Το
απόγευμα της 20ης Απριλίου 2016, ημέρα Τετάρτη, πήγα στο σπίτι του
Σόρελ μαζί με τον Κάκτο. Ήπιαμε τσάι γιασεμί και φάγαμε ντόνατς κανέλλα. Ο
Σόρελ προσπαθούσε να ανεβάσει ένα σάιτ, εκνευριζόταν που δεν τα κατάφερνε, ενώ
ο Κάκτος κι εγώ είχαμε μία φιλοσοφική συζήτηση για το χρόνο, τον άνθρωπο, τη
δημιουργία και το θεϊκό στοιχείο που μπορεί να κρύβεται ή όχι πίσω από όλα όσα
μας περιβάλλουν. Όπως είναι φυσικό, δεν καταλήξαμε πουθενά, ευτυχώς. Αντιθέτως,
ο Σόρελ κατάφερε να ανεβάσει το σάιτ. Αργότερα ήρθε η Ηλέκτρα, που μόλις είχε
τελειώσει το μάθημα pole-dancing, και μετά από λίγο έφυγε μαζί
με τον Κάκτο. Ο Σόρελ θα πήγαινε στο Μεϊντάνι στην πλατεία Εξαρχείων να βρει
ένα φίλο που είχε να δει δύο χρόνια, και μου πρότεινε να πάω μαζί του. Καθήσαμε
εκεί περίπου μιάμιση ώρα πίνοντας ρακή και συζητώντας. Φύγαμε κατά τη μία, ο
Σόρελ για να πάει σπίτι και να μη φάει τίποτα, εγώ για να φάω ένα πίτα μπιφτέκι
από το Καλοψημένο και να πάω σπίτι. Πήρα το σουβλάκι και πήγα να το φάω σε ένα
παγκάκι στην Ακαδημίας, πίσω από τη Βιβλιοθήκη. Όταν είχα φάει πια το μισό,
ένοιωσα κάποιον να πλησιάζει από τα δεξιά μου. Γυναίκα, σακούλα, αβέβαιο, αργό
περπάτημα. Μου ζήτησε λεφτά. Της είπα ότι δεν είχα. Για την ακρίβεια τα είχα
υπολογίσει από πριν πάρω το σουβλάκι: είχα 4,60 για καπνό και άλλα δύο για το
σουβλάκι. Είχα και τριάντα ορφανά λεπτά, τα οποία δε θα έψαχνα σε καμία
περίπτωση, πόσο μάλλον την ώρα που έτρωγα και ήμουν λερωμένος. Έκανε δύο βήματα
μπροστά, ξανασταμάτησε και με ρώτησε αν καπνίζω. Της είπα πως μου είχε τελειώσει
ο καπνός. Το οποίο ήταν αλήθεια. Ή σχεδόν. Είδα στο βλέμμα της μια απέραντη
απογοήτευση, και της λέω παίζει να έχει μείνει λίγο τρίμμα. Έκατσε δίπλα μου,
της έδωσα τον καπνό και άρχισε να στρίβει. Άναψε το τσιγάρο με τον δικό της
αναπτήρα και συνέχισε να κάθεται δίπλα μου. Όταν της έσβησε, συνειδητοποίησε
ότι τον είχε χάσει. Έψαξε τις τσέπες, την τσάντα της, το πεζοδρόμιο, τη μεγάλη
σακούλα Jumbo που κουβαλούσε, αλλά ο αναπτήρας είχε εξαφανιστεί.
Μου ζήτησε τον δικό μου. Της τον έδωσα. Με ρώτησε αν είχα άλλον. Για μία στιγμή
αναρωτήθηκα τι στραβό είχε αυτός, αλλά κατάλαβα ότι προσπαθούσε να με πείσει να
της τον χαρίσω. Της είπα ότι δεν είχα άλλον, παρόλο που ήξερα ότι ένας μεγάλος
πράσινος βρισκόταν στην τουαλέττα μου, πάνω στην εγκυκλοπαίδεια του ροκ. Μου λουφάρουν
τους αναπτήρες τόσο εύκολα και τόσο συχνά, που αδυνατώ να τους αποχωριστώ
συνειδητά. Προσπαθώ να επιστρέψω στις προ κρίσης μέρες, τις μέρες της αφθονίας,
όταν είχα έναν αναπτήρα στο γραφείο, έναν στην τουαλέττα και έναν πάνω μου.
Βρισκόμουν αρκετά κοντά, και δε θα το χαλούσα τώρα. Το μυστήριο του χαμένου
αναπτήρα δε λύθηκε στο παγκάκι.
Συνέχισα
λοιπόν να τρώω, και κάποια στιγμή μου είπε ότι είχε να φάει τρεις μέρες. Γύρισα
να την κοιτάξω, σε διάφορες στιγμές του διαλόγου, αλλά ειδικά εκείνη τη στιγμή,
με τα μουστάκια μου γεμάτα τυροσαλάτα. Χόρτασα σχεδόν αμέσως. Άρχισα να
αισθάνομαι άσχημα, γι’ αυτό, πέντε μπουκιές πριν τελειώσω, τη ρώτησα αν ήθελε
το υπόλοιπο. Μου είπε όχι, μη σου το στερήσω, επέμεινα, αλλά όχι πολύ. Αφού
τελείωσα το σουβλάκι, είδα ότι είχε μείνει καπνός για άλλο ένα τσιγάρο, και λέω
τι διάολο, ας καπνίσω ένα τσιγάρο εδώ, μαζί της.
Σε ένα
άλλο πλαίσιο, καθαρά λογοτεχνικό, η περιγραφή της εξωτερικής εμφάνισης των
χαρακτήρων δε θα με ένοιαζε καθόλου, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, όμως εδώ
πιστεύω πως είναι αναγκαία. Για να τελειώνουμε λοιπόν: ήταν κοντούλα προς
κανονική, αδύνατη, με καστανά μαλλιά και μάτια. Φορούσε μωβ φούτερ και μαύρη
φόρμα. Τα δάχτυλα των χεριών της ήταν πρησμένα. Σαν να ανήκαν σε άλλο άνθρωπο.
Είχε τρεις ηλικίες: μία φαινομενική, μία υποθετική και μία πραγματική. Φαινόταν
τριάντα πέντε, αλλά πιστεύω ότι ήταν περίπου είκοσι πέντε. Δεν έμαθα πόσο ήταν
πραγματικά. Θα μπορούσα να πω ότι ήταν αρκετά όμορφη. Θα μπορούσα μάλλον να το
πω πιο εύκολα αν δεν έβλεπα την πρέζα στο πρόσωπο, στην ομιλία και στις
κινήσεις της. Γιατί, κακά τα ψέματα, η πρέζα κάνει τους ανθρώπους
αντιαισθητικούς. Αργότερα έμαθα ότι λέγεται Μιρέλλα. Η Μιρέλλα από το Μπραχάμι.
Παρόλο
που κατά τη διάρκεια της ημέρας είχε τον καλύτερο καιρό που μπορεί κάποιος να
φανταστεί, τώρα, στα μισά της νύχτας, είχε σηκώσει έναν παγερό άνεμο που
παρέσερνε τα σκουπίδια της πόλης. Ήμουν με το κοντομάνικο. Δεν πέθαινα από το
κρύο. Βρισκόμουν ανάμεσα στο δροσίζομαι ευχάριστα και στο σε λίγο δυσάρεστα. Με
ρώτησε πού μένω. Της είπα Σύνταγμα, η αντίδραση δεν ήταν η συνήθης: δεν υπήρξε.
Μετά από μια μεγάλη παύση κατάφερα να τη ρωτήσω, εσύ. Μου είπε ότι μένει στο
δρόμο εδώ και τέσσερεις μήνες. Μου είπε ότι η μητέρα της έπαθε τρία εμφράγματα,
ότι είχε μπει στο νοσοκομείο, και ότι ο πατέρας της την έδιωξε από το σπίτι.
Υπέθεσα ότι η μάνα της την αγαπούσε περισσότερο, ή με πιο άρρωστο τρόπο, ότι
είχε μεγαλύτερη υπομονή, ενώ η υπομονή του πατέρα είχε εξαντληθεί. Δεν ξέρω αν
υπάρχει κάποιος που θα είχε το δικαίωμα να κατηγορήσει οποιονδήποτε από τους
δύο. Τη ρώτησα για τον εθισμό της. Μου είπε για τους πόνους που την πιάνουν
όταν δεν έχει να πιει ηρωίνη, ότι τώρα είχε πάνω της μόνο σίσα. Ήταν προφανές
ότι πλέον η πρέζα και το σίσα δεν είναι μέσα διασκέδασης (ή αναψυχεδέλειας), παρά
μόνο φάρμακα που στρέφονται εναντίον του εαυτού τους. Μου είπε ότι ξεκίνησε
νωρίς, ότι πίνει από τα δεκαπέντε. Τη ρώτησα, καλά, δεν είχες δει τους
κατεστραμμένους στο δρόμο. Μου είπε όχι, ποτέ. Και ότι ο τότε γκόμενός της ήταν
που της έδωσε να δοκιμάσει πρώτη φορά. Ήταν πολύ ερωτευμένος και ήθελε να είναι
συνέχεια μαζί, και ότι ο μόνος τρόπος για να συμβεί αυτό ήταν να πρεζάρει κι
εκείνη. Δεν την προειδοποίησε για τη συνέχεια. Φαντάστηκα κάποιον ανεύθυνο,
κοντόφθαλμο τύπο που της έριχνε αρκετά χρόνια. Τη ρώτησα τι απέγινε εκείνος,
και μου είπε ότι είχε ξεκόψει, ότι είχε παντρευτεί και είχε κάνει παιδιά. Ότι
πλέον έπινε μόνο κόκα, πότε πότε. Ειρωνεία. Ενώ εκείνη συνεχίζει την
προδιαγεγραμμένη μάχη της, πίνοντας σίσα όταν δεν έχει αρκετά λεφτά, εκείνος ξέκοψε
και κάνει τη ζωούλα του. Της είπα για το Μήτσο που έπινε χρόνια και κατάφερε να
το κόψει, και μου είπε ότι κι εκείνη είχε ξεκόψει κάποτε, για τρία χρόνια, αλλά
ξανακύλησε μετά τα εμφράγματα της μητέρας της. Ο φίλος σου θα ξαναπιεί, μου
είπε, αυτό το πράμα δε βγαίνει ποτέ από το μυαλό σου. Μου είπε ότι για να
ξαναγυρίσει σπίτι της, και για να γίνει δεκτή υποθέτω, έπρεπε να μαζέψει είκοσι
ευρώ για κάποιο γιατρό που θα της έγραφε φάρμακα, μεθαδόνη φαντάζομαι, αλλά ότι
όποτε κατάφερνε να μαζέψει κάποια λεφτά, πήγαινε αμέσως και τα έπινε, δεν
μπορούσε να συγκρατηθεί. Μου είπε ότι άλλες κοπέλες πηδιούνται με όποιον τύχει
για δεκαπέντε ευρώ. Αλλά ότι εκείνη σιχαίνεται. Δε θα το έκανε ποτέ. Τη ρώτησα
αν είχε φίλους. Μου είπε, μόνο φίλους της πρέζας, περιστασιακούς φίλους με τους
οποίους ουσιαστικά δεν είχε να πει τίποτα. Της είπα ότι κι εγώ, που πίνω μόνο χόρτο,
έχει τύχει να κάνω παρέα με ανθρώπους που το μόνο που μας ένωνε ήταν το ότι
πίνουμε και κατά τα άλλα δεν είχαμε να πούμε τίποτα, και ότι κάποια στιγμή λες,
γάμησέ το, καλύτερα να κάτσω σπίτι να διαβάσω ένα βιβλίο. Τη ρώτησα ποιος ήταν
ο μεγαλύτερος φόβος της, και μου είπε ότι ήταν το να μην έχει να πιει, οι πόνοι
που θα ένοιωθε αν δεν είχε να πιει. Της είπα ότι είναι πολύ παράξενο που
φοβάται περισσότερο τους πόνους από το να μην έχει σπίτι, φίλους, φαγητό.
Επέμεινε στους πόνους, με τη διάτρητη επιχειρηματολογία του πρεζάκια. Καμία
ελπίδα, καμία λογική.
Είχε
μαζί της μια μεγάλη σακούλα με ρούχα, τα οποία είχε φέρει με το βραδινό
λεωφορείο από τον Άγιο Αντώνιο. Δε θυμάμαι αν μου είπε πού τα είχε βρει. Μου
έδειξε ένα φούτερ και με ρώτησε αν μου άρεσε. Κατάλαβα ότι προσπαθούσε να μου
το πουλήσει. Της είπα ότι καλό είναι, με εμφανή αδιαφορία. Μου είπε ότι κρύωνε.
Της λέω φόρα κάποιο από τα ρούχα. Και μου λέει: δε γίνεται, είναι αντρικά. Γαμώτο,
σκέφτηκα, πώς μπορεί κάποιος να είναι τόσο χαζός. Μου είπε ότι θα πήγαινε να τα
πουλήσει αύριο στο Θησείο, και φαντάστηκα ότι δεν ήθελε να τα βρωμίσει με το
άπλυτο σώμα της, αλλά ακόμα και αυτή η
δικαιολογία μου φάνηκε ανεπαρκής. Αν κρυώνεις, κρυώνεις. Αν κρυώνεις, ντύνεσαι.
