Μιλάς σαν άγγελος μα σε σιχαίνονται και οι πέτρες
Σχοινοβατούσα από σκέψη σε σκέψη. Δεν ήταν μια αξέχαστη εμπειρία, παρόλο που
τη θυμάμαι ακόμα. Έχω λίγο χρόνο να σκοτώσω και όλα μου τα μαχαίρια ακονισμένα.
Δεν το κάνω από αμηχανία, αλλά αντιθέτως, εντελώς μηχανικά. Μερικές φορές ιδρώνουν
τα μάτια μου. Δεν μπορώ να το αποφύγω. Αυτή τη στιγμή λέω τη λέξη που διαβάζεις,
όπως όταν στο σχολείο ο δάσκαλος έλεγε τη λέξη που είχες μόλις αρχίσει να γράφεις.
Ο ακροατής ακροβατεί, τι γλυκό. Είμαι στόμα και χέρια, ένας κατ’ επιλογή άστεγος
στον αστικό χειμώνα, και συνηθίζω αυτό που θέλω να το λέω αμέσως πλην ασαφώς. Είμαι
ένας πολιτικά ορθός ψεύτης, τόσο ντροπαλός που δεν κοκκινίζω καν. Ζω στον 21ο
μεσαίωνα ανάμεσα σε πτώματα και περιττώματα, ισορροπώντας μεταξύ ανακαίνισης και
αναπαλαίωσης, και μπορώ να πάθω οποιαδήποτε ασθένεια, αρκεί
να το πιστέψω. Στο μυαλό μου το χορεύω
το βάρος μου, μου ασκείται μια παχύρρευστη έλξη, κάθε πέρσι και λίγο βαρύτερα. Η ονειρική μου ζωή πηγαίνει περίφημα, η προστακτική
που χρησιμοποιώ συχνότερα είναι «φαντάσου», και κάτω από τα ρούχα μου είμαι τελείως
γυμνός.
Μέχρι πρότινος, στον αέρα κρεμόταν η μυρωδιά από ψάρια μαριναρισμένα σε σάπια
φύλλα και χλωρίνη, όλα μου τα μεσημβρινά δειλινά κλεισμένα σε μικρό μπουκάλι. Στα
τασάκια, τα ντουλάπια και τα συρτάρια μου, σε όλες μου τις τσέπες υπήρχαν πάντα
αποτσίγαρα, κουκούτσια και κομμένα νύχια. Στον ελεύθερο
χρόνο μου έστελνα χαιρετίσματα σε φίλους που είχα να δω χρόνια, και μετρούσα χρόνια
με ανθρώπους που δε γνώριζα, σκεφτόμουν όλες τις λέξεις που δεν έχουν ενικό, τις
άπειρες υποδιαιρέσεις της μονάδας. Η καρδιά μου χτυπούσε άρσεις, νόμιζα ότι κάποιος
περπατούσε μέσα μου. Χαμένος στην αντιδιάμετρο μεταξύ προπαρελθόντος και μεταμέλλοντος,
έκανα συχνά το λάθος να ταυτίζω την ευφυΐα
με την ευτυχία, όπως κάποιοι μπερδεύουν τη Σάμο με τη Σαμόα, την Παλαιστίνη με την
πλαστελίνη και την ιπποδύναμη με την υπερδύναμη. Ήταν η
περίοδος που νόμιζα ότι νεότητα σημαίνει αιωνιότητα. Τα απογεύματα καθόμουν ανάμεσα
σε βολικές πέτρες και τετράποδα χωρίς ουρά και συνομιλούσα με τους τοίχους, όμως
αν οι τοίχοι έχουν αυτιά, τότε οι πίνακες δεν είναι τίποτα περισσότερο από τα σκουλαρίκια
τους. Ένας τυφλός που πίστευε ότι βγάζει το σκύλο βόλτα. Σύνθεση με σκοτάδι και
σκοτάδι. Σιωπή σε ρε ελάσσονα.
Κοίτα γύρω σου –
όσοι έχουν μάτια στην πλάτη μπορούν να βγάλουν τις μπλούζες τους. Είναι η πασαρέλαση
της ανθρώπινης μπάμπουσκας, ένα έλκηθρο που το σέρνουν αναπηρικές
καρέκλες, άνθρωποι που πέρασαν όλη τους τη ζωή προσπαθώντας να μη φανούν ανόητοι
και τελικά κατέληξαν αόρατοι, άνθρωποι που έπρεπε να φύγουν από εκεί που ήταν κάποιοι
και βρέθηκαν χωρίς ταυτότητα στο πουθενά, άνθρωποι που οι εφημερίδες ανήγγειλαν
τη γέννηση ή το θάνατό τους, σπανίως και τα δύο, για την ακρίβεια κανένα, επιστήμονες
που σήκωσαν τα χέρια ψηλά όταν δεν ήξεραν και τα πόδια όταν τους πλήρωσαν, γιατί
σε κάθε κλάδο κουρνιάζουν ηλίθιοι, νυχτερίδες με κουστούμια και αιμορροΐδες στον εγκέφαλο, αναξιοκρατική αφροκρεμώδης ολιγαρχική κρατοκρατία,
γνήσιες τραβεστί με χρυσά άμφια, φραγκοφονιάδες, Βουλγαροκτόνοι
και ψυχολόγιοι που φθίνουν, φθείρουν και φθονούν γιατί όλοι
έχουν έναν εθισμό να συντηρήσουν, ελίσσονται μέσα από καλώδια, σωλήνες και αεραγωγούς
και διαφεύγουν με μηχανές μεγάλου εξπρεσσιονισμού, κάνουν σκωτσέζικα ντους με hot yoga και frozen yogurt, ρόλοι και ωρολόγια:
γέφυρες που δεν ενώνουν καμία όχθη, τίποτα, φιλόσοφοι με πι κεφαλαίο και αλεξανδρινοί που επιχείρησαν
τη διάσπαση του ατόμου μέσω της λεπίδας, μαντάμ, μια μέρα θα ήθελα να σας χειρουργήσω,
σωματίδια, γιατί αυτό είμαστε, που έχουν την τάση να συναθροίζονται
και να διαχωρίζονται, να μιμούνται και να ανταγωνίζονται, να προβλέπουν και τελικά
να απατώνται. Αλεξίπτωτα πέφτουν από τον ουρανό, μέδουσες στο παλιό μας λιμάνι.
Μυωπία είναι το να βλέπεις παντού ποντίκια αντί για ανθρώπους,
και μυοκτονία το να κοπιάζεις για κάτι που δεν έχει νόημα. Μπορείς τουλάχιστον να ξέρεις τη δική σου θέση και ταχύτητα
ταυτόχρονα;
Σχοινοβατώ από σκέψη σε σκέψη – μπορεί κάποια στιγμή να σκεφτώ να πηδήξω ή να
κόψω το σχοινί. Για να είσαι ασφαλής πρέπει να δώσεις τον όρκο του υποκριτή, όμως
είναι ανούσιο να φοράς φακούς επαφής στο χρώμα των ματιών σου, και εξίσου κουραστικό
να θέλεις να ακούσεις όλα τα μπράβο που δε θέλεις να ακούσεις. Αλλά όλο θέλεις,
και μάλιστα όλο θέλεις να έχεις αυτό που θέλεις. Γι’ αυτό τη ρώτησα τι ήθελε ο άνθρωπος
μέσα της, κι εκείνη μου έμαθε ποιο είναι το αντίθετο του θέλω. Θυμάμαι τότε που
αναπολούσαμε το παρελθόν. Όλα τα πράγματα που δεν κάναμε ποτέ μαζί. Εφτά χρώματα
και ένα όνομα. Και τα καλοκαίρια αλλάζαμε δέρμα. Εγώ μπρούμυτα εσύ ανάσκελα, τι
σύστημα κι αυτό. Φέτος, η Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου έπεσε Τετάρτη. Έσπασα το πόδι μου
ενώ καθόμουν. Κοιτούσα τις κακομοίρες
τις ψυχές. Είναι αξιαγάπητες όταν κάνουν ποδήλατο μέσα στο καθιστικό. Υπάρχουν πολλές όμορφες γυναίκες, και η πιο όμορφη είναι πάντα αυτή που
δεν μπορείς να δεις από όλες τις πλευρές ταυτόχρονα. Αλλά κάποια μέρα θα τον βρω
και θα τον κρεμάσω αυτόν που σου είπε ότι το φεγγάρι είναι η τρύπα απ’ όπου πέφτουν
κάθε βράδυ στον ουρανό τα αστέρια. Μου
αρέσει σαν ιδέα, αλλά όχι για να την είχα εγώ. Τι τραγικό,
θα σκεφτεί κάποιος, να σε πατήσει ασθενοφόρο. Όμως ένα ξύλινο κομοδίνο είναι πρώτα ξύλινο
και μετά κομοδίνο, και αφού τα πράγματα κινούνται από τον εγωισμό, μια τάση που
συνήθως καθοδηγείται από αμφίβολα κίνητρα, τότε ουδέν καλόν αμιγές κακού. Το στόμα
σου είναι η κωλοτρυπίδα του σύμπαντος, μου είπε: μιλάς σαν άγγελος μα σε σιχαίνονται
και οι πέτρες.
Κανένα καραβάνι στη
χλομή μου επώαση, τη μέρα ήλιος το βράδυ ψύχος, μόνο εγώ κι εκείνο. Αλλά δεν τα θέλω όλα δικά μου, γι’ αυτό προτείνω με βήτα
να γράφεται μόνο το δίκροκο. Επιπλέον, αν υπάρχει ύψιλον,
τότε πρέπει κάπου να υπάρχει και πανύψιλον, και αυτό λίγοι το έχουν καταλάβει. Όπως
κι εγώ κατάλαβα ότι δεν ήμουν συμβατός με τίποτα, και ότι η τρέλα είναι απλώς η
υπερβολή της λογικής, οπότε αναγκαστικά έκανα τα αδύνατα πιθανά. Ένας μικρός κήπος
μέσα στο σκουπιδότοπο του μυαλού μου. Αυτόματος, ένστικτο, συμπυκνωμένη γνώση. Βγείτε έξω σχιζοφρενείς της ντουλάπας, πολλαπλασιάστε
το πλήθος, διδάξτε όλους αυτούς που δεν καταλαβαίνουν ότι βρέχει αν δεν τους αγγίξει
η πρώτη σταγόνα, που δεν κοιτάζουν ποτέ τον ουρανό όταν βρέχει. Μη στέκεστε άλλο
στη σκιά της φτέρνας μου – κάποια φαντάσματα δεν πιστεύουν στους ανθρώπους.
Είμαι ένας αριστοκράτης προφυλαγμένος στο σώμα ενός ξεβράκωτου, ελεύθερος να
κατασκηνώσω σε εσωτερικό χώρο, ένας χοντρός στο σώμα ενός αδύνατου, μία λεσβία σε
ένα σώμα αντρικό. Αυτά που ξέρω δεν είναι αυτά που ξέρω, αλλά αυτά που δεν αγνοώ
εντελώς. Τραβάω την προσοχή διά της απουσίας ή της σιωπής, είμαι ένας άνθρωπος χωρίς
ζωή, ή μια ζωή χωρίς άνθρωπο, η ζωή μου, ένα μουσείο ημιτελών πράξεων. Εγώ. Διότι
ποιος είμαι εγώ – αν όχι εγώ; Ο θάνατος είναι ένα ξυπνητήρι που κούρδισα πριν γεννηθώ.
Λες ότι είμαι ακίνητος, αλλά αν με δεις από το πλάι, είμαι καθιστός με την ταχύτητα
του φωτός. Είμαι ο καθένας και δεν είμαι με κανέναν.
(Αναρτήθηκε στο toperiodiko.gr στις 8/5/2015)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου