οι οποίοι υπήρξαν
για εμάς, ίσως, υπό κάποια έννοια, οι
καλύτεροί μας φίλοι, η σκέψη μας
καθοδηγείται περισσότερο από το
συναίσθημα παρά από τη λογική (το πού
βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα
στα δύο, και αν υπάρχει, μου είναι άγνωστο,
αλλά αυτή τη στιγμή μου είναι και
αδιάφορο). Έτσι, όντως, ο πειρασμός να
αναρωτηθούμε για το τι θα είχαν καταφέρει
αν ήταν διαυγείς, αν είχαν προλάβει να
θεραπευθούν ή να ξεκόψουν, και τι θαυμαστά
πράγματα θα είχαν συνεχίσει να προσφέρουν
στην ανθρωπότητα αν δεν είχαν
αυτοκαταστραφεί τόσο νωρίς, τίθεται με
άγνοια κινδύνου και μοιάζει πολύ λογικός.
Στην πραγματικότητα όμως κάνουμε ένα
τεράστιο λάθος: βλέπουμε ως ξεχωριστά
και αυθύπαρκτα τα προϊόντα της τέχνης
τους και αυτά που τους βασάνιζαν,
διαχωρίζουμε τον άγγελο από το δαίμονα.
Πιστεύουμε ότι ο Charlie
Parker ήταν ιδιοφυΐα ανεξαρτήτως
της εξάρτησής του, και πράγματι, σίγουρα
ήταν. Όμως όταν ακούμε τις ηχογραφήσεις
του, η βελόνα δεν κυλάει μόνο πάνω στο
ταλέντο του: ακούμε ταυτόχρονα τους
φόβους και τις αδυναμίες, την τρέλα και
την ουσία. Όλοι αυτοί οι παράγοντες μαζί
έκαναν το μυαλό του να πετάει και τα
δάχτυλά του να χορεύουν. Δε γίνεται να
διαχωριστούν, γιατί υπήρξαν κομμάτια
του εαυτού του: ήταν ο Charlie Parker. Όπως
δεν ξέρουμε τι θα συνέβαινε αν δεν
πέθαινε τόσο νέος, ομοίως δεν ξέρουμε
και τι θα συνέβαινε αν δε δηλητηρίαζε
τον οργανισμό του. Καλώς ή κακώς, δεν
έχουμε αποδείξεις για καμία από τις δύο
υποθέσεις. Έχουμε μόνο τις ηχογραφήσεις,
που αποδεικνύουν την αξία αυτού του
ανθρώπου. Επιπλέον, κανείς δε μας
διαβεβαιώνει ότι αν είχε ζήσει άλλα
είκοσι χρόνια θα συνέχιζε να μεγαλουργεί.
Και ας μην ξεχνάμε αυτό που μας έλεγαν
στο σχολείο: η ιστορία δε γράφεται με
αν.
Ας προχωρήσουμε όμως στην
ανάλυση του λάθους, ας προσπαθήσουμε
να προσφέρουμε μια λύση. Αν (ξέρω ότι
αγνοώ την άποψη που μόλις ανέφερα) δεν
υπήρχαν οι επί μέρους παράγοντες, η
ιδιοφυΐα, η τρέλα, η πρέζα, οι κακουχίες,
οι απογοητεύσεις, οι κίνδυνοι, θα
μιλούσαμε για εντελώς διαφορετικές
προσωπικότητες, χωρίς αμφιβολία. Ο
εκρηκτικός συνδυασμός αυτών των
παραγόντων, διαφορετικός για κάθε
περίπτωση, ήταν η μοναδική συνάρτηση
που θα μπορούσε να οδηγήσει στη σύντομη
ζωή που συμπυκνώνει το χρόνο, ο μόνος
τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαν να
υπάρξουν. Η ζωή που τους κληρώθηκε.
Νομίζουμε, σχεδόν υποκριτικά, ότι η
τρέλα και οι καταχρήσεις ευθύνονται
μόνο για την καταστροφή. Όμως: λαμβάνοντας
την ιδιοφυΐα ως δεδομένη, ο van Gogh δεν
πέθανε
μόνο επειδή ήταν τρελός: ζωγράφιζε
έτσι επειδή ήταν τρελός˙
ο Cobain δεν πέθανε
μόνο επειδή «μισούσε τον εαυτό του και
ήθελε να πεθάνει» (εντάξει, πιστεύω κι
εγώ ότι τον έφαγε η μέγαιρα) ή επειδή
ήταν ένας αυτοκαταστροφικός νέος που
δεν ξεπέρασε το διαζύγιο των γονιών
του: έγινε η φωνή μιας
γενιάς επειδή όλα αυτά˙
ο Charlie Parker δεν πέθανε
μόνο επειδή ήταν ένας παρανοϊκός
αλκοολικός πρεζάκιας: έγινε
ο θρύλος της bebop
επειδή ήταν ένας παρανοϊκός αλκοολικός
πρεζάκιας.
(Στις φράσεις που ακολουθούν
τις τρεις τελευταίες άνω-κάτω τελείες,
χρησιμοποιώ συνειδητά τη λέξη επειδή
αντί για το σχήμα παρόλο
που, γιατί ψάχνω για
ανθρώπους, όχι για ήρωες.)
Όσο σημαντική για το τελικό
αποτέλεσμα ήταν η έμφυτη καλλιτεχνική
ικανότητα του καθενός, άλλο τόσο ήταν
και η έμφυτη ή επίκτητη ψυχική δυσλειτουργία
και η τάση προς την κατάχρηση ουσιών.
Γι’ αυτό, ας κάνουμε ένα διάλειμμα από
τις κατά τα άλλα πολιτικά ορθότατες
θλίψη, συμπόνια, σφοδρή διαφωνία που
μπορεί γενικώς να μας προκαλούν, και ας
ευχαριστήσουμε, για μία φορά, ειδικώς,
την παράνοια, τη δυστυχία, τα ναρκωτικά,
για το ότι υπήρξαν αναπόσπαστα μέρη της
προσωπικότητας αυτών των ανθρώπων.
Μπορεί οι χι μείον ένα να βασανίζονται,
να καταστρέφονται ή να πεθαίνουν εξαιτίας
αυτών χωρίς να πραγματοποιούν τίποτα
το αξιοθαύμαστο, αλλά υπάρχει αυτός ο
ένας που ανυψώνεται σε εκείνο που κάποιοι
αποκαλούν θεϊκό. Και ναι, είναι ανθρώπινο
να πενθούμε τον άνθρωπο, αλλά είναι
ύβρις, απληστία, εγωισμός, να λυπούμαστε
για τα επιπλέον που θα μπορούσαν να μας
έχουν δοθεί. Αρκεί να νοιώθουμε ευγνώμονες
για όσα μας δόθηκαν.
Όλοι αυτοί οι ενήλικες που
δεν κατάφεραν να μάθουν πώς να μην είναι
παιδιά, που συνοδεύουν και σημαδεύουν
τις στιγμές της ζωής μας, που προκαλούν
ανάταση στην ψυχή και δάκρυα στα μάτια
μας, είναι οι ιχνηλάτες και αγγελιοφόροι
που χαρτογραφούν τη σκοτεινή πλευρά
της ανθρώπινης ύπαρξης για να φέρουν
πίσω το μαγικό φως της δημιουργίας,
είναι ο Οδυσσέας που κατεβαίνει στον
Άδη για να πάρει ένα χρησμό, ο Ενκιντού
που επιστρέφει στο νεκροκρέβατο από
έναν ονειρικό κάτω κόσμο για να περιγράψει
στον Γκιλγκαμές πώς είναι να πεθαίνεις,
και άρα να του μάθει πώς είναι να ζεις.