Και μετά, αν είσαι τυχερός, δεν κρυώνεις πια. Μου είπε ότι πεινούσε πολύ. Ότι
αυτό που τρώει συνέχεια τον τελευταίο καιρό και την έχει καταβρεί, είναι
«εκείνο το μεγάλο κρουασσάν, το καινούργιο». Εξεπλάγην και τη ρώτησα αν όντως
την έβγαζε με αυτό το πράμα. Μετά από μια ακόμα μεγάλη παύση, της είπα «από την
ηλίθια θέση από την οποία σου μιλάω, εγώ στη θέση σου» καλύτερα, και πιο
οικονομικά, θα ήταν να πηγαίνει στη λαϊκή, να παίρνει κανένα φρούτο, ψωμί από
το φούρνο, και να τρώει σαν άνθρωπος. Λόγια στο κενό.
Το κρύο
είχε αρχίσει να γίνεται πιο έντονο. Με ρώτησε αν υπήρχε πουθενά εδώ κοντά
κανένα Έβερεστ ή κάτι τέτοιο για να περάσει το βράδυ, απαρίθμησα μερικά, είπε
αλλά με τι λεφτά, με ρώτησε αν υπήρχε κανένα ίντερνετ-καφέ, παράξενη σκέψη, της
είπα για αυτό που είναι χαμηλά στην Ακαδημίας, με ρώτησε πόσο χρεώνει την ώρα,
1,50-2 ευρώ λέω, και πάλι, με τι λεφτά, λέει. Με ρώτησε αν έχω facebook. Της
είπα όχι. Μου είπε ναι. Και ότι πότε πότε πηγαίνει σε κανένα ίντερνετ-καφέ και,
δεν ξέρω, κάνει ό,τι κάνουν οι άνθρωποι στο facebook.
Άρχισα να σκέφτομαι στοές, εισόδους, σπηλιές, οτιδήποτε μπορούσε να προσφέρει
λίγη ζεστασιά, αλλά δε μου ερχόταν τίποτα. Είχα αρχίσει να κρυώνω, και να
βαριέμαι κάπως, για να είμαι ειλικρινής. Ήθελα να φύγω, αλλά δεν μπορούσα να
σκεφτώ καμία πρόταση που θα έλυνε αυτή τη συνάντηση χωρίς να επιβαρύνει την
αμηχανία και τις ενοχές μου. Με ρώτησε προς τα πού είναι η Ομόνοια, αν είναι
μακριά. Της εξήγησα. Παραπονέθηκε για το βάρος της σακούλας, και πώς θα
κατάφερνε να την κουβαλήσει ως εκεί. Και ότι στις έξι το πρωί θα πήγαινε στο
Θησείο να πουλήσει τα ρούχα. Θεώρησα ότι βρήκα τι να πω. Της λέω πάμε μέχρι την
Πανεπιστημίου, να σε βοηθήσω και με τη σακούλα, κατηφορίζεις ανηφορίζω. Σηκωθήκαμε
και αρχίσαμε να περπατάμε. Α, είναι καλό πακετάκι, της είπα σηκώνοντας τη
σακούλα. Στο μυαλό μου συνέβαιναν διάφορα. Κάποια στιγμή παραπάτησε, δεν έπεσε.
Κατεστραμμένη. Σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις. Η πιο ενοχλητική, η πιο επίμονη: ένας
άνθρωπος βασίζει τη διατροφή του εξ ολοκλήρου σε κρουασσάν από το περίπτερο, αν
είναι δυνατόν, μαχαιριά στον κρόταφο.
Είναι
εκνευριστικό να κάνεις το λάθος που ξέρεις από πριν πόσο λάθος είναι. Της είπα:
αν θες έλα σε μένα να αράξεις, να σου φτιάξω μια ομελέττα να φας σαν άνθρωπος,
και στις έξι φεύγεις και πας στο Θησείο. Λάθος. Λάθος. Λάθος. Το ξέρεις πριν το
κάνεις, το ξέρεις ενώ το κάνεις, το μετανιώνεις αφού το έκανες, και δεν μπορείς
να το ξεκάνεις. Μαλάκα βλάκα ηλίθιε γιατί πας και μπλέκεσαι. Θα μπορούσα να έχω
μείνει στο «όχι, μου έχει τελειώσει ο καπνός». Θα έφευγε, θα περπατούσε μακριά,
όλα θα είχαν τελειώσει, τίποτα δε θα είχε αρχίσει. Αλλά όχι: είμαι ο πιο χαζός
έξυπνος άνθρωπος που γνωρίζω.
Στο
δρόμο προς το σπίτι με ρώτησε για το φαγητό. Της είπα ότι σκεφτόμουν να της
φτιάξω μια ομελέττα με λουκάνικο. Εκείνη με ρώτησε αν έχω κόκα-κόλα. Σχεδόν
θύμωσα, τελείως απόρησα. Της είπα ότι δεν πίνω τέτοιες μαλακίες, δε βρίσκω
κανένα λόγο. Καφέ; Ούτε. Και τι πίνεις; Τίποτα. Νερό, πορτοκαλάδα και αλκοόλ.
Στη στοά του Senza, και ενώ πίστευα ότι απλώς περπατούσαμε, ξέμεινα να
περπατάω μόνος ενώ εκείνη έκανε τράκα από κάτι παρέες που κάθονταν χύμα στο
πάτωμα. Μετά από λίγο ήρθε δίπλα μου, μου έδωσαν εξήντα λεπτά, μου είπε. Δεν
ξέρω αν περίμενε να της δώσω συγχαρητήρια.
Μπαίνουμε
στην Πετράκη και είκοσι μέτρα πριν από την πολυκατοικία, βλέπω τον Ξέρξη, το
σκύλο του από κάτω, να βγαίνει τρεχάτος στο δρόμο. Από πίσω του ακολουθεί ο
Αντρέας. Τέλεια. Δε μου έφταναν όλα τα υπόλοιπα, τώρα έχω κι ένα γείτονα που θα
μάθει ότι σκάω σπίτι με μια πρεζογκόμενα. Στις δυόμιση το βράδυ. Τον χαιρετάω.
Μου λέει δε θα το πιστέψεις, ευτυχώς που ήρθες, πριν από ένα λεπτό κλειδώθηκα
απ’ έξω, του λέω ένα λεπτό ε; τότε συγγνώμη που αργήσαμε. Γιατί χρησιμοποιώ
πρώτο πληθυντικό; Γιατί δε λέω «συγγνώμη που άργησα»; Γιατί την επισημοποιώ;
Από την άλλη όμως, ποια η διαφορά; Στην είσοδο υπάρχει ένα μικρό καροτσάκι τη
χρησιμότητα του οποίου καταλαβαίνω μόνο κοιτάζοντας μέσα από την εξώπορτα της
πολυκατοικίας, όπου υπάρχει το ποδήλατο του Αντρέα. Προφανώς το καροτσάκι είναι
για το σκύλο και δένεται με κάποιο τρόπο στο ποδήλατο. Αλλά ποιος βγάζει το
σκύλο του βόλτα με αυτό τον τρόπο στις δυόμιση το βράδυ; Καλός κάψας κι αυτός.
Βγαίνω
από το ασανσέρ χωρίς να ανάψω το φως του διαδρόμου, ξεκλειδώνω την πόρτα ενώ η
κοπέλα πίσω μου ψάχνει το διακόπτη, χωρίς λόγο, αφού η πόρτα είναι πλέον
ανοιχτή. Δε σκοπεύω να την αφήσω ούτε στιγμή από τα μάτια μου, είμαι σχεδόν
βέβαιος ότι αν βρει ευκαιρία θα μου ψειρίσει κάτι. Πάνω στο τραπέζι υπάρχει ένα
λεξικό. Κοιτάζει τη βιβλιοθήκη, με ρωτάει, όλα αυτά λεξικά είναι; Ναι, της λέω,
όλα. Με κοιτάζει με έκπληξη. Της λέω όχι, ηρέμησε, δεν είναι λεξικά. Δίπλα στο
λεξικό είναι η ταυτότητά μου. Για κάποιο λόγο τη μαζεύω μαζί με άλλα πράγματα
από το τραπέζι. Δεν ξέρω γιατί δε θέλω να μάθει ποιος είμαι. Δεν ξέρω καν αν τη
νοιάζει. Ανάβω τον υπολογιστή και βάζω μουσική. Beatles,
σκέφτομαι, τι καλύτερο για έναν καταπονημένο άνθρωπο. Μετά από λίγο, τέτοια
ακούς, με ρωτάει. Διάολε, σκέφτομαι, σνομπάρει τους Beatles.
Αργότερα με ξαναρωτάει, τι είναι αυτό που ακούμε. Σκέφτομαι ότι το βρίσκει
φλώρικο. Της απαντάω γεμάτος απορία. Τη ρωτάω εσύ τι ακούς, πίου πίου; Α, μου
λέει, τα πάντα, από Καρρά μέχρι μπουζούκια μέχρι ηλεκτρονική, μουρμουρίζει
κάποια άλλα που δεν καταφέρνω να ακούσω. Έχω παρατηρήσει ότι όσοι ακούνε τα
πάντα, τίποτε από αυτά δεν είναι ωραίο. Μιλάει χαμηλόφωνα. Αναρωτιέμαι αν δεν
έχει δύναμη να μιλήσει πιο δυνατά ή αν μέσα στο κεφάλι της πιστεύει ότι η
ένταση της φωνής της είναι η κατάλληλη.
Πάμε να
σου φτιάξω να φας της λέω και πηγαίνουμε στην κουζίνα. Με ξαναρωτάει, τι
σκέφτεσαι να φτιάξεις. Της λέω ξανά ομελέττα με λουκάνικο. Με ρωτάει έχεις
καμιά μερέντα. Ζντουφ. Από πού ήρθε αυτό; Κακομαθημένη, σκέφτομαι. Μου λέει η
ομελέττα θα μου πέσει βαριά, δεν έχεις τίποτ’ άλλο, τι άλλο έχεις. Της λέω για
φρούτα, λαχανικά, παξιμάδια. Χλιαρή αντίδραση. Με ρωτάει ξανά, καφέ; Κι άλλα
ερωτηματικά στο κεφάλι μου. Ψάχνει χωρίς να με ρωτήσει, βρίσκει ένα βαζάκι
καπουτσίνο ή εσπρέσσο που έχει ξεμείνει από την Ίριδα. Δε θυμόμουν ότι υπήρχε.
Είμαι σίγουρος ότι έχει βγάλει πόδια. Με πράσινες κάλτσες. Το ανοίγει, καλός
φαίνεται, κοιτάζουμε στον πάτο του βάζου, έχει λήξει εδώ και δύο μήνες. Άκυρος
ο καφές. Με ρωτάει, μέλι έχεις; Παραδόξως, ναι. Το έχω καιρό. Έχει ζαχαρώσει
πάνω, αλλά μέλι είναι της λέω, δε χαλάει, έχουν βρει μέλι στις πυραμίδες της
Αιγύπτου και ήταν μια χαρά. (Άραγε το έφαγαν ή εκτίθεται σε κάποιο μουσείο,
αναλλοίωτο για πάντα;). Κοιτάζω και την ημερομηνία λήξης στον πάτο, δωδέκατος
του 16. Της βγάζω ένα παξιμάδι, της λέω όπως είναι ή βρεγμένο; Το πιάνει και το
σπάει, θραύσματα πέφτουν στο πάτωμα, ευχαριστώ πολύ.
Γυρίζουμε στο σαλόνι, αρχίζει να τρώει. Συνολικά της πέφτουν στο πάτωμα τρία κομμάτια
παξιμάδι, κάποιο από αυτά μελωμένο. Δε φαίνεται να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα.
Τελειώνει το φαγητό. Με ρωτάει δεν έχεις κανένα τσιγάρο. Της λέω όχι, μου λέει
δεν μπορεί, κάπου θα έχεις. Βγάζω τον τελειωμένο καπνό και κοιτάζω. Μπορεί να
βγαίνει μισό τσιγάρο. Το στρίβω, το ανάβω, καπνίζω το μισό του μισού τσιγάρου
και της το δίνω. Εκείνη σκαλίζει τα πράγματά της όση ώρα καπνίζει. Σβήνει το
τσιγάρο και σηκώνεται όρθια, πηγαίνει στη σακούλα της, και κάπου εκεί λύνεται
το μυστήριο του χαμένου αναπτήρα: τον είχε βάλει στην τσέπη αυτού που φοράει
κάτω από το μωβ φούτερ της. Κοίτα να δεις τι μπορείς να πάθεις. Παίρνω το
κινητό μου και βάζω ξυπνητήρι. Για οποιαδήποτε περίπτωση. Σκαλίζει την τσάντα
της τώρα. Αναρωτιέμαι τι ψάχνει, αν υπάρχει κάποια μεθοδολογία ή αν απλώς
ανακατεύει τα περιεχόμενα. Βγάζει ένα μακρύ γάντι, και από μέσα μια διάφανη
πίπα. Τέλεια σκέφτομαι. Παίρνει τον αναπτήρα και αρχίζει μία εντελώς γελοία
διαδικασία. Καίει την πίπα εξωτερικά περιμένοντας να αρπάξει το κενό στο
εσωτερικό. Κάποιο είδος σκουρόχρωμης μπίχλας υπάρχει στα τοιχώματα. Αυτήν
προσπαθεί να κάψει. Έπρεπε να της είχα πει ή κόβεις τις μαλακίες ή έφυγες.
Αλλά, καλώς ή κακώς, δεν της λέω τίποτα. Απλώς την κοιτάζω με ένα βλέμμα γεμάτο
απορία και αηδία. Δεν τη νοιάζει. Μόνο ένα πράγμα τη νοιάζει. Η σκέψη ότι έφερα
μια πρεζού στο σπίτι μου μου σπάει τα νεύρα, το ότι πίνει μες στο σπίτι μου με
τις ευλογίες μου, ή τουλάχιστον χωρίς να πω τίποτα, μου σπάει τα νεύρα ακόμα
περισσότερο. Από την άλλη, σκέφτομαι, ως μαλάκας που είμαι, άλλο ένα παράσημο
μπαίνει στους τοίχους του σπιτιού: κάποιος έχει καπνίσει σίσα εδώ μέσα. Κάποια
στιγμή, αρκετά σύντομα, ο αναπτήρας της τελειώνει. Ούτως ή άλλως, από το
παγκάκι είχα προσέξει ότι δεν είχε πολύ. Για την ακρίβεια είχε πεθάνει και
αναστήθηκε ξανά στο σπίτι. Μου ζητάει αναπτήρα. Μην έχοντας καταλάβει ακόμα ότι
το σίσα είναι πιο ακριβό σε αναπτήρες παρά σε σταφ, της τον δίνω. Εκείνη ξέρει
ότι είναι ο μοναδικός αναπτήρας που έχω. Δεν ξέρει για τον άλλο. Τον οποίο
φυσικά δε σκοπεύω να εμφανίσω. Συνεχίζει τη γελοία διαδικασία της, και κάπου
εκεί μου λέει, θες να κάνουμε μια συμφωνία. Ξέρω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να
συμφωνήσω αλλά τη ρωτάω, τι συμφωνία, έτσι, από περιέργεια. Τρέμω στη σκέψη ότι
θα μου πει θα γαμηθούμε και εσύ θα (κάτι). Ευτυχώς όχι: μου λέει, εγώ θα σου
καθαρίσω το σπίτι, είναι πολύ βρώμικο, χωρίς να πει τι θα πρέπει να κάνω εγώ.
Είναι όντως πολύ βρώμικο, αλλά δεν περίμενα να το ακούσω από εκείνη, που εδώ
και τέσσερεις μήνες κοιμάται στους δρόμους. Της λέω, για την καθαριότητα και τη
βρωμιά του σπιτιού μου μοναδικός υπεύθυνος είμαι εγώ. Μου λέει ότι είναι πολύ
καλή στην καθαριότητα, ότι δούλευε σε κάποιον, ότι του καθάριζε, δε θυμάμαι αν
αναφέρθηκε σε σπίτι ή γραφείο, αν ήταν δικηγόρος, αλλά κάτι στη μνήμη μου μου
λέει δικηγορικό γραφείο. Ο τύπος της άφηνε διάφορα τυράκια για να την τεστάρει.
Κάποια φορά, μου λέει, είχε βρει ένα πάκο χαρτονομίσματα, που ήταν σίγουρη ότι
ο τύπος τα είχε αφήσει για δόλωμα, και ότι είχε σκεφτεί Μιρέλλα τώρα τι κάνεις,
αλλά ότι τελικά τα είχε αφήσει όπως τα βρήκε για να μη χάσει τη δουλειά. Δεν
ξέρω αν υπήρξε ποτέ αυτό το σκηνικό, αν υπήρξε δεν ξέρω αν όντως τα άφησε όπως
τα βρήκε, δεν ξέρω τίποτα. Όμως, καλή προσπάθεια Μιρέλλα, σκέφτομαι, αν ήμουν
πρεζάκιας. Ή λοβοτομημένος.
Βγάζει
τα παπούτσια της και ξαπλώνει στον καναπέ. Τέλεια. Όλο και πιο τέλεια,
σκέφτομαι. Οι κάλτσες της πάνω στο κάλυμμα του καναπέ που λογικά θα πλυθεί σε
εξακόσια χρόνια. Κάθε φορά που η πίπα της αρπάζει μου έρχεται μια μυρωδιά
ποδαρίλας. Δεν ξέρω αν ευθύνονται οι κάλτσες της, τα παπούτσια της ή το σίσα.
Δεν ξέρω πώς μυρίζει αυτό το πράμα. Ή αν έχει το μαγικό χάρισμα να κάνει ό,τι
βρωμάει γύρω του να βρωμάει περισσότερο. Σιγά σιγά την παίρνει ο ύπνος, το
καταλαβαίνω. Ή τριπάρει. Το χέρι της έχει χαμηλώσει προς το τραπέζι, η πίπα
ακουμπάει στο γάντι. Δεν την αφήνει από το χέρι της για κανένα λόγο. Είναι δική
της, το παιχνίδι της, ο αντίχειρας, η πιπίλα της. Το βρέφος που ήταν κάποτε δεν
ξεπέρασε ποτέ το στοματικό στάδιο. Αλίμονο όμως, φτάνει η ώρα που ο ύπνος
γίνεται πιο δυνατός από τον εθισμό. Η πίπα γλιστράει από το χέρι της και πέφτει
στο πάτωμα. Σπάει, ο ήχος το μαρτυράει. Αμέσως ξυπνάει και καταριέται τη μοίρα
της. Έχει σπάσει ένα μικρό κομμάτι της φούσκας στην άκρη της λαβής. Με κοιτάζει
σαν να πιστεύει ότι θα μπορούσα να κάνω κάτι: undo, να
γυρίσω το χρόνο πίσω, να την κολλήσω με κάποιο τρόπο. Την κοιτάζω όπως την
κοιτούσα και όταν κάπνιζε. Πιάνει τον αναπτήρα και ξαναρχίζει. Τι ματαιότητα.
Πότε πότε τα καταφέρνει. Όταν βλέπω να βγαίνει καπνός, κοιτάζω το πρόσωπό της
για να εντοπίσω σημάδια απόλαυσης ή λύτρωσης, αλλά δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο.
Είναι ένα μωρό που ρουφάει ένα βυζί. Μαμά,
μητέρα, μάνα, μανούλα, μητερούλα, μαμάκα, μαστούρα. Ο ύπνος τελικά επανέρχεται,
το χέρι με την πίπα χαμηλώνει ξανά στο τραπέζι, πάνω στο γάντι. Και συμβαίνει
πάλι το ίδιο. Η πίπα γλιστράει από το χέρι της και χάνει μερικά ακόμα κομμάτια.
Κάπου εκεί, ανακτώντας τον ξύπνιο, αρχίζοντας πάλι να παίζει με τον αναπτήρα
ενώ προσπαθεί να παρηγορηθεί για την ατυχία της, η οποία φυσικά οφείλεται στο
γεμάτο σύννεφα μυαλό της (εκείνη δεν το ξέρει), τελειώνει και τον δικό μου
αναπτήρα. Δε φαίνεται να αισθάνεται άσχημα για τίποτε άλλο, παρά μόνο για το
ότι δεν έχει με τι να ανάψει την πίπα της. Τελικά την παίρνει ο ύπνος. Το ξέρω
ότι είναι τελικό γιατί ροχαλίζει.
Και να
‘μαι: κουρασμένος από όλη τη μέρα, άτονος από το αλκοόλ και τα περπατήματα του
τελευταίου καιρού, από την κατάρρευση του προηγούμενου Σαββάτου, να θέλω να
πέσω για ύπνο και να μην μπορώ, επειδή χωρίς κανέναν λογικό λόγο έχω ένα
κρασαρισμένο τζάνκι στον καναπέ μου. Και χωρίς τσιγάρα. Τέλεια. Φεύγοντας από
το Μεϊντάνι πίστευα ότι η μέρα μου θα έληγε σε δύο ώρες. Πού να ήξερα.
Κατουριέμαι
εδώ και ώρα. Την κοιτάζω και προσπαθώ να απομνημονεύσω τη στάση του κορμιού
της. Σηκώνομαι από την καρέκλα όσο πιο αθόρυβα μπορώ και πηγαίνω στο μπάνιο.
Πρέπει να ελαχιστοποιήσω το χρόνο ανάμεσα στο θόρυβο που θα κάνει το καζανάκι
και στην έξοδό μου. Ένας θόρυβος μπορεί να της ανοίξει τα μάτια, ένα βλέμμα θα
της δείξει την απουσία μου, ένα δικό μου αντικείμενο μπορεί να γίνει δικό της
χωρίς να το καταλάβω. Τελειώνω με το κατούρημα, κρύβω τον αναπτήρα στην τσέπη
μου για παν ενδεχόμενο, ανοίγω την πόρτα, τραβάω το καζανάκι και βγαίνω
γρήγορα. Ένα βραδινό της κατούρημα θα της αποκάλυπτε την ύπαρξη του αναπτήρα.
Δε θα με ένοιαζε να εκτεθώ, θα μπορούσα να της πω, α, ναι, τον είχα ξεχάσει
αυτόν, και να μην τρέχει τίποτα. Αυτό που με νοιάζει είναι να μην της δοθεί η
ευκαιρία να μου τελειώσει τον πραγματικό τελευταίο μου αναπτήρα.
Επιστρέφω
στο σαλόνι. Εξετάζω τη στάση της και καταλαβαίνω ότι δεν έχει κουνηθεί. Μία
εντελώς υποθετική σκέψη περνάει από το μυαλό μου: και αν σου πεθάνει εδώ, όπως
είναι, τι κάνεις; Πώς αποδεικνύεις ότι δεν είσαι ένοχος για τίποτα σε σχέση με
το θάνατό της; Πρώτη σκέψη: έχω την απόδειξη από το Καλοψημένο, που αποδεικνύει
ότι βρισκόμουν κάπου αλλού προηγουμένως. Κανένα νόημα. Και νωρίτερα, υπάρχουν ο
Σόρελ και ο φίλος του με τους οποίους ήμουν. Κανένα νόημα. Όλα αυτά μπορούν να
συνηγορήσουν στο ότι δεν την ξέρω. (Όχι). Ότι εγώ από την καλή (ηλίθια) μου την
καρδιά. Μία τοξικολογική θα μπορούσε εύκολα να αποδείξει ότι η αιτία θανάτου
ήταν αυτά που πίνει (και όχι τα χέρια ή το ζαχαρωμένο μέλι μου). Κάθε λίγο και
λιγάκι κοιτάζω για να δω αν το στήθος της συνεχίζει να ανεβοκατεβαίνει.
Συνεχίζει. Παράξενο. Το ίδιο πράγμα έκανα με τη μητέρα μου, τη γιαγιά μου, την
κοπέλα μου, σκυλιά και γατιά, κάποιον φίλο που τύχαινε να αποκοιμηθεί. Το κάνω
ακόμα με κάποιους από αυτούς. Μία ανεξήγητη φοβία ότι αυτός που βρίσκεται δίπλα
σου μπορεί ξαφνικά να πεθάνει. Έτσι απλά, χωρίς κανένα λόγο. Θάνατος απλός όσο
κι ο ύπνος.
Η ώρα
κυλάει αργά και πρέπει να βρω κάτι να κάνω αν δε θέλω να με πάρει ο ύπνος στην
καρέκλα μου. Είναι τέσσερεις και κάτι. Πρόκειται βέβαια για άλλη μία παράλογη
φοβία, αφού νοιώθω υπερένταση και η νύστα έχει εξαφανιστεί εδώ και ώρα. Όμως
κάτι πρέπει να κάνω: βαριέμαι. Και έχω και τα νεύρα μου. Βάζω λοιπόν το στικάκι
στον υπολογιστή και μεταφέρω το ταξιδιωτικό κείμενο του Σόρελ, την αγγλική
εκδοχή, την οποία μου πέρασε για να του πω καμιά γνώμη για το αν λειτουργεί το
ύφος. Αρχίζω να διαβάζω. Φτάνω περίπου στο ένα τρίτο, και έχοντας παρατηρήσει
διάφορα λαθάκια, είτε απροσεξίας είτε άλλα, αποφασίζω να επιστρέψω στην αρχή
και να τα μαρκάρω, ή ακόμα και να κάνω προτάσεις. Αυτό όχι μόνο θα βοηθήσει το
Σόρελ, αλλά κυρίως εμένα τον ίδιο, αφού θα βρεθώ λίγο πιο κοντά στις 6 και στο
ξυπνητήρι. Για την ακρίβεια 6 παρά πέντε. Το έχω βάλει αυτή την ώρα με τη
λογική να έχει ξυπνήσει μέχρι τις 6 και λίγα λεπτά αργότερα να έχει φύγει για
να πάει στο Θησείο να πουλήσει τα ρούχα. Όμως όχι. Το ξυπνητήρι χτυπάει,
τρομάζω και τινάζομαι, αλλά είμαι ο μόνος που το ακούει. Το αφήνω να ολοκληρώσει
τον ίδιο εκνευριστικό ήχο που με έχει βασανίσει τόσες και τόσες φορές. Έχει περιστραφεί
ενενήντα μοίρες πάνω στο τραπέζι. Αυτόματη αναβολή, θα ξαναχτυπήσει σε εννιά
λεπτά. Συνεχίζω να διαβάζω, το ξυπνητήρι χτυπάει ξανά. Καμία αντίδραση. Βλέπω
ότι πλησιάζω στο τέλος του κειμένου, λέω δεν πειράζει, θα τελειώσω την ανάγνωση
και τις σημειώσεις, και θα προσπαθήσω να την ξυπνήσω μετά.
Κοιμάται
χωρίς να έχει αλλάξει στάση ούτε μία φορά. Τελειώνω με το κείμενο και αρχίζω να
εκνευρίζομαι. Την επόμενη φορά που χτυπάει το ξυπνητήρι, παίρνω το κινητό από
το τραπέζι και το κρατάω δίπλα στο αυτί της. Είμαι σίγουρος ότι αυτό το κόλπο
θα πιάσει, αλλά πρόκειται περί ελπίδων ηλιθίου. Η κοπέλα δε δίνει σημασία. Άλλη
μία αναβολή. Κάνω βόλτες στο σαλόνι, ξεφυσάω θυμωμένος, καταριέμαι σιωπηλά τον
εαυτό μου. Αρχίζω να βαράω σποραδικά παλαμάκια και να λέω τέλος, αυτό ήταν,
πάμε, πάμε να φύγουμε. Καμία αντίδραση. Από το μυαλό μου περνάει η σκέψη ότι με
ακούει αλλά με αγνοεί με την αδιαφορία που, πιστεύω ότι, χαρακτηρίζει τα πρεζάκια.
Δυναμώνω τη μουσική. Όχι πολύ. Δε θέλω να ενοχλήσω τους γείτονες. Όμως όσο
βγαίνει ο ήλιος και σιγά σιγά εμφανίζονται οι ήχοι της ημέρας, ελευθερώνεται
λίγος χώρος για τους ήχους του σπιτιού μου. Λίγο λίγο δυναμώνω. Ένα κλικ τη
φορά. Το ξυπνητήρι χτυπάει ξανά. Τίποτα. Παλαμάκια ξεφυσάω πάμε φύγαμε τέλος
πατ πατ στην πλάτη πρικ πρικ στα πλευρά τίποτα τίποτα τίποτα. Σκέφτομαι,
λογικότατο, κανείς ποτέ δεν ενοχλήθηκε από τους Beatles: πρέπει
να αλλάξω μουσική. Βάζω Soundgarden. Δυναμώνω. Rusty Cage και, δυναμώνω, Jesus Christ Pose. Δεν
έχω Pantera στον υπολογιστή. Είναι η καλύτερη λύση που μπορώ να σκεφτώ, αλλά ταυτόχρονα
βαριέμαι να ψάξω στη δισκοθήκη μου. Είμαι σίγουρος ότι κάπου εδώ μέσα έχω και
πιο εκνευριστικές μουσικές. Της το λέω: έχω και πιο εκνευριστικές μουσικές, θα
δεις, δε με ξέρεις καλά. Πηγαίνω πάνω κάτω στο iTunes, ψάχνω,
ψάχνω, ξαφνικά Steve Reich βλέπω, χμ, ενδιαφέρον
λέω. Αρχίζω να δοκιμάζω κομμάτια. Τελικά βάζω το Drumming. Συνεχίζω να μιλάω,
να ξεφυσάω, να κάνω βόλτες, καντήλια κάτω από την ανάσα μου, αντί να τα σβήνει
την ανάβουν. Με αγνοεί. Δε βρισκόμαστε καν στον ίδιο χώρο. Το ξυπνητήρι
ξαναχτυπάει, μια από τα ίδια. Έχω κι άλλο, κι άλλο, πιο εκνευριστικό, της λέω.
Παραληρώ. Μιλάω μόνος μου. Στο επόμενο ξυπνητήρι υπάρχει μια μικρή αντίδραση.
Ένα μουρμουρητό, μία μικρή κίνηση, ένα λιγάκι ακόμα, πέντε λεπτά. Διέρρηξα το
τείχος της, διέσπασα την άμυνά της. Αλλάζει πλευρό. Αυτό είναι καλό ή κακό,
αναρωτιέμαι, με φέρνει πιο κοντά ή πιο μακριά από το στόχο μου; Της λέω σήκω
πάμε τέλος κτλ, της λέω αν δε σηκωθείς μόνη σου θα σε σηκώσω εγώ, της λέω θα
βγάλω τα πράγματά σου στο διάδρομο. Και μεταφέρω τα σακούλια της. Στο χωλλ, όχι
στο διάδρομο, δεν είμαι τόσο κάφρος. Λίγο ακόμα, λίγο ακόμα, νυστάζω,
μουρμουρητά και μουγκρητά. Σκατά. Δοκιμάζω τα επόμενα κομμάτια, ακούω τρία
δευτερόλεπτα από το καθένα και απογοητεύομαι κάθε φορά που δεν ενοχλούμαι.
Βλέπω ένα δίσκο που λέγεται Four Organs/Phase Patterns.
Είκοσι δευτερόλεπτα αρκούν. Θαύμα.
Η
κοπέλα σηκώνεται, κάθεται, με κοιτάζει, μπουρμπουλήθρες στα μάτια. Επιτέλους.
Δείχνει ότι θα χρειαστεί αρκετή ώρα να συνέλθει. Ότι θέλει να μιλήσει για να
αναβάλει την αναχώρησή της. Κάνει κρύο, μου λέει. Είναι μία απλή παρατήρηση,
μία επίκληση στο συναίσθημα, και τα δύο μαζί, κανείς δεν ξέρει, τουλάχιστον όχι
εγώ. Αλλά δε με νοιάζει. Εσύ θα φύγεις τώρα, με ρωτάει, θα πας σχολή. Ναι, θα
φύγω, θα σε κατεβάσω κάτω γιατί θα είναι κλειδωμένα, θα ανέβω πάνω να ετοιμαστώ
και μετά θα φύγω. Όντως, νωρίτερα της είχα πει ότι έχω να πάω στη σχολή, αλλά
έχει ξεχάσει ότι της είχα πει 14:30. Δε νομίζω ότι δοκιμάζει την ειλικρίνειά
μου. Κάνει κρύο, μου λέει ξανά. Γέρνω λίγο τη μπαλκονόπορτα με το πόδι. Της
λέω, έχεις μία σακούλα γεμάτη ρούχα, φόρα κάτι από αυτά. Μου λέει όπως και πριν
στο παγκάκι: είναι αντρικά. Εκνευρίζομαι. Της λέω, τι να σου πω, αν κάποιος
κρυώνει πραγματικά θα φορέσει οτιδήποτε, ακόμα και προβιά. Αισθάνομαι σαδιστής,
όλη αυτή την ώρα, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Μία συμφωνία είναι συμφωνία.
Είπαμε στις 6 και η ώρα είναι 7 και τέταρτο. (Ναι: προσπαθούσα να την ξυπνήσω
για πάνω από μία ώρα). Με ρωτάει για το Θησείο, προς τα πού είναι, πού θα
μπορούσε να πουλήσει τα ρούχα. Ίσως νομίζει ότι επειδή έχω μία ζωή που μοιάζει
κανονική, ότι επειδή έχω σπίτι και φαγητό, ξέρω τα πάντα. Δεν ξέρω ούτε τα μισά
από τα πάντα. Δε θα τα μάθω ποτέ. Ξέρω απλώς κατά πού πέφτει το Θησείο. Με
ρωτάει, δεν έχεις κανένα βιβλίο που δε χρειάζεσαι, τόσα βιβλία έχεις, δεν έχεις
να μου δώσεις κάποιο να πουλήσω. Ένα cd. Ένα δίσκο. Στέκομαι στη
μεσόπορτα και δεν απαντάω. Τέλος οι απαντήσεις σε ανόητες ερωτήσεις. Κάποια
στιγμή δεν αντέχω. Της λέω, είπαμε, σου είπα να έρθεις, να φας, να κοιμηθείς
αλλά μην το χέσουμε κιόλας, υπάρχουν κάποια όρια. Συνεχίζει να με ρωτάει το
ίδιο πράγμα. Από κει και πέρα σιωπή. Από την πλευρά μου.
Θέλει
να αλλάξει ρούχα, παντελόνι. Σκαλίζει τη σακούλα. Μου δείχνει ένα φούτερ με την
ελπίδα να μου το πουλήσει. Αδιόρθωτη. Καλό είναι, της λέω, δεν ξέρω. Μου λέει,
θα γυρίσεις λίγο να αλλάξω παντελόνι. Στέκεται στο χωλλ. Στην προέκταση του
χεριού της υπάρχουν εκατόν τόσα βιβλία, ίσως λέω λίγα. Γυρίζω από την άλλη και
κοιτάζω την αδιόρατη αντανάκλασή της στο γυρτό τζάμι. Τα αυτιά μου είναι
τεντωμένα για να ανιχνεύσουν έναν ήχο που υποδηλώνει χέρι που τραβάει βιβλίο
και το βάζει στη σακούλα. Δεν ακούω κάτι τέτοιο. Πηγαίνω δίπλα της στο χωλλ για
να της δείξω ότι μετά την αλλαγή παντελονιού δεν υπάρχει επιστροφή στο σαλόνι,
παρά μόνο για να πάρει την τσάντα της. Κοιτάζω τα ράφια της βιβλιοθήκης, τα
βιβλία είναι σφιχτά τοποθετημένα, δε διακρίνω κάποιο ύποπτο κενό. Από τη σακούλα
βγάζει τυρκουάζ γυαλιά ηλίου και τα φοράει στο κεφάλι της. Κοκέτα. Μαζεύει τα
πράγματά της, παίρνω τη σακούλα για να τη βοηθήσω. Αυτό είναι. Πόρτα ανοίγει
πόρτα κλείνει. Είμαστε έξω από το σπίτι μου. Το ασανσέρ, άλλος ένας μάταιος
διάλογος, όχι, δεν έχω τίποτα για χάρισμα. Το μόνο που έχω να σου πω: κόψε τις
μαλακίες, βρες 20 ευρώ και γύρνα σπίτι. Συμφωνεί, ναι, θα το κάνω. Καμία
ελπίδα. Η εξώπορτα της πολυκατοικίας, ο έξω κόσμος, η φυλακή της, η δική μου
ελευθερία. Ευχαριστώ. Καλημέρα. Τέλος.
Μένω
πίσω από την πόρτα και την κοιτάζω μέχρι που εξαφανίζεται στη γωνία του δρόμου.
Ανεβαίνω στο σπίτι. Περιμένω δέκα λεπτά, βγάζω λεφτά από τη θεσούλα τους και βγαίνω
να αγοράσω καπνό. Ένα τσιγάρο για καληνύχτα και πέφτω για ύπνο. Το ξυπνητήρι
χτυπάει στις 2 παρά. Και ξυπνάω αμέσως.
Μετά
από αυτή την εμπειρία μπορώ να πω ότι έμαθα με βεβαιότητα τρία πράγματα. 1: Το
πρεζάκι είναι ένας φορέας: φορέας της πρέζας. Δεν μπορείς να έχεις πραγματική
γνώμη για ένα τέτοιο άτομο. Δε συναναστρέφεσαι αυτό το άτομο. Την πρέζα
συναναστρέφεσαι μέσω του ατόμου αυτού. Είναι ένας απλός μεσάζοντας, ένας
κουβαλητής. Όπως δε θα κάνεις παράπονα σε έναν υπάλληλο για τις τιμές ενός
πολυκαταστήματος, έτσι δεν μπορείς και να κατηγορήσεις ένα πρεζάκι για αυτό που
νομίζεις πως είναι ο χαρακτήρας του. Δέντρα χωρίς χώμα, δέντρα που παραπατάνε.
2: Ο Steve Reich είναι
το πιο αποτελεσματικό ξυπνητήρι για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και ιδιαίτερα
το Four Organs/Phase Patterns. Το
προτείνω ανεπιφύλακτα. 3: Ποτέ δεν είσαι τόσο ηλίθιος όσο νομίζεις. Υπάρχει
πάντα περιθώριο βελτίωσης.
Όσο πήγαινα
προς τη σχολή, αναρωτιόμουν τι ήταν αυτό που συνέβη, για ποιο λόγο το άφησα να
συμβεί, για ποιο λόγο το προκάλεσα. Κατέληξα σε τέσσερεις πιθανές εξηγήσεις,
που δεν είναι απίθανο να ισχύουν ταυτόχρονα. Η πρώτη έχει να κάνει με την
αμηχανία. Δεν μπορούσα να σκεφτώ κάποιο τρόπο να φύγω από το παγκάκι χωρίς να
αισθανθώ γελοίος, βολεμένος και άκαρδος. Η δεύτερη με το ότι η ζωή μου είναι
αρκετά βαρετή, μονότονη, χωρίς εξάρσεις. Και χρειαζόμουν νέες συγκινήσεις. Η
τρίτη μπορεί να είναι αυτό το κείμενο. Ίσως έψαχνα κάτι καινούργιο να
παρατηρήσω, ώστε να γράψω για αυτό. Η τέταρτη είναι ανθρώπινη. Αλληλεγγύη προς
το συνάνθρωπο. Θέλω να πιστεύω πως υπερισχύει η τέταρτη. Σίγουρα, δεν είναι
άσχημο να μη μετανιώνεις για ένα λάθος. Ιδιαίτερα όταν καταλαβαίνεις ότι τελικά
δεν ήταν λάθος.
Δύο
μέρες αργότερα έκατσα και καθάρισα το σπίτι. Πολύ με ταρακούνησε αυτό που μου
είπε για τη βρωμιά. Πού να ‘χε πάει και στο μπάνιο. Και την επόμενη Δευτέρα την
είδα να κάθεται στα σκαλιά έξω από το σταθμό στο Μοναστηράκι. Δε με κατάλαβε.
Δε με παρατήρησε. Φορούσε άλλα ρούχα, ίσως και άλλα γυαλιά ηλίου. Καθόταν δίπλα
σε κάποιον. Εντελώς μόνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου