Πριν
από αρκετούς μήνες, ίσως χρόνια πλέον, μετά από μια επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο
του Χρήστου Νικολάκη στη Βικτώρια, άρχισα να περπατάω επί της Πατησίων προς το
σπίτι μου στο Σύνταγμα. Από το μυαλό μου περνούσαν διάφορες σκέψεις που δεν
αφορούν κανέναν, ούτε καν εμένα τον ίδιο αφού δεν τις θυμάμαι πια, σκέψεις που
διακόπηκαν βίαια όταν παρατήρησα τη μαρμάρινη πινακίδα ενός δρόμου: ήταν η οδός
Γκυϊλφόρδου. Το θέαμα με τάραξε τόσο πολύ που σταμάτησα το βηματισμό μου και
έμεινα να κοιτάζω απορημένος την πινακίδα. Προφανώς δεν ήταν η πρώτη φορά που
ερχόμουν αντιμέτωπος με την αποτρόπαιη ελληνοποίηση ενός ξένου ονόματος, αλλά
τα μάτια μου διέκριναν κάτι ανεξήγητα μαγικό στο όνομα Γκυϊλφόρδος, που στην
πραγματικότητα δεν μπορεί παρά να είναι Guilford, κάτι τόσο μαγικό που δεν πρόλαβα να προσέξω το
παπάκι που τελικά δεν περνούσε. Την επόμενη φορά που πήγα στο βιβλιοπωλείο,
πάντα επί της Πατησίων και διασχίζοντας την οδό Γκυϊλφόρδου προς την αντίθετη
κατεύθυνση, πρόσεξα κάτι άλλο, που το αρχικό σοκ της πρώτης φοράς δε μου είχε
επιτρέψει να ελέγξω. Δηλαδή: να κοιτάξω στην άλλη όχθη του δρόμου. Στην
απέναντι πινακίδα λοιπόν, τη νεότερη, τη μπλε με τα λευκά και κίτρινα γράμματα,
δεν υπήρχε μόνο η ελληνοποιημένη εκδοχή του αγγλικού ονόματος, αλλά και η
αναγραφή της με λατινικούς χαρακτήρες. Κάτω από τη λέξη Γκυϊλφόρδου, έγραφε: Gkyilfordou. Μαγεία,
υπνωτισμός, υπερθέαμα. Ένα λαμπρό δείγμα του πώς καταφέρνουμε ως λαός να
διαστρέφουμε καθετί που μας έρχεται από το εξωτερικό.
Αμέσως
άρχισα να πλάθω στο μυαλό μου ένα κείμενο για τις οδούς της Αθήνας που φέρουν
ονόματα ξένων ανθρώπων. Πάντα βρώμικος και ακατάστατος στο σπίτι, πάντα
μεθοδικός μέχρι αηδίας στην έρευνα και τις σημειώσεις μου, διέτρεξα το
ευρετήριο του οδικού χάρτη και σημείωσα όλες τις οδούς που με ενδιέφεραν, τις
κατέταξα ανά περιοχή και κατέστρωσα διαδρομές. Ήθελα να τις επισκεφτώ όλες, μία
προς μία, για να δω και να καταγράψω την ακόμα πιο παράλογη λατινική εκδοχή
κάθε παράλογης ελληνοποίησης. Ενώ όμως τα είχα όλα έτοιμα, οι μέρες που θα
φιλοξενούσαν την εκστρατεία μου δεν έρχονταν, έφταναν απλώς κοντά και μετά
απομακρύνονταν ξανά. Τη μία έφταιγε ο καιρός, την άλλη η διάθεση, τη μία δεν
προλάβαινα, την άλλη ήμουν κουρασμένος. Και συνεχώς αναρωτιόμουν, πότε
επιτέλους, με ποια ευκαιρία. Αλλά για όλα υπάρχει πλήρωμα. Αν δεν μπορείς να
είσαι στην κορυφή, τότε καλύτερα να είσαι στον πάτο, αν δε βρίσκεσαι στον
Ποταμό ή στον Άι-Γιάννη της Γαύδου (ή σε κάποιον άλλο παράδεισο), τότε καλύτερα
να βρίσκεσαι στην κόλαση της δεκαπενταυγουστιάτικης Αθήνας. Αλλά όχι σε ένα κλιματιζόμενο
καταφύγιο. Αυτό θα ήταν εφιάλτης. Καλύτερα να βρίσκεσαι έξω. Στο δρόμο. Να
ψάχνεις κάτι που κανείς δε φαντάζεται. Κάτι που κανείς άλλος δε θα έψαχνε. Κάτι
που πιθανώς κανέναν δεν ενδιαφέρει. Με το κόκκινό σου καπελάκι και το χάρτη ανά
χείρας. Τουρίστας στην ίδια σου την πόλη. Δυστυχώς δεν είχε καύσωνα. Η ζέστη
ήταν σχεδόν υποφερτή.
Ξεκίνησα
από το Σύνταγμα την ενδεκάτη πρωινή της 15ης Αυγούστου και κινήθηκα
προς την Πλάκα. Ο πρώτος δρόμος που επισκέφτηκα, σε καμία περίπτωση για πρώτη
φορά, ήταν η οδός ΣΕΛΛΕΫ – SELLEY – (Shelley). Δεν ξέρω σε ποιο ήμισυ του ανδρόγυνου είναι
αφιερωμένη. Κρίνοντας από την ονομασία της προέκτασής της προς το βορρά
(Τριπόδων), θα μπορούσα να υποθέσω ότι κλείνει το μάτι στη Μαίρη ή Μέρι – MAIRY ή MERI – συγγραφέα του Φράνκενσταϊν, εκδοχή που προτιμώ,
αν και μάλλον πρόκειται για τον ποιητή Πέρσυ Μπυς ή Πέρσι Μπις – PERSY BYS ή PERSI BIS, αλλά σε καμία περίπτωση PERCY BYSSHE – αφού η προέκταση προς την άλλη κατεύθυνση είναι
η οδός ΒΥΡΩΝΟΣ – VIRONOS – (Byron). Η επόμενη οδός ήταν η μεγαλύτερη έκπληξη του
όλου εγχειρήματος. Γιατί μπορεί να υπάρχει ένα μικρό ποσοστό αυθαιρεσίας στην
ελληνική εκδοχή ΔΑΥΪΔ ΝΤ’ ΑΝΖΕ, αλλά η λατινική DAVID D’ANGERS είναι απόλυτα πιστή στην πραγματικότητα, κάτι που
εκτός από εκπληκτικό είναι και απογοητευτικό. Αν είναι έτσι και η συνέχεια
καήκαμε, σκέφτηκα. Όμως αυτή η χώρα δε σε απογοητεύει ποτέ. Στο Κουκάκι
συνάντησα τις καθόλου απογοητευτικές αλλά εξίσου ικανοποιητικές οδούς ΡΟΒΕΡΤΟΥ
ΓΚΑΛΛΙ – ROVERTOU GALLI – (Roberto Galli), ΓΑΡΙΒΑΛΔΗ – GARIVALDI – (Garibaldi), και ΚΑΒΑΛΟΤΤΙ – KAVALOTTI – (Cavalotti), και μόνο η οδός ΓΟΥΕΜΠΣΤΕΡ – WEMSTER κατάφερε να σταθεί
στο ύψος των περιστάσεων και να διατηρήσει το μεγαλείο της ελληνικής οδικής
ονοματοδοσίας. Βγαίνοντας στην οδό Ερεχθείου, κοίταξα αριστερά και έστριψα
δεξιά. Από πίσω μου άκουσα κάποιον να φωνάζει Αλέξανδρε, ή τι κοιτάς ρε, γύρισα
να κοιτάξω ξανά, ήταν ένας τύπος, του κούνησα το χέρι εννοώντας όχι, σε κάθε
περίπτωση. Άλλος ένας άνθρωπος που ξέμεινε στην Αθήνα, σκέφτηκα, που έχει
παραισθήσεις ελπίδας ότι βλέπει το φίλο του τον Αλέξανδρο, ή που ψάχνει ένα
ζευγάρι γροθιές για να σπάσει τη μονοτονία.
Στους
δρόμους υπήρχαν ελάχιστοι άνθρωποι. Πέρασα τη Συγγρού περπατώντας χωρίς να
σταματήσω, σχεδόν χωρίς να ελέγξω καν. Θα προλάβαινα να στρίψω τσιγάρο και να
καπνίσω το μισό στη μέση του δρόμου μέχρι να βαρεθώ και να συνεχίσω την πορεία
μου προσβεβλημένος που δεν ερχόταν κανείς να με ενοχλήσει, να ενοχληθεί ή να με
πατήσει για να τελειώνουμε. Μπαίνοντας στον Νέο Κόσμο βρήκα άλλον ένα σχετικά
απογοητευτικό δρόμο, την οδό ΜΑΡΡΑΙΗ – MURRAY – (Murray), όμως αμέσως μετά αποζημιώθηκα από την οδό
ΚΛΕΜΑΝΣΩ – KLEMANSO – (Clemenceau), δεν μπόρεσα παρά να θαυμάσω τα αμερόληπτα διαλυτικά (κρίμα που η λέξη
διαλυτικά δεν έχει διαλυτικά) και τη συμμετρία της οδού ΛΟΫΔ ΤΖΩΡΤΖ – LOΫD TZORTZ – (Lloyd George), να προβληματιστώ
για την πραγματική γραφή του ονόματος του κυρίου ΡΕΝΕ ΠΥΟ – (ή ΡΕΝΕ ΠΥΩ όπως
αναγράφεται σε μία ανεπίσημη πινακίδα στην απέναντι πλευρά του δρόμου, στον
αριθμό 2, χωρίς λατινική εκδοχή) – RENE PYO – (René Puaux, όπως αποδείχθηκε), να αναρωτηθώ για το αν η οδός
ΕΓΓΕΛΗ – EGELI – (γιατί μόνο ένα G;) – αναφέρεται στο Χέγκελ, τον Ένγκελς (μάλλον όχι), ή σε κάποιον Έλληνα
με παράξενο όνομα τον οποίο αγνοώ. Έχοντας δει τα διαλυτικά του κυρίου Tzortz θα έπρεπε να είμαι
υποψιασμένος, αλλά πλησιάζοντας στην οδό ΦΙΝΛΕΫ ήμουν σίγουρος πως είχε βρεθεί
ο άνθρωπος που κέρδισε το σύστημα μεταγραφής, αλλά απογοητεύτηκα, για τους
αντίθετους λόγους αυτή τη φορά, βλέποντας αυτό: FINLEΫ. Όχι κύριε Φίνλεϋ, δυστυχώς σας την έφεραν.
