Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Αυτές τις μέρες που όλοι μιλάνε






Αυτές τις μέρες που όλοι μιλάνε

Υπάρχουν άνθρωποι των οποίων ο ρυθμός ομιλίας είναι δυσανάλογος με το ρυθμό παροχής πληροφοριών. Τυχαίνει κάποιες φορές να συζητάμε με κάποιον που ενώ μιλάει γρήγορα, μετά από λίγη ώρα καταλαβαίνουμε ότι, ουσιαστικά, μας έχει πει ελάχιστα. Ή ότι δεν έχει ολοκληρώσει κανένα θέμα. Έτσι, μετά από λίγο το ενδιαφέρον μας εξανεμίζεται, και αφηνόμαστε σε σκέψεις όπως αυτή που αναπτύσσω εδώ, χάνοντας τελικά το νήμα. Και παρόλο που θεωρούμε ότι η μνήμη μας είναι αρκετά καλή ώστε να παρακολουθεί τις διακλαδώσεις που μπορεί να υποστεί η ροή του συνομιλητή, (πιστεύουμε ότι αυτή η ικανότητα μας δίνει πλεονέκτημα, χαιρόμαστε μάλιστα γιατί μερικές φορές γίνεται αντικείμενο θαυμασμού από κάποιους, ή έτσι νομίζουμε, και νοιώθουμε ισχυροί, σαν να έχουμε κάνει ζαβολιά), κάποια στιγμή βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία φράση που μας επιστρέφει σε ένα σημείο της συζήτησης το οποίο είχαμε ξεχάσει εντελώς και νομίζαμε ότι είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί, αγνοώντας, οι καημένοι, ότι όσα ειπώθηκαν στο μεταξύ ανήκουν σε μία καθόλου εκλεκτική παρένθεση. (Αντιθέτως, άλλες φορές αναρωτιόμαστε με μεγάλη περιέργεια αν ο συνομιλητής μας θα συνειδητοποιήσει ότι εγκατέλειψε το θέμα του για να ανοίξει τριάντα άσκοπες παρενθέσεις – ή νοιώθουμε τη φαγούρα μιας δαμόκλειας εκκρεμότητας). Είναι εγκιβωτισμένες συζητήσεις, λερναία λογύδρια, συσκευασίες που περιέχουν σκισμένα περιτυλίγματα, θραύσματα ενός παρόντος γεμάτου εγκοπές. Συνεχής μεταπήδηση από θέμα σε θέμα. Καταστάσεις όπου οι άνθρωποι δυσκολεύονται να ιεραρχήσουν τις πληροφορίες που έχουν στο κεφάλι τους, στιγμές που όλα μοιάζουν άξια να ειπωθούν, γι’ αυτό και η συζήτηση δεν έχει καμία δομή. Σε αυτές τις περιπτώσεις αναγκαζόμαστε να παίξουμε το παιχνίδι, που πιθανώς δε μας αρέσει, ή να γίνουμε ο ακροατής της βραδιάς.

Πολλές φορές, εμείς οι άνθρωποι δε μιλάμε για να πούμε. Ο συνομιλητής είναι μία ευτυχής συγκυρία, μία πρόφαση. Στην ουσία τον χρησιμοποιούμε, γνωρίζοντας ότι μας χρησιμοποιεί κι εκείνος. Το αντιλαμβανόμαστε κάθε φορά που ο άλλος πασχίζει να μας διακόψει για να πει κάτι που αποδεικνύεται άσχετο, και καλύπτουμε τα μάτια τη στιγμή που εισάγουμε ή επαναφέρουμε το θέμα που θέλουμε εμείς να συζητήσουμε. Ένα άλλοθι, ένα βολικό ζευγάρι αυτιά. Γιατί σε πολλούς από εμάς φαίνεται ανούσιο, ή δε μας βγαίνει καν, να μιλάμε μόνοι σε ένα άδειο δωμάτιο (ή κάπου αλλού). Πρέπει να υπάρχει κάποιος. Πρέπει κάποιον να επιβαρύνουμε με την αναφώνηση των σκέψεών μας. Και επειδή δεν είναι άπειρα αυτά που έχουμε να πούμε, ανυπομονούμε να πούμε για πολλοστή φορά την ίδια ιστορία από κάποτε σε κάποιον που, σε λίγο, επιτέλους, θα σταματήσει να λέει τα δικά του, (και αν δε σταματήσει, να είναι βέβαιος, θα τον κάνουμε εμείς να σταματήσει), ενώ ταυτόχρονα αναρωτιόμαστε τι μας κάνει να το θέλουμε τόσο πολύ: μας αρέσει να μιλάμε. Δεν έχει σημασία το τι λέμε, αρκεί να μιλάμε.

Είναι αβάσταχτα σημαντικό για εμάς το να αφηγηθούμε μία ιστορία που εμπεριέχει ένα προθάλαμο, ένα προφυλακτικό και ένα προσφιλές προφίλ μετά από χρόνια, για –οστή φορά. Ή το να αναφερθούμε σε ένα συγκεκριμένο θέμα που μπορεί να μην ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους υπόλοιπους της παρέας. Γιατί; Ίσως είναι μία ιστορία που μας κάνει να φαινόμαστε φοβεροί ή απίστευτοι. Ή μία που τη λέμε ωραία. Μπορεί να θέλουμε να δούμε την αντίδραση (πιθανό) ή να ακούσουμε μία καινούργια άποψη (σπανίως). Ίσως ξέρουμε ότι αυτή η ιστορία μας θέτει πάντα στο επίκεντρο της προσοχής. Από την άλλη, μάλλον ξέρουμε ότι αυτό το συγκεκριμένο θέμα, το οποίο γνωρίζουμε τόσο καλά, προκαλεί μία συζήτηση στην οποία έχουμε πάντα δίκιο. Μας αρέσει να έχουμε δίκιο. Θλιβερά μικρά ανθρωπάκια: μονίμως προσπαθούμε να υποβάλουμε την εντύπωση για να επιβάλουμε το θαυμασμό.

Σε ένα σαλόνι ή ένα μπαλκόνι κάποιος λέει ένα αστείο. (Εγώ δεν τον ξέρω). Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων, ένας δεύτερος έχει εντοπίσει μία αδυναμία, ή μία προοπτική για αυτό το αστείο, και λέει ένα νέο, βελτιωμένο αστείο που είναι καλύτερο ή χειρότερο από το πρώτο. Σύντομα, πετιέται ένας τρίτος που λέει το δικό του, και το ίδιο συμβαίνει μέχρι να μιλήσουν σχεδόν όλα τα μέλη της παρέας, μερικοί ίσως περισσότερες από μία φορές. Κάποιος από αυτούς που δε μίλησαν, το τελευταίο αστείο ποιος θα το πει, σκέφτεται. Δύο περιπτώσεις. Αυτός που έχει πραγματικά το καλύτερο. Αυτός που θέλει περισσότερο να πει το τελευταίο. Και μετά γέλια. Ή σιωπή. Άλλο θέμα.

Κάποιοι άνθρωποι διακόπτουν το συνομιλητή τους πολύ συχνά και χωρίς σημαντικό λόγο. Αναπόφευκτα, του δημιουργούν άγχος, μια αίσθηση ότι βρίσκεται υπό καθεστώς πολιορκίας, πως κάθε συλλογισμός που θα προσπαθήσει να αναπτύξει, κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να μείνει ημιτελής. Το αποτέλεσμα είναι ευνόητο: αρχικά τον κάνουν να χάσει την πίστη του, και τελικά τη μιλιά του, γιατί ποιος ο λόγος να ξεκινήσεις κάτι αν αποκλείεται να το ολοκληρώσεις. Κάποιοι άνθρωποι προσπαθούν με πείσμα να πείσουν τους άλλους για την ορθότητα του λάθους τους. Είναι αυτοί που, σε άλλες περιπτώσεις, παραδέχονται ένα πταίσμα για να συγκαλύψουν ένα κακούργημα. Κάποιοι άνθρωποι φλυαρούν για να αποκρύψουν το γεγονός ότι δεν έχουν τίποτα να πουν. Κάποιοι άνθρωποι δε σε κοιτάζουν ποτέ στα μάτια όταν σου μιλάνε, επειδή ξέρουν ότι ενώ τα αυτιά αναγνωρίζουν το τι και το πώς, τα μάτια έχουν το χάρισμα να διακρίνουν το γιατί.

Όμως θα ήταν άδικο να μην αναφέρουμε και κάποιες θετικές περιπτώσεις. Υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν (στην πραγματικότητα πρόκειται περί ενστίκτου, και όχι θεώρησης) ότι η αληθινή αφετηρία της επικοινωνίας βρίσκεται στο αυτί, και όχι στο στόμα. Υπάρχουν άνθρωποι με τους οποίους συζητάς, και εύχεσαι να μην ξημερώσει ποτέ. Ή που θέλεις να τους πάρεις μαζί σου στο σπίτι και να τους κεράσεις ένα μάτε, απλώς και μόνο για να αναβάλεις το τέλος της συζήτησης. Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που σε κάνουν να πιστεύεις ότι έχει νόημα. Τέλος, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που δεν πιστεύουν πως η σιωπή είναι μία δυσλειτουργία της επικοινωνίας. Είναι αυτοί που δεν τη φοβούνται. Αυτοί που νοιώθουν πλήρεις ακόμη και με τα πιο απλά πράγματα, ακόμη και με το να αναπνέουν τον ίδιο αέρα με κάποιον που αγαπούν.

(Αυτό το κείμενο αγνοεί, εξίσου συνειδητά όσο και επιδεικτικά, τους ακατονόμαστους των καιρών μας, που μιλούν χωρίς να λένε απολύτως τίποτα.)

(Αναρτήθηκε στο toperiodiko.gr στις 15/9/2015)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου