Δεν είσαι ο Κινέζος που περίμενα
(διήγημα)
Στα μέσα του περσινού καλοκαιριού γεννήθηκε στο μυαλό μου μία
απορία. Βρισκόμουν σε ένα βιβλιοπωλείο και χάζευα τις νέες κυκλοφορίες. Κάποια στιγμή
σήκωσα το βιβλίο ενός Κινέζου συγγραφέα επειδή μου τράβηξαν την προσοχή οι κινέζικοι
χαρακτήρες που υπήρχαν στο εξώφυλλο, και είδα έναν που έμοιαζε με Φ, με τη διαφορά
ότι το σχήμα που διέκοπτε την κάθετη γραμμή δεν ήταν ωοειδές αλλά παραλληλόγραμμο.
Δεν προσπάθησα να πνίξω ένα χαμόγελο. Η απορία μου ήταν η εξής: αν ο κινέζικος γραπτός
λόγος αποτελείται από δεκάδες χιλιάδες (εκατομμύρια όπως πίστευα τότε) χαρακτήρες,
υπάρχουν χαρακτήρες που συμπίπτουν με τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου;
Τελικά
δεν αγόρασα κάτι. Έφυγα παίρνοντας μαζί μόνο την απορία μου. Τις επόμενες μέρες
δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτε άλλο, παρ’ όλ’ αυτά, ως γνήσια αναβλητικός άνθρωπος,
δεν έκανα κάτι για να ικανοποιήσω την περιέργειά μου, παρά μόνο ονειροπολούσα. Όταν
επιτέλους απέβαλα την αναβλητικότητά μου, και πήρα απόφαση ότι το διαδίκτυο δεν
μπορούσε να απαντήσει στο ερώτημά μου, έγραψα τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου
σε ένα κομμάτι χαρτί, το οποίο κουβαλούσα στην τσέπη μου όπου κι αν πήγαινα, με
σκοπό να το δείξω σε κάποιον Κινέζο τουρίστα. Αλλά οι Κινέζοι είχαν φύγει.
Απελπίστηκα
όταν συνειδητοποίησα ότι θα έπρεπε να περιμένω μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Για να
βρω λίγη παρηγοριά, μπήκα στο διαδίκτυο και έλυσα κάποιες παράπλευρες υποαπορίες.
Μία από αυτές ήταν το αν υπάρχουν κινέζικα σταυρόλεξα. Η απάντηση ήταν θετική, παρόλο
που θεωρούσα πιθανότερο το αντίθετο. Η διαφορά είναι ότι αυτά τα σταυρόλεξα δε διασταυρώνουν
γράμματα αλλά λέξεις. Χρησιμοποιούνται μάλιστα για να μαθαίνουν τα παιδιά πιο εύκολα
τις παροιμίες. Μία άλλη απορία αφορούσε
τον τρόπο λειτουργίας των κινέζικων λεξικών. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει αλφάβητο,
μου ήταν αδύνατο να φανταστώ ένα εύχρηστο σύστημα οργάνωσης. Έμαθα λοιπόν ότι υπάρχουν
δύο κυρίαρχες μέθοδοι. Στην πρώτη
χρησιμοποιείται ένα σύστημα (pinyin, που σημαίνει συλλαβίζω-ήχος) το οποίο μοιάζει με
το δυτικό, δηλαδή ο χρήστης αναζητά τη λέξη ανάλογα με τον αρχικό ήχο. Στη δεύτερη,
που μου φάνηκε πιο εξεζητημένη (και πιο γοητευτική), ο χρήστης πρέπει να αναγνωρίσει
τη βάση του χαρακτήρα (hanzi) και να μετρήσει τις υπόλοιπες γραμμές που τον σχηματίζουν.
Ανάλογα με τον αριθμό, ανατρέχει στο αντίστοιχο τμήμα των σελίδων που αφορούν τη
συγκεκριμένη βάση, για παράδειγμα στις λέξεις που, εξαιρουμένης της βάσης, αποτελούνται
από έξι γραμμές. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι το πρώτο κινέζικο λεξικό
(100 μ.Χ.) είχε 9,353 χαρακτήρες, ενώ ένα από τα πιο πρόσφατα (2004) περιέχει
106,230.
Για
τους επόμενους μήνες ο κινέζικος πολιτισμός σχεδόν μονοπώλησε τις διαδικτυακές μου
αναζητήσεις και, αναπόφευκτα, τη θεματική συνεισφορά μου σε συζητήσεις με φίλους.
Οι ενδιαφέρουσες πληροφορίες που συνέλεξα ήταν πολλές. Στον κινέζικο γραπτό λόγο
δεν υπάρχουν παράγραφοι. Ούτε κενά μεταξύ των λέξεων. Μέχρι και τις αρχές του
20ου αιώνα δεν υπήρχαν καν σημεία στίξης. Δημιουργήθηκαν σύμφωνα με τα
δυτικά πρότυπα. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν εξίσου σε κείμενα οριζόντιας ή κάθετης
ροής, με τη διαφορά ότι στα κάθετα κείμενα περιστρέφονται, τα περισσότερα από αυτά,
με τη φορά του ρολογιού κατά ενενήντα μοίρες.
Αλλά
αυτό που με εξέπληξε περισσότερο ήταν η πληθώρα των πραγμάτων που εφηύραν πρώτοι
οι Κινέζοι. Θα ξεκινήσω την απαρίθμηση με τις τέσσερεις σπουδαίες εφευρέσεις: πυξίδα, πυρίτιδα, χαρτί και τυπογραφία.
Εφηύραν
την πυξίδα δύο αιώνες π.Χ., αλλά αρχικά δεν τη χρησιμοποίησαν για να προσανατολίζονται
– ίσως επειδή βρίσκονταν ήδη στην ανατολή. Η αρχική της αρμοδιότητα ήταν η πρόβλεψη
του μέλλοντος. Το γεγονός ότι χρειάστηκε να περάσουν δώδεκα αιώνες για να καταλάβουν
ότι μπορούσαν να τη χρησιμοποιήσουν στη ναυσιπλοΐα, με προβληματίζει έντονα.
Την
ίδια περίοδο (1044) συντάσσεται το αρχαιότερο γνωστό κείμενο που περιέχει συνταγές
για την παρασκευή πυρίτιδας, ενώ υπάρχουν αποδείξεις ότι κατείχαν το μυστικό ήδη
από τον 9ο αιώνα. Οι πρώτες της χρήσεις ήταν ως φάρμακο (η κινέζικη ονομασία
huo yào σημαίνει «φάρμακο από φωτιά») και για την κατασκευή πυροτεχνημάτων, με τα οποία έδιωχναν
τα κακά πνεύματα. Τον 11ο αιώνα κάνει την εμφάνισή του το φλογοβόλο,
και τον 13ο τα πιστόλια, τα κανόνια και οι χειροβομβίδες.
Επίσης
δύο αιώνες π.Χ., και ενώ ο κόσμος έγραφε σε πάπυρο και πηλό, οι Κινέζοι είχαν βρει
τρόπους να φτιάχνουν χαρτοπολτό. Το 105 μ.Χ. ο Κάι Λουν, ευνούχος της αυλής της
δυναστείας των Χαν, τελειοποίησε τη διαδικασία παραγωγής, και μέσα σε δύο αιώνες
το χαρτί έγινε η πιο διαδεδομένη επιφάνεια γραφής. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράλογο
το ότι επινόησαν και το χαρτί υγείας, που άρχισε να χρησιμοποιείται τον 6ο
αιώνα, με μεταγενέστερες αρωματισμένες εκδοχές για τους ευγενείς.
Η πρώτη
μορφή τυπογραφίας ήταν η ξυλοτυπία. Έχουν βρεθεί κείμενα που τυπώθηκαν στα μέσα
του 7ου αιώνα. Με την αυγή της νέας χιλιετίας (δυτική χρονολόγηση) εμφανίστηκε
η τυπογραφία κινητών στοιχείων. Αρχικά ήταν φτιαγμένα από πηλό, ενώ αργότερα αντικαταστάθηκαν
από ξύλινα. Η μέθοδος τελειοποιήθηκε το 1490 (τριάντα πέντε χρόνια μετά τη Βίβλο
του Γουτεμβέργιου) με τη χρήση χαλκού, παρ’ όλ’ αυτά, τα κινητά τυπογραφικά στοιχεία
υπήρξαν ίσως η πρώτη αφορμή για να αναρωτηθεί ο κινέζικος πολιτισμός αν ο τρόπος
γραφής που έχει επιλέξει είναι αρκετά εύχρηστος.
Επιγραμματικά,
κάποιες από τις επινοήσεις των Κινέζων: το χαρτονόμισμα˙ το φέρετρο (που παραδοσιακά
στολιζόταν από τον ίδιο τον μέλλοντα νεκρό)˙ τα τσοπ-στικς και το πιρούνι (κάποιοι
μελετητές υποστηρίζουν ότι οι Βυζαντινοί επινόησαν το πιρούνι νωρίτερα, ωστόσο αναρωτιέται
κανείς τι κάνει ένα λαό να προτιμήσει τα τσοπ-στικς)˙ το σεισμογράφο˙ το μετάξι
(περίπου το 3000 π.Χ.)˙ τη βαλλίστρα˙ το ποδόσφαιρο, ή κάποια εκδοχή του (οι κανόνες
επέτρεπαν περισσότερο τη χρήση των χεριών, ενώ υπήρχε και μία παραλλαγή με τρεις
ομάδες στο γήπεδο)˙ τα αλκοολούχα ποτά (έβδομη χιλιετία π.Χ.)˙ τις καμπάνες˙ την
οδοντόβουρτσα (αν και μπορεί να προηγήθηκαν οι Αιγύπτιοι)˙ τη σειριακή καλλιέργεια
και το σιδερένιο άροτρο˙ τον χημικό πόλεμο (φυσερά που εξαπέλυαν καπνό φυτού μουστάρδας,
δακρυγόνες βόμβες από σκόνη ασβέστη)˙ ένα άθλημα που έμοιαζε με το γκολφ (chuiwan) ˙ το χαρταετό (τον οποίο χρησιμοποιούσαν και ως σήμα κινδύνου)˙ το μενού
των εστιατορίων (όπως πιστεύεται)˙ τους αρνητικούς αριθμούς (στα Εννέα Κεφάλαια
για τη Μαθηματική Τέχνη απεικονίζονταν με μαύρο, σε αντίθεση με τους κόκκινους
θετικούς, ενώ – άσχετο – κατά ειρωνική σύμπτωση, στο ινδικό χειρόγραφο Μπαχσάλι
σηματοδοτούνταν από ένα +).
Τουλάχιστον, προς ανακούφιση των προς δυσμάς
γειτόνων μας, ο ισχυρισμός ότι η πίτσα και τα ζυμαρικά έφτασαν στην Ευρώπη από την
Κίνα μέσω του Μάρκο Πόλο είναι αναληθής. Στη Σικελία απολάμβαναν το σπαγγέτι ήδη
από τον 12ο αιώνα, πιθανώς χάρη στους Άραβες ή τους Σαρακηνούς, ενώ οι
λαοί της Μεσογείου έτρωγαν από αρχαιοτάτων χρόνων ψωμί με μυρωδικά, τυρί, σκόρδο,
και η ανατολή της πίτσας δε σημειώθηκε παρά με την άφιξη της ντομάτας από την Αμερική
τον 16ο αιώνα.
Έχοντας συνηθίσει να αισθάνομαι μία υπόγεια υπερηφάνεια για το ότι ο αρχαιοελληνικός
πολιτισμός είναι ο χαϊδεμένος αρχαίος πολιτισμός του σύγχρονου δυτικού κόσμου, συνέλαβα
τον εαυτό μου να ζηλεύει ελαφρώς τα επιτεύγματα των Κινέζων. Το συναίσθημα δεν ήταν
αμιγές θαυμασμού.
Φέτος οι τουρίστες άρχισαν να φτάνουν νωρίς,
αλλά προς απογοήτευσή μου ήταν αρχικά Γερμανοί, και μετά κυρίως Αμερικάνοι, Ρώσοι
και Γάλλοι, αργότερα Ανατολίτες και Γιαπωνέζοι. Πιστεύω ότι ξέρω να ξεχωρίζω τους
Γιαπωνέζους από τους Κινέζους, παρόλο που δεν μπορώ να εξηγήσω τον τρόπο. Πριν από
δύο εβδομάδες εμφανίστηκαν, επιτέλους, οι πρώτοι Κινέζοι. Εδώ, στην πύλη της Κίνας
στην Ευρώπη. Τους είδα να τρώνε χωριάτικες σαλάτες και μελιτζάνες παπουτσάκια στις
ταβέρνες της Κυδαθηναίων, να βολτάρουν με τα χάρτινα παρασόλια τους γύρω από το
βράχο και να αποφεύγουν να κοιτάξουν τους άλλους ανθρώπους στα μάτια. Δυστυχώς δεν
είχα το χαρτί μου μαζί.
Την επόμενη μέρα πήγα και έκατσα στην Καπνικαρέα,
αλλά ενώ αυτό που περίμενα τόσους μήνες μπορεί να περνούσε μπροστά μου ανά πάσα
στιγμή, ένοιωθα διστακτικός. Η γνώση, ή η υπόθεση, ότι οι Κινέζοι είναι ντροπαλοί
άνθρωποι, με έκανε να νοιώθω ο ίδιος συστολή. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να τους
τρομάξω. Όμως αυτό που ήθελα να ρωτήσω ήταν παγιδευμένο σε έναν αριθμό πολύπλοκων
– ή έτσι μου φαίνονταν – παραμέτρων που ενέτειναν το δισταγμό μου. Αρχικά, σκεφτόμουν
ότι οι Κινέζοι που θα προσέγγιζα έπρεπε να είναι όντως Κινέζοι. Επιπλέον, θεωρούσα ότι αν έβλεπαν κάποιον να τους πλησιάζει δείχνοντάς
τους ένα κομμάτι χαρτί, θα πίστευαν ότι προσπαθούσε να τους πουλήσει κάτι ή να τους
εξαπατήσει με κάποιο τρόπο, και αυτός ο κάποιος δεν ένοιωθε έτοιμος για περιφρονητικά
ή ενοχλημένα βλέμματα. Τέλος, οι Κινέζοι που θα δέχονταν να μου χαρίσουν
λίγα λεπτά, έπρεπε να ξέρουν επαρκή αγγλικά.
Ενδεικτικό της ατολμίας μου ήταν το ότι
στις δύο ώρες που έμεινα στην Καπνικαρέα – ακολουθώντας ευλαβικά τη σκιά – έκατσαν
δίπλα μου τρεις διαφορετικές παρέες Κινέζων και δεν έκανα την παραμικρή κίνηση.
Είχα αρχίσει να σκέφτομαι πως η πραγματική αιτία του δισταγμού μου δεν ήταν οι πολύπλοκες
παράμετροι αλλά ο φόβος ότι οι προσδοκίες μου μπορεί να γκρεμίζονταν απότομα. Μέχρι
που είδα ένα ζευγάρι να κατεβαίνει την Ερμού. Η κοπέλα τράβηξε φωτογραφία την Καπνικαρέα
– ήμουν κι εγώ στο πλάνο – και μετά, τη βιτρίνα του καταστήματος οπτικών. Φορούσε
ένα κοντό λευκό φόρεμα και δερμάτινα σανδάλια που πλέκονταν γύρω από τις γάμπες
της μέχρι τα γόνατα. Φαντάστηκα τον κίνκυ Κινέζο να την ντύνει σαν αρχαία θεά για
να εκπληρώσει κάποια φαντασίωσή του. Χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα άρχισα να τους
ακολουθώ από απόσταση. Ήταν οι δικοί μου Κινέζοι.
Στην Αποστόλου Παύλου σταμάτησαν και τράβηξαν φωτογραφίες έναν
αδέσποτο σκύλο. Μέσα στο μυαλό μου είδα τους Κινέζους μου στο Νεπάλ να φωτογραφίζουν
τις μαϊμούδες που τους έκλεβαν τα αναψυκτικά από τα χέρια, στην Ινδία να φωτογραφίζουν
τις αγελάδες που εμποδίζουν ανενόχλητες την κυκλοφορία, σε κάποιο σαφάρι να φωτογραφίζουν
τα ζώα της σαβάννας, κι όμως, σε αυτό τους το ταξίδι είχε καταφέρει να τους εντυπωσιάσει ένας
γέρικος σκύλος. Ίσως κάποιος στο ξενοδοχείο να τους είπε ότι οι αδέσποτοι σκύλοι
είναι πλέον σπάνιοι στην Αθήνα – αλλά εδώ φαίνεται και το μεγαλείο της φύσης, γιατί
από τότε που άρχισαν να λιγοστεύουν οι
σκύλοι του κέντρου, αμέσως πλήθυναν οι γάτες.
Τους
περίμενα μία ώρα έξω από το βράχο και δύο ώρες έξω από το μουσείο της Ακρόπολης.
Στην Ακρόπολη μπήκαν από την είσοδο που βρίσκεται κάτω από το θέατρο του Διονύσου.
Έτρεμα ότι μπορεί να έβγαιναν από τα Προπύλαια και να τους έχανα, αλλά παρόλο που
μου φαινόταν πιο πιθανό να τους προσεγγίσω με επιτυχία μέσα σε έναν αρχαιολογικό
χώρο, δεν είχα αρκετά λεφτά. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη όταν τους είδα ξανά. Αμέσως
μετά, η αναμονή έξω από το μουσείο – που έχει μία είσοδο – μου φάνηκε άκρως ανακουφιστική
γιατί δεν είχε αγωνία, χρειαζόταν μόνο υπομονή.
Στην
Πλάκα τους περίμενα να ψωνίσουν από τα καταστήματα της Αδριανού, και συνέχισα να
τους ακολουθώ μέχρι που φτάσαμε ξανά στο Σύνταγμα. Τους είδα να μπαίνουν στο σουβλατζίδικο
που ονομάζεται Σουβλέκκα – επωνυμία ατυχής όχι μόνο ως παίγνιο λόγου αλλά και επειδή
ο πεζόδρομος της οδού Λέκκα μετονομάστηκε σε Αξαρλιάν χρόνια πριν ανοίξει το σουβλατζίδικο.
Η κοπέλα έμεινε μέσα για να παραλάβει την παραγγελία και ο Κινέζος μου βγήκε και
κάθησε σε ένα σκαμπό, ακριβώς όπως τον ήθελα: ακίνητο, μόνο και ευάλωτο. Η στιγμή
που περίμενα είχε φτάσει.
Έβγαλα
το χαρτί από την τσέπη μου, τον πλησίασα και τον χαιρέτησα. Μου χαμογέλασε επιφυλακτικά.
Δεν ξέρω αν το ύφος του σήμαινε ότι υπό άλλες συνθήκες δε θα με κοιτούσε καν. Του
έδειξα το χαρτί και του είπα ότι ήθελα να τον ρωτήσω κάτι, αλλά ξεκινώντας να του
εξηγώ, συνειδητοποίησα ότι στους εννιά μήνες που τον περίμενα και στις πέντε ώρες
που τον ακολουθούσα, δεν είχα σχεδιάσει μία περιεκτική μορφή της ερώτησης. Η αλήθεια
είναι ότι δε μιλούσε πολύ καλά αγγλικά (από άποψη σύνταξης και γραμματικής), και
ο κινέζικος επιτονισμός του δεν ήταν ό,τι καλύτερο για την επικοινωνία μας, αλλά
το λεξιλόγιό του, αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο άλλωστε, ήταν καταπληκτικό,
όπως αποδείχθηκε. Μόλις κατάλαβε, άρχισε αμέσως να μου δείχνει γράμματα και να μου
λέει σημασίες. Όπως είπα νωρίτερα, φοβόμουν ότι η απορία μου μπορεί να προσέκρουε
σε ένα απογοητευτικό όχι, αλλά τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά και ο Κινέζος μου
μου έδωσε τόσο πολλές ερμηνείες και εκδοχές, που οι δύο όψεις του χαρτιού γέμισαν,
με αποτέλεσμα να γράψω κάποιες συμπληρωματικές επεξηγήσεις σε μερικά εισιτήρια
(χρησιμοποιημένα) που είχα στην τσέπη μου. Ευτυχώς, το σουβλατζίδικο είχε κίνηση
εκείνη την ώρα, και όταν η κοπέλα του βγήκε κρατώντας τα δύο σουβλάκια – με κοίταξε
καχύποπτα – είχαμε πια τελειώσει. Ο Κινέζος μου μου είπε το όνομά του και, για κάποιο
λόγο, το έγραψε στο χαρτί μου. Τον έλεγαν Qiao Qiao.
Ο δεύτερος
βασιλιάς του υλικού κόσμου, μεγαλύτερος του μηδενός, κυβερνά τις διακλαδώσεις του
εαυτού του, διευθύνει τα τρία εργοστάσια και ελέγχει τα νοήματα όλων των βιβλίων.
Κόβει τα πόδια των γόνιμων ατόμων, εποπτεύει την τεχνική των εργατών μέσω του δεύτερου
εξαδέλφου του και λέει στον ήλιο να ανέβει. Κάθε μέρα γράφει την ημερομηνία στο
στόμα του: ανηφορίζει από το παρελθόν ο άνθρωπος, κουρεύει το γρασίδι στο λόφο ενώ
πετάει όρθιος ανάμεσα στα μπαμπού, και πανύψηλος κερδίζει ένα πτώμα.
Η παράγραφος
αυτή, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, αποτελείται εξ ολοκλήρου από λέξεις των οποίων
ο κινέζικος χαρακτήρας είναι όμοιος – ή σχεδόν – με κάποιο γράμμα του ελληνικού
αλφαβήτου. Για παράδειγμα, στο χαρτί μου, δίπλα στο γράμμα Λ και την ερμηνεία άνθρωπος-άτομο-πλήθος,
υπάρχει η σημείωση του Qiao Qiao, ένα σύμβολο που μοιάζει με αυτό: 人. Οι μοναδικές
αυθαίρετες λέξεις είναι τα άρθρα και η λέξη και.
Τα γράμματα
που δεν κατάφεραν να βρουν το ταίρι τους ήταν το Δ, το Ν, το Σ και το Ψ, αλλά αυτό
δε με απέτρεψε από το να μείνω ξύπνιος μέχρι αργά το βράδυ συνθέτοντας προτάσεις.
Είχα πολύ υλικό. Όμως κάποιες φορές ο ενθουσιασμός λειτουργεί όπως οι ενδορφίνες
που εξουδετερώνουν τον αρχικό πόνο ενός τραύματος, και αρκεί να περάσει λίγος χρόνος
για να αναδυθεί η λογική – ή η καχυποψία. Κοίταξα το κινέζικο Φ, το σύμβολο που
είχα δει στο βιβλιοπωλείο, και διάβασα ξανά τις σημασίες του: πετυχαίνω το στόχο,
με χτυπάει κάτι, υποφέρω, κερδίζω ένα βραβείο ή σε ένα τυχερό παιχνίδι, εντός, ανάμεσα,
μέσα, μέση, κέντρο, ενώ, κατά τη διάρκεια, Ζονγκ (επώνυμο), Κινέζος-κινέζικο-Κίνα.
Περισσότερες από δέκα έννοιες για ένα μόνο σύμβολο. Αυτό που μέχρι πριν λίγο θεωρούσα
καταπληκτικό, μου φαινόταν τώρα υπερβολικά ύποπτο.
Κοιμήθηκα
ανήσυχα για τρεις ώρες. Κάθε φορά που γυρνούσα πλευρό, στο μυαλό μου φέγγιζαν οι
σινοποιημένες εκδοχές των ελληνικών γραμμάτων. Ξύπνησα χωρίς επιστροφή όταν θυμήθηκα
πως η τραγική μου φιγούρα είχε φυλακιστεί μέσα στη φωτογραφία της Καπνικαρέας που
είχε τραβήξει η κοπέλα του Κινέζου μου, και φοβήθηκα ότι μία μέρα μπορεί να με παρατηρούσαν
τυχαία και να διασκέδαζαν αναπολώντας τα ψέματα που μου είχε πει. Αποφασισμένος
να ανακαλύψω την αλήθεια, έφτιαξα ένα καινούργιο χαρτί με το αλφάβητο και βγήκα
έξω. Πήγα στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και κάθησα έξω από το Ηρώδειο. Όταν είδα τέσσερεις
Κινέζους να κατηφορίζουν προς το μουσείο, τους πλησίασα χωρίς δεύτερη σκέψη και
κατάφερα να κάνω τον έναν να με ακούσει. Του εξήγησα την απορία μου χωρίς να αναφέρω
ότι είχα ήδη πάρει μία γνώμη.
Κοίταξε
το χαρτί και μου είπε ότι τα σύμβολα αυτά δε σημαίνουν κάτι στα παραδοσιακά ή τα
σύγχρονα (απλοποιημένα) κινέζικα, αλλά ήταν οι αριθμοί στα προπαραδοσιακά μανδαρίνικα
της επαρχίας Γιουννάν. Η εκδοχή του αποκατέστησε και τα είκοσι τέσσερα γράμματα:
οι δέκα αριθμοί από το μηδέν ως το εννέα, οι εννέα δεκάδες από το δέκα μέχρι το
ενενήντα, το εκατό, το χίλια, το εκατομμύριο, το δισεκατομμύριο, και τέλος, το
10-21, ο βουδιστικός αριθμός της Ηρεμίας. Δε χρειάστηκε να πει τίποτε
άλλο για να σταματήσω να τον παίρνω στα σοβαρά, παρ’ όλ’ αυτά συνέχισε. Μου είπε ότι υπάρχουν σύμβολα που για να μου εξηγήσει
τη σημασία τους γραπτώς θα έπρεπε να μου τελειώσει το στυλό. Μέσα από αγωνιώδη μάτια μου είπε ότι βλέπει το πατροπαράδοτο οπτικό σύστημα
γραφής να χάνεται λόγω των συνεχών απλοποιήσεων που προωθούνται, των αυξανόμενων
εισηγήσεων για ένα φωνητικό αλφάβητο βασισμένο στο δυτικό, ότι η Κίνα θα σταματήσει
να γράφει πραγματικά κινέζικα, σε αντίθεση με την Ταϊβάν, το Μακάο και το Χονγκ
Κονγκ. «Τι ντροπή». Αφού κοίταξε για λίγο το κενό, μου ζήτησε να του πω κάτι για την πατρίδα μου, κάτι
που δε θα διάβαζε ποτέ σε ένα βιβλίο ή ταξιδιωτικό οδηγό. «Κάποιοι στην πατρίδα μου πιστεύουν
ότι εσείς οι Κινέζοι είστε εξωγήινοι.» του είπα ενοχλημένος, και έφυγα βιαστικά.
Όλα
αυτά συνέβησαν πριν από περίπου μία εβδομάδα. Από τότε δε βγαίνω πολύ από το σπίτι
μου. Δεν ξέρω τι πρέπει να πιστέψω. Αυτό που ξέρω είναι πως ένας από τους δύο Κινέζους
με εξαπάτησε, αν και πολύ φοβάμαι ότι μου είπαν ψέματα και οι δύο. Τώρα, όταν περπατάω
στην καλοκαιρινή Αθήνα, που είναι γεμάτη Κινέζους, νομίζω ότι βλέπω παντού γύρω
μου τον ίδιο Κινέζο (δεν μπορώ να το αποφύγω) και νοιώθω ότι με κοροϊδεύει και γελάει
πίσω από την πλάτη μου. Όλοι τους.
(Αναρτήθηκε στο toperiodiko.gr στις 27/6/2014)