Φανήκατε μαχητικός αλλά αποτύχατε παταγωδώς. Δείτε όμως πόσο αστεία
αποτελέσματα έχει ο κύριος ΝΤΟΝΤΟΥΕΛ – NTONTOUEL – (Dodwell). Ακολούθησαν οι ικανοποιητικές αλλά ανιαρές οδοί
ΟΒΡΕΝΟΒΙΤΣ – OVRENOVITS – (Obrenović), ΣΤΟΥΑΡΤ – STOUART – (Stewart), ΤΟΥΡΜΕΡ – TOURMER – (ίσως ο κύριος Τούρμερ ανήκει στη φαντασία), ΝΤΕΛΑΚΡΟΥΑ
– NTELAKROUA
– (Delacroix),
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΥ ΣΜΙΘ – FREIDERIKOU SMITH – (λογικά κάποιος από τους δεκάδες Friedrich Schmidt που εμφανίζονται στο διαδίκτυο, και όχι ο Frederick Smith, ιδρυτής και πρόεδρος
της FedEx)
και ΕΣΣΕΛΙΓΚ – ESSELIGK – (Esseling). Με εξαίρεση την τελευταία, που διεγείρει τις αισθήσεις με αυτό το
ανεκδιήγητο GK, οι εν λόγω επιγραφές είναι ανιαρές, αλλά δεν παύουν να είναι βιασμός για
τα μάτια. Η μόνη αξιομνημόνευτη ανακάλυψη σχετικά με τα τελευταία οικοδομικά
τετράγωνα είναι ότι στην οδό Πύρρας υπάρχει ένα σούπερ-μάρκετ Γαλαξίας, ενώ δύο
(ή τρεις, ανάλογα με την κάθετη θα επιλέξεις) παραλλήλους βορειοανατολικά
υπάρχει η οδός Γαλαξία. Άλλη μία χαμένη ευκαιρία.
Είναι
η στιγμή που νομίζω ότι έχω πιάσει το νόημα, ότι έχω καταλάβει πώς παίζεται το
παιχνίδι, αλλά εκεί που νομίζω ότι θα μπορούσα να προβλέψω με ελάχιστη
πιθανότητα λάθους κάθε λατινική εκδοχή, δέχομαι ένα χτύπημα που μου δείχνει
πόσο μικρός και αυθάδης είμαι. Φαντασμένος και επηρμένος. Βλάσφημος. Βλαξ.
Φτάνω στο τέλος της οδού Σμιθ και βλέπω ένα αθλητικό κέντρο. Στο γήπεδο του
τέννις υπάρχουν μία μαμά, ένας μπαμπάς, δύο κοριτσάκια και ένα αγοράκι. Δεν
έχουν ρακέτες, ούτε μπαλλάκια, απλώς τρέχουν και κυνηγιούνται όλοι μαζί μέσα
στο γήπεδο, κάτω από τον καυτό μεσημεριανό ήλιο. Τους κοιτάζω για λίγα
δευτερόλεπτα. Η μαμά λέει, έλα, να φύγουμε σε λίγο να πάμε για φαγητό. Μία
εικόνα που θα μπορούσε να μου προκαλέσει ακατάσχετη μελαγχολία. Αλλά με γεμίζει
αισιοδοξία. Αρκετά. Στο θέμα μας. Γυρίζω το κεφάλι μου και κοιτάζω την
πινακίδα. Βρίσκομαι στην οδό ΧΕΛΝΤΡΑΪΧ – CHELNTRAΪCH – (Heldreich). Αν είναι δυνατόν. Νομίζω ότι κάθε σχόλιο είναι
περιττό. Ας μείνουμε απλώς σιωπηλοί και ας θαυμάσουμε για λίγο αυτή την απίθανη
λέξη, τη μεσαία, έναν από τους πιο εξαίρετους (αν το επίθετο εξαίρετος μπορούσε
να υπάρξει σε υπερθετικό βαθμό, αυτή θα ήταν μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις)
καρπούς της διεστραμμένης αυτής διάνοιας. Έχουν περάσει τόσες μέρες και ακόμα
δεν μπορώ να το πιστέψω.
«Αφέντη
Ονοματοθέτη, τι ονόματα να δώσω στους δρόμους γύρω από τις εργατικές κατοικίες
του Νέου Κόσμου;» ρώτησε ο βοηθός ονοματοθέτη.
«Μμμ,»
συλλογίστηκε εκείνος, «ξένους, άντρες, από νι.», ξανασήκωσε τον κονδυλοφόρο του
και συνέχισε το θεάρεστο έργο του.
Οι
εργατικές κατοικίες είναι αυτές που καθαρίζονται και ανακαινίζονται μόνες τους.
Δεν έχει καύσωνα, αλλά τι να κάνεις, θα σκεφτείς και καμιά μαλακία, μπορεί να
τη σημειώσεις κιόλας. Ποιος ξέρει, ίσως είναι προσφυγικές τελικά. Το θέμα είναι
ότι στις κατοικίες αυτές, που βρίσκονται, έτσι, για την αντίθεση, δίπλα στο Athenaeum Intercontinental (Ατενέουμ
Ιντερκοντινένταλ), υπάρχουν οι οδοί ΝΤΕΚΑΡΤ – NTEKART – (Descartes) – μπορεί ο κύριος Ντεκάρτ να γλίτωσε από τη
γνωστή ελληνοποίηση Καρτέσιος, αλλά όχι και από τη βάρβαρη επαναλατινοποίηση
του ονόματός του, ούτε ο ίδιος δε θα το αναγνώριζε – ΝΤΥΜΟΝ – NTYMON – (Dumont) – που αποτελεί μία
μικρή νίκη απέναντι στο σύστημα – ένα δρομάκι είκοσι μέτρων, ονόματι ΝΟΫΜΑΝ – NOYMAN – (Neumann) – χωρίς διαλυτικά
στη λατινική αναγραφή, για κάποιον ανεξήγητο λόγο – και τέλος, η οδός ΝΤΟΥΡΜ – DOURM – (Durm). Ο λόγος για τον
οποίο ο κύριος Ντουρμ απολαμβάνει το D του ονόματός του παραμένει άγνωστος μέχρι τις μέρες μας. Ίσως ο Αφέντης
Ονοματοθέτης σκουντουφλούσε πάνω από τα κιτάπια του εκείνο το βράδυ και άρχισε
να γράφει σαν κανονικός άνθρωπος. Ή ίσως είναι ένα λάθος του βοηθού
ονοματοθέτη. Δεν πειράζει. Ένα ασυνεπές προς τον εαυτό του σύστημα μοιάζει
αδύναμο, ανοχύρωτο και ευάλωτο, αλλά στην πραγματικότητα, αυτού του είδους οι
ασυνέπειες είναι που το καθιστούν πανίσχυρο.
Ακολούθησαν
οι οδοί ΒΟΛΤΑΙΡΟΥ – VOLTAIROU – (Voltaire) – στο πεζοδρόμιο της οποίας δύο γειτόνισσες
κάθονταν και κάπνιζαν˙ ΣΤΡΟΓΚΟΝΩΦ – STROGKONOF – (Stroganov – ή Stroganoff σύμφωνα με το γαλλικό σύστημα μεταγραφής ρωσικών ονομάτων) – η οποία
απέναντι αναγράφεται ως ΣΤΡΟΓΓΟΝΩΦ, χωρίς λατινικά, στο κτίριο όπου ένας
Απωασιάτης άραζε στο μπαλκόνι ενώ ο δρόμος ήταν γεμάτος από τη μυρωδιά φαγητού
που ψηνόταν γεμάτο μπαχάρια˙ ΤΖΩΡΤΖ ΧΟΡΤΟΝ – CHORTON – (George Horton) – χωρίς Tzortz στην πινακίδα που βρίσκεται στο κτίριο της Τράπεζας Πειραιώς, ενώ απέναντι,
στην αντιπροσωπεία της Seat (καινούργια, μεταχειρισμένα, ανταλλαγές),
βλέπουμε το TZORTZ αλλά το
επίθετο καλύπτεται από ένα air-condition. Το τέλος επεφύλασσε κάτι πιο θεαματικό. Την
προέκταση της οδού Φρειδερίκου Σμιθ, η οποία λέγεται ΣΤΑΓΧΩΠ – STAGHOP – (Stanhope). Θα μπορούσε να
είναι κάποιος χορός. Χόρεψε σταγκ-χοπ, χόρεψε τρελά, και τα λοιπά, και τα
λοιπά.
Έτσι
λοιπόν ολοκληρώθηκε η περιπλάνησή μου στον Νέο Κόσμο. Καμία Ισαβέλλα (Isabella I) δε με περίμενε να
επιστρέψω, αλλά ούτως ή άλλως δε θα επέστρεφα ακόμα, η περιπλάνησή μου
βρισκόταν ακόμα στη μέση. Σύντομο πέρασμα από το κέντρο του κέντρου, και μετά
Ομόνοια και Πατησίων. Για την επιστροφή μου προς το κέντρο είχα πολλές
επιλογές. Μπορούσα να πάρω το μετρό από τη στάση Συγγρού-Φιξ. Ή τραμ από την
Κασομούλη. Ακόμα και λεωφορείο από τη Συγγρού. Τόσες επιλογές. Γι’ αυτό κι εγώ
γύρισα με τα πόδια. Γιατί όσο περπατούσα και εξερευνούσα την πόλη μου, σκέφτηκα
ότι αυτή η περιπλάνηση δεν ήταν μόνο ένας τρόπος να περάσω την ώρα μου και
υλικό για ένα κείμενο που είχα από καιρό υποσχεθεί στον εαυτό μου, αλλά στην
ουσία ήταν ένα προσκύνημα, δεν ξέρω σε τι, ίσως στους τόπους της αυθαιρεσίας
και της ασυνέπειας, αλλά δεν έχει σημασία, ήταν ένα προσκύνημα. Όλη τη μέρα
άνθρωποι πήγαιναν γονυπετείς μέχρι την Παναγία της Τήνου. Θα ήταν υποκριτικό
από μέρους μου, σκέτη προδοσία, να αποφύγω τον κόπο και να αφεθώ στις ανέσεις
ενός μέσου μεταφοράς. Αν δεν μπορείς να είσαι στην κορυφή, καλύτερα να είσαι
στον πάτο. Μόνο πόδια.
Στο
κέντρο λοιπόν πέρασα από την οδό ΕΔΟΥΑΡΔΟΥ ΛΩ – EDOUARDOU LO – (Edward Law). Και ποιος δε θυμάται την περίπτωση της ανώνυμης
δεσποινίδος που επί δημαρχίας Νικήτα Κακλαμάνη έστειλε επιστολή αιτούμενη τη
μετονομασία της οδού Εδουάρδου Λω σε Τζουντ Λω. Συνέχισα προς τα Εξάρχεια όπου
πήγα σε γνώριμες οδούς, τη ΓΑΜΒΕΤΤΑ – GAMVETA – (Gambetta) – πού πήγε το δεύτερο Τ;˙ τη ΓΛΑΔΣΤΩΝΟΣ – GLADSTONOS – (Gladstone)˙ τη ΒΕΡΑΝΖΕΡΟΥ
– VERANZEROU
– (Béranger) – η οποία επί της πλατείας Κάνιγγος αναγράφεται
ως Ι. ΒΕΡΑΝΤΖΕΡΟΥ – I. VERANTZEROU. Πουθενά δεν υπάρχει πινακίδα για την πλατεία, παρά μόνο για την οδό
ΚΑΝΙΓΓΟΣ – KANINGOS – (Canning). Και φυσικά, η οδός ΤΖΩΡΤΖ – TZORTZ – (Church!). Και αμέσως μετά πέρασα την Πατησίων και βρέθηκα
σε ένα κόσμο όπου δεν ήταν Δεκαπενταύγουστος, που μύριζε ψοφίμι και κατρουλιό
και οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν όπως κάθε μέρα. Περπάτησα στην οδό ΣΑΤΩΒΡΙΑΝΔΟΥ –
SATOVRIANDOU
– (Chateaubriand), και στη συμβολή με τη Μενάνδρου συνειδητοποίησα ότι είχα ξεχάσει την
πορεία που έπρεπε να ακολουθήσω, γιατί η αλήθεια είναι πως σε αυτά τα μέρη της
πόλης δεν ξέρω πολλά ονόματα. Στάθηκα λοιπόν στη γωνία και έβγαλα το χάρτη μου,
και μετά από λίγο ήρθε δίπλα μου και στάθηκε ένα μυστήριος τύπος που έβγαλε το
κινητό και το έβαλε στο αυτί του. Άρχισα να φτιάχνω σενάρια στο μυαλό μου, όχι
από ανησυχία ή φόβο, περισσότερο από συνήθεια. Ότι με είδε με χάρτη και
σακίδιο, με πέρασε για τουρίστα και τώρα τηλεφωνούσε σε ένα φίλο για να έρθει
και να μου πάρουν το σακίδιο, τα λεφτά και το κινητό. Θα απογοητευόταν. Το
σακίδιο ήταν άδειο – ψέματα, είχα μέσα το τετράδιό μου και δε θα άντεχα να χάσω
άλλο ένα – πάνω μου είχα περίπου πέντε ευρώ, και το κινητό μου είναι οκταετίας,
ή κάτι παραπάνω. Επιπλέον, δεν είμαι τουρίστας, άλλη μία απογοήτευση. Σκέφτηκα
εκείνη τη στιγμή, για πρώτη φορά, το παράξενο θέαμα που πρέπει να παρουσίαζα σε
όποιον με έβλεπε. Και το σκέφτηκα τότε, γιατί ήταν η πρώτη φορά που έβγαλα το
χάρτη και υπήρχαν άνθρωποι γύρω μου. Στον Νέο Κόσμο δεν υπήρχε κανείς, μόνο
κάτι γυμνοί μέσα σε – αρκετά με αυτό το αστείο. Και αν κάποιος με παρατηρούσε
καλύτερα, θα έβλεπε ότι δεν κρατούσα μόνο χάρτη, αλλά και ένα χαρτί και ένα
στυλό. Αν ο μυστήριος φίλος μου με ακολουθούσε, θα παραξενευόταν βλέποντάς με
να σημειώνω τα ονόματα των δρόμων. Και πιθανώς θα συμπέραινε ότι, όντως, ήμουν
τουρίστας και ότι σημείωνα τα ονόματα για να γυρίσω από κει που ήρθα, σαν
Κοντορεβυθούλης ή Θησέας. Μου άρεσε η σκέψη ότι κάποιος μπορεί να με
παρατηρούσε και να του φαινόμουν ηλίθιος, ή έστω ανεξήγητος. Ο μυστήριος φίλος
μου όμως δε μου έκανε την τιμή να με ακολουθήσει για να με κλέψει και να με
μαχαιρώσει.
Στη
συνέχεια επισκέφτηκα την οδό ΚΑΡΟΛΟΥ – KAROLOU – (τώρα, ποιος Charles ή Karl μπορεί να είναι αυτός, δεν το γνωρίζω, απλώς
ελπίζω στη λιγότερο πιθανή εκδοχή, δηλαδή να είναι μια ελληνοποίηση του
ονόματος του Λιούις Κάρρολλ, αν και πιστεύω ότι αν η επιθυμία ίσχυε, η λατινική
εκδοχή θα ήταν KARROLLOU) – τη ΒΙΚΤ. ΟΥΓΚΩ – VIKTOROS OUGO – (Victor Hugo) – η οποία στο απέναντι κτίριο αναγράφεται ως
ΒΙΚ. ΟΥΓΚΩ – VIC. HUGO –
την καθόλου καταπληκτική από ονομαστικής άποψης οδό ΦΑΒΙΕΡΟΥ – FAVIEROU – (Fabvier) – η οποία ωστόσο
είναι ένας φοβερός δρόμος σκεπασμένος από δέντρα, την οδό ΜΑΙΖΩΝΟΣ – MAIZONOS – (Maison) – και την οδό
ΜΑΓΕΡ – MAGER – (Meyer), για το hostel (χόστελ) της οποίας τόσες φορές με έχουν ρωτήσει φορτωμένοι τουρίστες, σε
εντελώς άσχετα σημεία της πόλης.
Μετά
από τη βόλτα μου σε αυτό το κομμάτι της πόλης που επισκέπτομαι τόσο σπάνια,
άρχισα να περπατάω προς τη Βικτώρια (Victoria). Στη γωνία 3ης Σεπτεμβρίου και
Ηπείρου, στο πεζοδρόμιο, την προσοχή μου τράβηξε ένα βιβλίο, όχι τόσο επειδή
ήταν βιβλίο όσο λόγω του εξωφύλλου του: σημάδια που στα μάτια μου έμοιαζαν
αραβικά. Σπουδαία σύμπτωση, σπάνια βόλτα στο αραβικό κομμάτι της πόλης, ευκαιρία
να αποκτήσω ένα βιβλίο στα αραβικά. Κοίταξα γύρω μου, το σήκωσα και το έβαλα
στην τσάντα μου. Όπως αποδείχθηκε, ήταν η μοντέρνα Βίβλος στα Φαρσί. Δεν ξέρω
τι σημαίνει μοντέρνα Βίβλος. Στο εσώφυλλο, με λατινικούς χαρακτήρες, γράφει Farsi Contemporary Bible, ενώ στο οπισθόφυλλο
γράφει Gospel for Guests
και δίνει έναν ιστότοπο με ολλανδική κατάληξη. Με αυτή την ευκαιρία θέλω να
υπενθυμίσω ότι οι γλώσσες της Μέσης Ανατολής διαβάζονται από τα δεξιά προς τα
αριστερά, αλλά και να σημειώσω ότι τα βιβλία αυτών των γλωσσών ανοίγουν από τα
αριστερά προς τα δεξιά. Είναι παράξενη η αίσθηση όταν κρατάω αυτό το βιβλίο και
αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα να το αποκρυπτογραφήσω αντιπαραβάλλοντάς το με μία
Βίβλο στα ελληνικά. Παλιά σκεφτόμουν ότι για να γράφουν οι Άραβες από τα αριστερά
προς τα δεξιά, πρέπει ή να είναι κατά συντριπτική πλειοψηφία αριστερόχειρες, ή
να είναι εντελώς ηλίθιοι, αλλά αυτό το θέμα δεν είναι της παρούσης. Σίγουρα
κάτι μου διαφεύγει. Εν πάση περιπτώσει, αυτό που σκεφτόμουν με το καινούργιο
μου βιβλίο στην πλάτη καθώς περπατούσα προς την αιτία και ρίζα του εγχειρήματός
μου, είναι ότι η ενστικτώδης ανάγνωση της προπατορικής πινακίδας από έναν
Άραβα, δεν μπορεί παρά να είναι ΥΟΔΡΟΦΛΪΥΚΓ – UODROFLIYKG. Αφήνοντας πίσω μου το δρόμο μου, πέρασα από την
οδό ΧΕΫΔΕΝ – CHEYDEN – (Hayden), και αναρωτήθηκα για ποιο λόγο ο κύριος Χέυδεν δεν κατάφερε να αναγραφεί
όπως γράφεται στη γλώσσα του. Αν αυτές οι τερατώδεις μεταγραφές γίνονται για
λόγους προφοράς και πρακτικότητας, κάτι που υποπτεύομαι ότι ισχύει, τότε δε
βρίσκω κανένα πρόβλημα στην εκδοχή Hayden. Αντιθέτως, φαντάζομαι τουρίστες από πολλές χώρες
να ζητούν οδηγίες για την οδό Τσέυντεν ή Κέυντεν ή Σεντέν – ψέματα, δεν πιστεύω
ότι υπήρξε ποτέ τουρίστας που ζήτησε οδηγίες για την οδό Χέυδεν, παρόλο που
είναι κι αυτή καλυμμένη από έναν πανέμορφο θόλο δέντρων. Ίσως κάποιος
ξενόγλωσσος όχι τουρίστας, κάποτε.
Λίγα
τετράγωνα πιο πέρα βρίσκεται η επίσης θολωτή οδός ΔΕΡΙΓΝΥ – DERIGNY – (de Rigny). Δε θα σταθώ τόσο
στη σχετικά καλή τύχη που είχε το όνομά του, όσο στο πλήρες όνομά του, το οποίο
είναι Marie Henri Daniel Gauthier, comte de Rigny.
Θα προσπαθήσω λοιπόν να δοκιμάσω τα όσα έμαθα από την περιπλάνησή μου για την
μεταγραφή ξένων ονομάτων, σε μια υποθετική οδική πινακίδα που θα έφερε το
πλήρες όνομα του κόμητος. Έχουμε και λέμε: ΜΑΡΙ ΑΝΡΙ ΝΤΑΝΙΕΛ ΓΚΩΤΙΕ, ΚΟΜΤ ΝΤΕ
ΡΙΓΝΥ – MARI ANRI NTANIEL GKOTIE, KOMT DE RIGNY. Αρκετά καλά νομίζω.
Δε θα έμενε μάτι για μάτι. Συνέχισα προς την οδό που, πριν αρχίσω τη βόλτα μου,
θεωρούσα ότι θα κέρδιζε το σύστημα, όμως, βάσει όσων είχα δει, είχα ήδη χάσει
κάθε ελπίδα. Έτσι λοιπόν, η λατινική εκδοχή της οδού ΧΑΜΙΛΤΟΝ δεν ήταν φυσικά Hamilton, αλλά CHAMILTON. Απογοήτευση από
τη μία. Αποθέωση από την άλλη. Ωστόσο, σε συνδυασμό με την επόμενη και
τελευταία οδό που επισκέφτηκα, αναρωτιέμαι γιατί η οδός του κυρίου Χάμιλτον δεν
έγινε ΧΑΜΙΛΤΩΝΟΣ. Γιατί η επόμενη ήταν η οδός ΚΟΔΡΙΓΚΤΩΝΟΣ – KODRIGKTONOS – (Codrington). Προσέξτε,
ξανά, πόσο όμορφο είναι αυτό το GK. Ήξερα ότι είχα τελειώσει, είχα περάσει από όλους
τους δρόμους που ήθελα, τουλάχιστον για αυτή την άγια μέρα, αλλά συνέχισα να
περπατάω προς τα Πατήσια επειδή δεν ένοιωθα κουρασμένος, επειδή δε βιαζόμουν
και επειδή μπορεί να υπήρχε κάποιο θαμμένο διαμάντι κάτω από την εκλεκτικότητα
του χάρτη μου ή έξω από τα όρια του. Περπάτησα μέχρι την Παναγία των Πατησίων
χωρίς να βρω τίποτα, και αποφάσισα να γυρίσω σπίτι.
Χωρίς
να φοβάμαι ότι θα πέσω πάνω σε κάποιον περαστικό, έβγαλα το χαρτί όπου είχα
σημειώσει όλους τους ξένους δρόμους της Αθήνας και χάζεψα τα ονόματα. Μπήκα
στον πειρασμό να επισκεφτώ τους υπόλοιπους κάποια άλλη μέρα, αλλά όχι για πολύ.
Το κείμενο θα γραφόταν με τις οδούς του προσκυνήματος και μόνο. Ήταν θέμα
αρχής. Ωστόσο, θα βρω τον τρόπο να κάνω μια σημείωση αν ποτέ η τύχη με πάει
στην οδό Μ. Κιουρί στο Αιγάλεω, στην οδό Ομήρου Ντέιβις στο Ψυχικό, στην οδό
Αϊνστάιν στο Κερατσίνι, στις οδούς Νεϊγύ, Τσώρτσιλ, Σαμουήλ Χάου που ο οδικός
μου χάρτης τοποθετεί στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας, σε κάποια από τις
δεκατρείς οδούς Κέννεντυ, σε κάποια από τις είκοσι δύο οδούς και δύο (ή ίσως
πέντε) πλατείες Φλέμινγκ, και θα είμαι ευτυχής, για παρόμοιους αλλά
διαφορετικούς λόγους, αν ποτέ βρεθώ στην οδό Αμερικανίδων Κυριών στη Νίκαια,
στην οδό Επτά στην Κηφισιά, ή στις οδούς Άλφα, Βήτα, Γάμμα, Δέλτα, Έψιλον,
Ζήτα, Ήτα, Θήτα και Ιώτα στο Ελληνικό. Κοιτάζοντας το χαρτί μου είδα τις δώδεκα
οδούς Ζάππα που υπάρχουν στο λεκανοπέδιο, συν ένα μέγαρο, και σκέφτηκα ότι
είναι κρίμα που ούτε μία από αυτές δεν είναι αφιερωμένη στο Φρανκ. Στο Βίλνιους
του έχουν στήσει ολόκληρο άγαλμα. Και επιπλέον, επειδή ο Αφέντης Ονοματοθέτης δε
θα μπορούσε να σκαρφιστεί καμία βαρβαρότητα. Είμαι βέβαιος, αυτή τη φορά είμαι
βέβαιος: ΦΡΑΝΚ ΖΑΠΠΑ – FRANK ZAPPA. Και μετά σκεφτόμουν όλες αυτές τις οδούς
Παπανδρέου και Καραμανλή, γι’ αυτό θέλω να κάνω άλλη μία σημείωση, σε περίπτωση
που αυτό το κείμενο διασωθεί για τις επόμενες γενιές Αθηναίων: αν ποτέ υπάρξει
οδός Γεωργίου Παπανδρέου αφιερωμένη στον εγγονό, εσείς του τότε να ξέρετε ότι
όχι πάροδο ή παράδρομο, όχι υπόγεια διάβαση ή ποδηλατόδρομο, δεν άξιζε ούτε
διάδρομο. Φτάνοντας στην Ομόνοια, ή Ομονόια όπως την αποκαλεί ένας φίλος, και
περνώντας ξανά από την οδό Γλάδστωνος, σκεφτόμουν ότι ίσως οι υπεύθυνοι για τις
πινακίδες των οδών να περιμένουν, να περίμεναν πάντα, ένα κείμενο όπως αυτό για
να αποφασίσουν να αντικαταστήσουν τις υπάρχουσες πινακίδες με καλύτερες, χωρίς
παρανοϊκές αλληλουχίες γραμμάτων, ώστε να πάρουν κάποια μιζούλα, ότι μπορεί
αυτό να ήταν εξ αρχής το σχέδιό τους.
Περιμένοντας
στο φανάρι της Πανεπιστημίου, συνειδητοποίησα ότι έχουμε δώσει κάτι
παρακατιανές οδούς στον Όμηρο, το Σωκράτη, το Φειδιπίδη και τους υπόλοιπους
αρχαίους, ότι ο Περικλής, ας πούμε, είναι απλώς μία από τις τέσσερεις
μεταμορφώσεις της Καραγιώργη Σερβίας (Αγίας Ειρήνης, Αθηναΐδος), ότι η κατάσταση
είναι ίδια ή παρόμοια και για τους νεότερους, (κάτι δρομίσκοι για τον Παπανικολάου,
το Σκαλκώτα και το Μητρόπουλο, καμία οδός για τον Ξενάκη και για πόσους ακόμα),
ότι σίγουρα κάποια στιγμή ένας δρόμος θα πάρει το όνομα κάποιου ντενεκέ που μας
κυβέρνησε, ότι έχουμε δώσει σε βασικές αρτηρίες της πόλης μας ονόματα διαφόρων
βασιλέων και βασιλισσών που μας επιβλήθηκαν έξωθεν και δεν αφορούν κανέναν.
Σοφία, Κωνσταντίνος, Αμαλία, Όθων, Γεώργιος. Ποιοι είναι όλοι αυτοί; Έχω λοιπόν
κάποιες προτάσεις. Δεν έχω κάποια προτίμηση ως προς τον (κεντρικό) δρόμο που θα
λάβει καινούργιο όνομα, ούτε θα είχα πρόβλημα να αναγνωρίσω κάποια καλύτερη
αντιπρόταση. Εν πάση περιπτώσει, οι προτάσεις μου είναι οι εξής: οδός Αρκά,
οδός Ντένης Μαρκορά, οδός Λιλιπούπολης (και όχι Λιλιπουπόλεως), οδός Εμμανουήλ
Ροΐδη, οδός Νίκου Γκάλη και οδός Θανάση Βέγγου. Πόσα πράγματα μπορεί κανείς να
σκεφτεί σε ένα και μόνο φανάρι της Πανεπιστημίου, νόμιζα ότι δε θα ανάψει ποτέ.
Το
ιστορικό τρίγωνο της Αθήνας είναι ένα σχεδόν ορθογώνιο σχεδόν ισόπλευρο
τρίγωνο, που ορίζεται στη μία του πλευρά από την οδό Σταδίου, η οποία, κάποτε,
έφτανε μέχρι το Παναθηναϊκό στάδιο. Σύμφωνα με τους κατά προσέγγιση
υπολογισμούς μου, πλέον είναι περίπου 950 μέτρα. Αν ήταν 185 ή 192 μέτρα, θα μου άρεσε
πολύ η σύμπτωση και δε θα είχα καμία ένσταση. Αλλά όσο κι αν βγαίνει η
αριθμητική, θα μου φαινόταν υπερβολικό, προτιμότερο πάντως της παρούσας
κατάστασης, να μετονομαστεί σε οδό Πέντε Σταδίων. Γι’ αυτό, και για να
επιστρέψω στη βασική θεματολογία του κειμένου, θα προτείνω μία τελευταία
μετονομασία: της Σταδίου σε οδό ΙΩΑΝΝΟΥ ΛΕΝΝΩΝΟΣ – IOANNOU LENNONOS.
Γύρισα
σπίτι, έφτιαξα μια πορτοκαλάδα, μια ομελέττα και μια ντοματοσαλάτα, έφαγα,
ξάπλωσα στον καναπέ, χάζεψα, διάβασα, σημείωσα, είδα Ολυμπιακούς αγώνες, κάποια
στιγμή έκανα ένα μπάνιο. Δεν κοιμήθηκα νωρίς. Αυτές, και τριάντα ώρες στην
Εύβοια (Euboea), ήταν οι καλοκαιρινές μου διακοπές για το 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου