Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Αν είχες ένα εκατομμύριο




Αν είχες ένα εκατομμύριο
Διήγημα

          Υπάρχουν διάφορες υποθετικές ερωτήσεις που εμπεριέχουν τη λέξη εκατομμύριο, όμως αυτή τη στιγμή μπορώ να σκεφτώ μόνο δύο, χωρίς να είμαι βέβαιος, εδώ που τα λέμε, ότι δεν είναι και οι μόνες που τελικά υπάρχουν, ή που είναι άξιες αναφοράς. Η πρώτη είναι η πρώτη που έρχεται στο μυαλό, καθότι είναι και αυτή που πραγματοποιείται συχνότερα: τι θα έκανες αν είχες ένα εκατομμύριο ευρώ; Δεν είναι αναγκαίο φυσικά το εκατομμύριο να είναι μοναχό, η ερώτηση μπορεί να αφορά ακόμη πιο ακραία ποσά (ποσά που δε θα δούμε ποτέ αγαπητέ μου αναγνώστη, ούτε εσύ ούτε κι εγώ, όσο κι αν το ελπίζουμε ή το απευχόμαστε), και εξίσου φυσικά δε χρειάζεται να αναφερθεί ότι το υποθετικό ποσό της εν λόγω ερώτησης που αναπόφευκτα τίθεται σε όλες τις άκρες του πλανήτη, εξαρτάται από την αξία του συναλλάγματος, τον πληθωρισμό της εκάστοτε χώρας και άλλους οικονομικούς όρους που δεν κατέχω, όπως επίσης δεν είμαι σίγουρος ότι και οι δύο που χρησιμοποίησα είναι όντως δόκιμοι. Εν πάση περιπτώσει, και για να εξηγήσω καλύτερα αυτό που θέλω να εννοήσω, υπάρχουν χώρες όπου μία τέτοια ερώτηση θα προκαλούσε απαντήσεις όπως θα αγόραζα ένα πακέτο τσιγάρα, θα έτρωγα σε ένα καλό εστιατόριο, θα πλήρωνα το νοίκι μου. Εν ολίγοις, το ποσό του ενός εκατομμυρίου (νόμισμα) είναι ένα ευτελές ή μέτριο ποσό, αντίστοιχο με το να αναρωτιόμασταν, εμείς οι περήφανοι Ευρωπαίοι, τι θα κάναμε αν είχαμε πέντε, πενήντα ή πεντακόσια ευρώ. Σε αυτές τις χώρες λοιπόν, η ερώτηση τίθεται κάνοντας λόγο για ένα δισεκατομμύριο (νόμισμα) ή ακόμα περισσότερα. Η δεύτερη ερώτηση είναι: θα έκανες (αυτό) αν σου έδιναν ένα εκατομμύριο ευρώ; Και σε αυτή την περίπτωση επίσης το ποσό είναι ανοιχτό σε διαπραγματεύσεις, άμεσα ανάλογο συνήθως του κινδύνου, του εξευτελισμού ή της δυσκολίας της πράξης. Σε αντίθεση με την πρώτη ερώτηση, που δε μας ενδιαφέρει καθόλου στην προκειμένη περίπτωση, η δεύτερη, όταν τίθεται, (συνήθως πάνω από κάποια οινοπνευματούχα ποτήρια, με ένα τσιγάρο να γυρίζει από στόμα σε στόμα, σε κάποια φοιτητική εστία, πριν ρίξουμε ένα τζοκεράκι και αφού αγοράσουμε ένα λαχείο, ή μετά από κάποια απογοήτευση οποιασδήποτε φύσεως), ανήκει εξ ορισμού και αποκλειστικά στη σφαίρα της φαντασίας, αφού τίθεται από κάποιον που δεν κατέχει το ορισθέν ποσό, σε κάποιον που δε χρειάζεται να κάνει την πράξη που υποθετικά καλείται να κάνει, και ο οποίος δεν πρόκειται να κερδίσει ή να χάσει αυτά τα χρήματα (και ο οποίος, ακούγοντας αυτή την ερώτηση, και όσο σκέφτεται τι θα έκανε αν του έδιναν κτλ κτλ για να κτλ κτλ, σκέφτεται ταυτόχρονα τι θα έκανα αν είχα [ποσό], να λοιπόν που η πρώτη ερώτηση επανέρχεται, έστω και για λίγο, έστω και εξ ανακλάσεως, συνεχίζει όμως να μη μας ενδιαφέρει), άρα η όλη κατάσταση συμβαίνει εκ του ασφαλούς και δεν έχει το παραμικρό νόημα.
          Ο Α, άνθρωπος ασαφών κινήτρων, αυτό πρέπει να το δηλώσουμε εξ αρχής, ζάπλουτος και αμφίβολης ψυχικής ισορροπίας, αποφάσισε να δώσει τέλος στην υποθετικότητα τέτοιου είδους ερωτήσεων, έστω και για μια φορά. Μία από τις αγαπημένες ασχολίες του Α ήταν να περπατάει σε εξαθλιωμένες γειτονιές της πόλης του, όπου οι δρόμοι θύμιζαν σκουπιδότοπους, τα σπίτια έμοιαζαν με ερείπια (σε καμία περίπτωση ερείπια θαυμαστά, όπως αυτά που απολαμβάνουμε σε αρχαιολογικούς χώρους, υποσημείωση ανώφελη φυσικά), οι αποχετεύσεις βρωμούσαν όπως τα χειρότερα λιμάνια του κόσμου, και οι άνθρωποι ζούσαν ο ένας πάνω στον άλλο, δυστυχισμένοι, βασανισμένοι και κάτωχροι, έχοντας ως μοναδική ελπίδα λύτρωσης έναν ήρεμο θάνατο, χωρίς οδύνη. Παράξενη ελπίδα, ένας ήρεμος θάνατος, αλλά αρκετή για να καταλάβουμε πόσο εφιαλτικές ήταν οι ζωές τους. Φυσικά, ο Α δεν καταδεχόταν να μιλήσει ποτέ με αυτούς τους απόκληρους, όλες αυτές οι πένθιμες πληροφορίες που παραθέσαμε πιο πάνω ήταν προϊόντα των παρατηρήσεων και της φαντασίας του, είναι όμως βέβαιο ότι δεν απείχαν καθόλου από την αλήθεια, όπως επίσης και ότι αποκλείεται να την ξεπερνούσαν.
          Ένα απόγευμα λοιπόν, και ενώ στεκόταν στη γωνία του κεντρικού δρόμου μιας τέτοιας γειτονιάς (ντυμένος προκλητικά, ως συνήθως, συνοδευόμενος από τους δύο ογκώδεις σωματοφύλακές του) και παρατηρούσε τους εξαθλιωμένους και αποστεωμένους ανθρώπους με τα κίτρινα πρόσωπα, άρχισε να σκέφτεται τις ερωτήσεις για τις οποίες έγινε λόγος στην αρχή του απαράδεκτου κειμένου μας. Στην απέναντι γωνία, στην άκρη του πεζοδρομίου ήρθε και κάθησε ένας πατέρας, κουρελής, άπλυτος και σιχαμένος, μαζί με τα δύο παιδάκια του, ένα αρσενικό και ένα θηλυκό, τα οποία έκατσαν μπροστά του, πάνω στο βρωμερό οδόστρωμα, αδιαφορώντας για τα λιγοστά σαράβαλα που περνούσαν δίπλα τους και ήταν έτοιμα κάθε στιγμή να τους προσφέρουν ένα θάνατο καθόλου ήρεμο. Ο άντρας έβγαλε από την τσέπη του ένα κομμάτι χαρτί, το άνοιξε και από μέσα έβγαλε ένα ξερό κομμάτι ψωμί, μικρότερο από μια παιδική γροθιά. Τα παιδιά είχαν τις πλάτες τους στραμμένες στον Α, αλλά εκείνος αντιλήφθηκε ότι τα πρόσωπά τους φωτίστηκαν γιατί η λάμψη έπεσε πάνω στο πρόσωπο του πατέρα. Τέτοια ευτυχία για τρεις μπουκιές ξερό ψωμί. Θα ήταν αρκετά διασκεδαστικό να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο που σχηματιζόταν αργά στο μυαλό του σε αυτήν εδώ τη γειτονιά, αλλά δε θα ήταν απολύτως διασκεδαστικό, τουλάχιστον όχι από όλες τις απόψεις. Από κάποιες απόψεις απολύτως, από κάποιες άλλες όχι τόσο, αλλά όσο απολύτως κι αν ήταν σε αυτές τις κάποιες, το όχι τόσο των άλλων ήταν αρκετό για να τον κάνει να καταλάβει ότι βρισκόταν σε λάθος γειτονιά. Αυτοί οι άνθρωποι, καθ’ όλα διασκεδαστικοί μέσα στη μιζέρια τους, δεν είχαν κανένα κοινό μαζί του, δεν υπήρχε ούτε ένα σημείο επαφής ή ταύτισης, για εκείνον σχεδόν δεν ήταν άνθρωποι, για να μην πούμε ότι σχεδόν δεν υπήρχαν. Όμοιος ομοίω.
          Αμέσως κλήθηκε ο σωφέρ του, ο οποίος έκοβε βόλτες στους δρόμους της γειτονιάς σκορπώντας δάκρυα και φθόνο. Ο Α μπήκε στο αυτοκίνητο, κάθησε στο πίσω κάθισμα, άναψε ένα πούρο του οποίου η ραφινάτη μπόχα γέμισε το θάλαμο, και η κάθε ρουφηξιά τον έφερνε πιο κοντά στην πλήρη σύλληψη του σχεδίου του. Λίγο αργότερα έφτασαν σε μια γειτονιά που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, υπό το πιο μετριοπαθές πρίσμα, μεσοαστική. Αφού περπάτησε για λίγο στους τακτοποιημένους πεζόδρομους μαζί με τους δύο σωματοφύλακές του, αποφάσισε να κάτσει σε ένα όμορφο μπιστρό. Παρήγγειλε το πιο ακριβό ρούμι και δεν παρατήρησε καν τι πήραν οι δύο φύλακες. Εξέτασε τα πρόσωπα των θαμώνων και προσπάθησε να φανταστεί ποιοι ήταν και από πού προέρχονταν. Είχε ήδη βρει δύο υποψήφιους που του φαίνονταν αρκετά υποσχόμενοι, όταν άκουσε από πίσω του κάποιον που μιλούσε στο κινητό του και έλεγε για σημαντικές εμπορικές συμφωνίες, για σύντομες φθινοπωρινές αποδράσεις σε ηλιόλουστους παραδείσους, για τα καπρίτσια και τις απαιτήσεις της γυναίκας του, για τα αντίστοιχα της ερωμένης του (απ’ όσο μπόρεσε να συμπεράνει ο Α), για τις προαποφασισμένες όσο και πανάκριβες σπουδές της τελειόφοιτης κόρης του και του λίγο μικρότερου γιου του στην Αμερική, εν ολίγοις πληροφορίες που αποκάλυπταν ένα βιοτικό επίπεδο που πολλοί θα ζήλευαν, μία ακμάζουσα επιχείρηση και μια ευτυχισμένη οικογένεια. Ο Α αναρωτήθηκε για λίγο τι είδους τηλεφώνημα μπορεί να ήταν αυτό, που έμοιαζε με βιογραφική εξομολόγηση, αλλά γυρνώντας λίγο προς τα πίσω κατάλαβε ότι αυτό το βεβιασμένο λογύδριο στην πραγματικότητα απευθυνόταν σε μια καλλίπυγο καστανή που καθόταν σε ένα κοντινό τραπεζάκι πίνοντας το καφεδάκι της και μασουλώντας το κρουασσάν βουτύρου της χωρίς να δίνει σημασία, ή κάνοντας ότι δεν. Ίσως ο άντρας παραφούσκωνε την εικόνα του εαυτού του με ψέματα, αλλά αυτό το σύντομο βλέμμα προς τα πίσω ήταν αρκετό για να καταλάβει ο Α ότι αυτά τα ίσως ψέματα δεν ήταν εντελώς αβάσιμα. Πρόσεξε τα χρυσά μανικετόκουμπα, το φίνο κουστούμι, ένα ασημένιο ρολόι σαν πιατάκι τσαγιού και δύο δαχτυλίδια. Όσα ψέματα κι αν είχε πει, η οικονομική βάση υπήρχε.
          Όταν ολοκληρώθηκε το τηλεφώνημα, ο Α έκανε νόημα με τα μάτια στον ένα φύλακά του (κάθονταν στο μπαρ), και εκείνος πλησίασε τον άντρα και του ζήτησε να μεταφερθεί στο διπλανό τραπέζι, αυτό που βρισκόταν στην πλάτη του για να είμαστε σαφείς και για να μην προκαλέσουμε σύγχυση στον αναγνώστη. Ο άντρας παραξενεύτηκε, αρχικά αρνήθηκε, αλλά ποιος ξέρει τι του είπε ή τι βλέμμα του έριξε το κουστουμαρισμένο θηρίο, και έτσι σηκώθηκε, πήρε το κεχριμπαρένιο ποτό του και ήρθε να κάτσει με τον Α. Οι δύο άντρες έμειναν να κοιτάζονται για μερικά δευτερόλεπτα. Ο Α τον εξέτασε από πάνω ως κάτω και παρατήρησε ότι το κουστούμι δεν ήταν τόσο καλό όσο του είχε φανεί αρχικά, τα μανικετόκουμπα του φάνηκαν θαμπά, το ρολόι μαϊμού (το μιμητικότερο εκ των πρωτευόντων), και, οποία ντροπή, ότι το κινητό δεν ήταν το τελευταίο μοντέλο. Δεν ήταν καν το προτελευταίο. Σχεδόν πανηγύρισε, αλλά συγκρατήθηκε. Ήταν ο τέλειος άνθρωπος.
          Συστήθηκαν. Ο Β (έτσι θα αποκαλούμε αυτό τον άντρα από δω και πέρα, παρόλο που δε λέγεται έτσι) ζήτησε να μάθει το λόγο της πρόσκλησης, αλλά ο Α αγνόησε την ερώτηση και τον ρώτησε με τι ασχολείται, από πού είναι, κτλ κτλ, και ο τόνος του ήταν τέτοιος που δεν άφησε στον Β το περιθώριο να μην απαντήσει στις ερωτήσεις, ούτε και να επιμείνει στη δική του. Είπε λοιπόν ότι είχε μια εύρωστη επιχείρηση που έφτιαχνε πλαστικά και χάρτινα ποτήρια, πλαστικά μαχαιροπίρουνα, χαρτοπετσέτες. Τι τα θες, είπε, φαίνονται μικρά αλλά εκεί είναι τα φράγκα, στα μικρά πράγματα. Ήθελε να επεκτείνει την επιχείρηση στις οδοντογλυφίδες και τα αρωματικά μαντηλάκια. Ζούσε σε μια πολύ καλή γειτονιά, αρκετά κοντά σε αυτή που βρισκόμαστε τώρα, του μίλησε για τη γυναίκα και τα παιδιά του (απέκρυψε την ερωμένη), για το αυτοκίνητο και το εξοχικό του. Ο Α συμπέρανε ότι ο Β ήταν πολύ ευκατάστατος αλλά δεν είχε φτάσει στο σημείο που επιθυμεί κάθε άνθρωπος: να εξασφαλίσει για πάντα τον εαυτό του και τα παιδιά του. Βασιζόμενος σε έναν αβάσιμο συλλογισμό, που δεν απείχε όμως από την αλήθεια, ο Α υπολόγισε ότι αν ο Β έκλεινε το εργοστάσιο και σταματούσε να δουλεύει, η περιουσία του θα ήταν ικανή να τον συντηρήσει για μία δεκαετία το πολύ. Αρχικά, όταν συνελάμβανε ακόμα το σχέδιό του, σκόπευε να δομήσει την ερώτησή του γύρω από ένα εκατομμύριο, αλλά τώρα, μπροστά σε πραγματικές συνθήκες και μη θέλοντας να το διακινδυνεύσει, αποφάσισε να προσφέρει τρία.
        «Έχω να σας κάνω μία πρόταση.» είπε. Ο άλλος έδειξε να ενδιαφέρεται, αυτό έδειξαν οι αντιδράσεις του σώματός του.
          «Σας ακούω.»
          «Για τρία εκατομμύρια ευρώ,» ξεκίνησε ο Α και αφέθηκε σε μία μακρά παύση για να αφήσει το συνομιλητή του να επαναλάβει μέσα του αυτές τις τόσο όμορφες λέξεις, για να κεντρίσει το ενδιαφέρον του, για να τον κάνει να ποθήσει τη συνέχεια και για να δει το βλέμμα του, για να παίξει μαζί του εν ολίγοις, «θα τρώγατε τα σκατά σας;»
          Η αντίδραση του Β ήταν ένα μείγμα απογοήτευσης και προσβεβλημένης αξιοπρέπειας, με ένα λεπτό φινίρισμα από βρισιές και βλέμματα μίσους.
          «Η προσφορά μου είναι σοβαρή, αληθής και θα ισχύει μέχρι αύριο το πρωί στις εννέα.» του είπε χωρίς να κινήσει οτιδήποτε άλλο εκτός από τα χείλια του. Ο Β έκανε να σηκωθεί θυμωμένος. Ο Α τον σταμάτησε: «Αυτή είναι η κάρτα μου.» του είπε, αλλά δεν έκανε καμία κίνηση. Ο Β σάστισε, ξανάκατσε στην καρέκλα του και στο βλέμμα του φαίνονταν οι ερωτήσεις ποια κάρτα και, κυρίως, ποια αυτή; Η κάρτα εισήλθε αργά αργά στο οπτικό του πεδίο και τον κοψοχόλιασε, αφού κατάλαβε ότι όλη αυτή την ώρα ο σωματοφύλακας στεκόταν από πίσω του. Την κοίταξε για λίγο, κοίταξε τον Α, έκανε να φύγει, έφυγε, ξαναγύρισε, στάθηκε πάνω από το τραπέζι μπαρουτοκαπνισμένος, ψάχνοντας κάτι να πει, εκνευρίστηκε που δεν έβρισκε τίποτα, ο σωματοφύλακας του έβαλε την κάρτα στο τσεπάκι του σακακιού, του ίσιωσε τη γραβάτα και τον έστειλε στο καλό.
          Δεν έχει κανένα νόημα να περιγράψουμε την ήρεμη αγωνία του Α ούτε και τον ολονύκτιο διχασμό του Β. Εδώ δεν κάνουμε ψυχογράφημα. Αρκεί να μεταφερθούμε στο επόμενο πρωινό, λίγο πριν τις εννιά, και να ακούσουμε το τηλέφωνο που χτυπά στην έπαυλη του Α για να καταλάβουμε ότι ο Β αποφάσισε πως για τρία εκατομμύρια ευρώ αξίζει να φας τα πάντα, ακόμα και τα σκατά σου, ίσως ακόμη και τα παιδιά σου.
          Κάποια πράγματα πρέπει να γίνονται όταν είναι ακόμη ζεστά. Το γεύμα κανονίστηκε για το ίδιο βράδυ. Ο Β έφτασε στην έπαυλη του Α και τον υποδέχτηκε μια γυναίκα του υπηρετικού προσωπικού, η οποία πήρε το παλτό και το κασκόλ του και τον παρέδωσε στο σωματοφύλακα που το προηγούμενο απόγευμα του είχε δώσει την κάρτα. Εκείνος, σιωπηλός σαν βιβλίο, τον οδήγησε σε ένα μεγάλο δωμάτιο με ελάχιστα έπιπλα, ένα τραπέζι και μια καρέκλα για την ακρίβεια, και γυμνούς τοίχους χωρίς παράθυρα. Ένας άλλος άντρας, ας τον ονομάσουμε Λ για να μη χρειάζεται συνέχεια να γράφουμε ο άντρας και ο άντρας, του έδωσε κάποιες εξηγήσεις. Τον ρώτησε αν ήταν έτοιμος, από άποψη πέψης, και του είπε ότι μπορούσε να διαχειριστεί το θέμα όπως επιθυμούσε, ντυμένος ή γυμνός, με οπτικά ή απτά ερωτικά βοηθήματα, να αφοδεύσει όπου ήθελε, στο πάτωμα, στη λευκή πορσελάνινη λεκάνη, στο τραπέζι, στα χέρια του, ότι μπορούσε να πάρει όσο χρόνο χρειαζόταν. Γενικώς, δεν υπήρχαν περιορισμοί. Ο μόνος περιορισμός ήταν ότι ο Λ θα έμπαινε μαζί του στο δωμάτιο για να πιστοποιήσει την πράξη.
          Μπήκαν στο δωμάτιο. Ο Λ έκατσε σε μια καρέκλα δίπλα στην πόρτα και παρακολουθούσε τον Β που δεν ήξερε τι να κάνει και από πού να αρχίσει. Περιφερόταν στο χώρο, ίδρωνε και ξεφυσούσε. Μετά από είκοσι λεπτά που κύλησαν έτσι, κατέβασε με αργές κινήσεις το παντελόνι του, το εσώρουχό του, και έκατσε πάνω από τη λεκάνη με λυγισμένα γόνατα. Όση ώρα προσπαθούσε να συγκετρωθεί, κοιτούσε πλαγίως τον Λ, ο οποίος έκανε ότι δεν έδινε σημασία, για να τον διευκολύνει. Μετά από δέκα λεπτά που πέρασαν με υπόκωφες, και σε δύο περιπτώσεις ντροπαλές, πορδές, μία μακρόστενη κουράδα ξεμύτισε ανάμεσα στα κωλομέρια του και κουλουριάστηκε μέσα στη λεκάνη. Ο Λ θέλησε να χειροκροτήσει, αλλά δεν το έκανε. Το εύκολο μέρος είχε ολοκληρωθεί και δεν ήθελε να τον αγχώσει τώρα που έφτανε στο κυρίως πιάτο. Όλο το δωμάτιο βρωμοκοπούσε. Ο Β έμεινε για αρκετή ώρα να κοιτάζει το περιεχόμενο της λεκάνης, ιδρώνοντας και ξεφυσώντας, χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει κάποιους αναστεναγμούς δυσφορίας. Ο Λ δεν άντεξε και έσπασε τη σιωπή του, παρόλο που δεν το ήθελε. Του επεσήμανε ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να έβγαζε τα ρούχα του από τη μέση και πάνω. Ότι τι δικαιλογίες θα έβρισκε να πει στη γυναίκα του αν πήγαινε στο σπίτι με χεσμένο γιακά, ή ποιος ξέρει τι άλλο. Ο Β πήρε το βλέμμα που έχουμε όταν μας κάνουν υποδείξεις, σωστές μεν αλλά ενοχλητικές, την ώρα που βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση, απλά το δικό του βλέμμα ήταν τρία εκατομμύρια φορές πιο ενοχλημένο, αξιολύπητο και κατσιασμένο. Υπάκουσε στην υπόδειξη βγάζοντας το σακάκι, το πουκάμισο και το φανελάκι με μηχανικές κινήσεις, και γονάτισε ξανά πάνω από τη λεκάνη. Έμεινε έτσι για άλλα δέκα λεπτά. Μέχρι που ξαφνικά έχωσε το χέρι μέσα στα σκατά, έμεινε έτσι για ένα δευτερόλεπτο, και με μια απότομη κίνηση έφερε στο στόμα του τη γεμάτη του χούφτα. Αμέσως όλο του το σώμα τραντάχτηκε από ένα σπασμό, και το δωμάτιο γέμισε με ακόμα πιο έντονη μπόχα λόγω της σπασμένης κουράδας. Μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι δεν έκανε σκέψεις όπως τι ήταν κάποτε αυτό που τώρα έτρωγε, για ποιο λόγο ήταν καφέ, πότε πρόλαβε και κρύωσε, πώς μπορούν κάποιοι άνθρωποι και τη βρίσκουν με αυτό τον τρόπο. Ωστόσο, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι αναρωτιόταν πώς θα κατάφερνε να φάει όλο το κουράδι χωρίς να κάνει εμετό, και ότι αυτή ακριβώς η σκέψη ήταν που τον έκανε τελικά να κάνει εμετό. Τώρα λοιπόν δεν είχε απλώς να φάει τα σκατά. Έπρεπε να φάει τα σκατά του επικαλυμμένα με τον εμετό του. Δύο ώρες αργότερα, και μετά από πολλά πισωγυρίσματα, είχε τελειώσει. Αν υπάρχει θέληση όλα γίνονται.
          Ο Λ τον πλησίασε, έλεγξε τη λεκάνη και είδε ότι ήταν άδεια. Υπήρχαν μόνο λίγα υπολείμματα εμετού, ή κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί κυρίως εμετός, αφού μετά από όλη αυτή τη διαδικασία, αυτές οι δύο έννοιες είχαν πλέον συγχωνευθεί. Το αποτέλεσμα πάντως ήταν ικανοποιητικό.
          «Συγχαρητήρια.» του είπε. «Μόλις φάγατε τα σκατά σας». Ο τόνος λεπτής ειρωνείας που πίστευε ότι διέκρινε ο Β, διαγράφηκε από την προσθήκη, «Για τρία εκατομμύρια ευρώ.» Επανήλθε όμως: «Ελπίζω να σκεφτήκατε να φέρετε οδοντόβουρτσα.»
          Δεν είχε φέρει. Και κανείς δεν του έδωσε.
          Σε καμία περίπτωση δε μας ενδιαφέρει η αποχώρησή του από την έπαυλη του Α, ούτε η επιστροφή στο σπίτι του, ούτε και η πολύ παράξενη συμπεριφορά του απέναντι στη γυναίκα και τα παιδιά του, το ότι πήγε και κλείστηκε στον ξενώνα χωρίς να μιλήσει σε κανέναν, και άλλες τέτοιες δευτερεύουσες λεπτομέρειες. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ότι το επόμενο μεσημέρι μίλησε με την τράπεζα και πληροφορήθηκε ότι ο λογαριασμός του είχε μεγαλώσει κατά τρία εκατομμύρια ευρώ. Αυτή η είδηση ήταν σχεδόν αρκετή για να τον κάνει να ξεχάσει τη σιχαμάρα της προηγούμενης νύχτας, παρόλο που τα ούλα, τα δόντια και ο ουρανίσκος του ήταν ακόμα διαποτισμένα από τα περιττώματά του, όσες φορές κι αν βούρτσισε τα δόντια του, όσες στοματικές πλύσεις κι αν έκανε. Σύντομα η αηδία επέστρεψε, χωρίς όμως να ξεπερνά πλέον τη χαρά. Έφυγε από το σπίτι και πήγε για σούσι. Όχι γιατί το έκανε κέφι εκείνη την ώρα, αλλά για να πνίξει το στόμα του στο ουασάμπι. Αργότερα στο σπίτι έφαγε τρία κρεμμύδια και ένα σκόρδο, μπόλικο ταμπάσκο, ήπιε μισό μπουκάλι ουίσκυ, και γενικώς έβαλε στο στόμα του τις πιο δυνατές γεύσεις για να ξεπλύνει τις άλλες, τις επίμονες, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι η γεύση των περιττωμάτων του είχε φύγει προ πολλού από το στόμα του και κατοικούσε μόνο στο μυαλό του. Εκεί όμως δεν είχε καμία πρόσβαση.
          Την επόμενη μέρα ένοιωθε ήδη καλύτερα, και η σκέψη του τραπεζικού του λογαριασμού επισκίαζε εντελώς την ανάμνηση της προχθεσινής νύχτας. Χωρίς να εξηγήσει τίποτα σε κανέναν, το απόγευμα επέστρεψε στο σπίτι με ένα ολοκαίνουργιο και πανάκριβο διθέσιο αυτοκίνητο (δε θα αναφέρουμε τη μάρκα, δεν είναι εδώ τόπος για διαφημίσεις), την επομένη αγόρασε εξοχικό σε ένα νησί, και τη μεθεπομένη έκανε τις πρώτες κινήσεις για την επέκταση της επιχείρησής του. Μέσα σε μία εβδομάδα είχε ξοδέψει ή επενδύσει τα δύο τρίτα του ουρανοκατέβατου κεφαλαίου, και η αυτοπεποίθησή του είχε τονωθεί, ίσως ήταν πιο σίγουρος για τον εαυτό του από ποτέ. Ο οξυδερκής αναγνώστης έχει ήδη καταλάβει ότι όλες αυτές οι θετικές συνέπειες για το φίλο μας δεν είναι παρά ένα μικρό διάλειμμα πριν από την επόμενη ανατροπή, όχι μόνο της πλοκής, αλλά και της ψυχικής του ισορροπίας. Γιατί λίγες μέρες αργότερα, ο Β, βγαίνοντας από το εργοστάσιό του βρήκε κάτω από τον υαλοκαθαριστήρα του καινούργιου του αυτοκινήτου έναν ψηφιακό πολυμορφικό δίσκο, κοινώς, ένα DVD.
          Το περιεχόμενο είναι προφανές: αφού είδε τον εαυτό του να τρώει τα σκατά του (μα πού διάολο ήταν κρυμμένη αυτή η κάμερα;), είδε στην οθόνη τον Α, ο οποίος του έλεγε, πολύ απλά, το εξής: «Αν δε μου δώσετε τρία εκατομμύρια ευρώ, η γυναίκα σας και τα παιδιά σας θα δούνε αυτό το βίντεο. Υποθέτω πως δε θα το θέλατε αυτό.» Ο Β γέμισε οργή και τρόμο. Η πρώτη του κίνηση, ενστικτώδης, ήταν να ψάξει το τηλέφωνό του για να καλέσει το δικηγόρο του, θέλοντας να υποβάλει μήνυση για εκβιασμό, αλλά αμέσως κατάλαβε ότι η οποιαδήποτε νίκη θα ήταν μόνο ηθικής φύσης, και ότι σε καμία περίπτωση δε θα απέφευγε το ξεμπρόστιασμα και την κατακραυγή. Ενώ εκείνος ήθελε πάση θυσία να αποφύγει τον εξευτελισμό. Γι’ αυτό κάλεσε αμέσως τον Α – περιττό να πούμε ότι δε μίλησε με τον Α, αλλά με τον Λ – και του είπε να μην κάνει καμιά βλακεία και ότι θα επέστρεφε τα χρήματα εντός ολίγων ημερών. Μέσα σε αυτές τις μέρες πούλησε το αυτοκίνητο, στο ένα τρίτο της αρχικής τιμής, το εξοχικό, στα δύο τρίτα της αρχικής τιμής, αλλά συνειδητοποίησε ότι για να πάρει πίσω τα χρήματα που είχε επενδύσει στην επέκταση της επιχείρησης δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Από τα χρήματα που έλαβε, κατάφερε να πάρει πίσω λιγότερα από τα μισά. Έτσι λοιπόν, αναγκάστηκε να αντλήσει κεφάλαια από τον τραπεζικό του λογαριασμό. Την επόμενη εβδομάδα κατέθεσε τρία εκατομμύρια ευρώ στο λογαριασμό του Α και, ήσυχος πλέον, προσπάθησε να ξεχάσει όλα όσα είχαν συμβεί.
          Όμως, δύο μέρες αργότερα, ξύπνησε για να δει ότι η γυναίκα του είχε πάρει τα παιδιά και είχαν φύγει από το σπίτι. Μπορούμε να φανταστούμε ένα σωματοφύλακα να την πλησιάζει την ώρα που βγαίνει από το δοκιμαστήριο σε ένα κατάστημα ρούχων, κοιτάζεται στον καθρέφτη και αξιολογεί το φόρεμα που σε λίγη ώρα ίσως γίνει δικό της, να πλησιάζει τα παιδιά που περιμένουν το σχολικό, και να τους δίνει από ένα DVD, το οποίο περιέχει το βίντεο της κοπροφαγίας και άλλο ένα όπου ο Λ, με καλυμμένο πρόσωπο, εξηγεί τι ακριβώς συνέβη και ποιο ήταν το τίμημα. Η γυναίκα του λοιπόν, την οποία δεν υπάρχει λόγος να ονομάσουμε κάπως, αφού σε λίγο η ιστορία μας φτάνει στο τέλος της, του είχε αφήσει ένα σημείωμα όπου τον αποκαλούσε σιχαμένο, του έλεγε ότι θα μιλούσε με το δικηγόρο της, ότι δε θα ξαναέβλεπε ποτέ τα παιδιά του. Αργότερα μέσα στη μέρα, ο Β δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον εν λόγω δικηγόρο, τον οποίο από τώρα και στο εξής θα αποκαλούμε δικηγόρο, που τον ενημέρωσε για την αίτηση διαζυγίου, επιμέλειας των παιδιών και διάφορα νομικά που έκαναν λόγο για ηθική αποζημίωση, διατροφή, τρία εκατομμύρια, αλλά ο Β πλέον δεν καταλάβαινε τι του γινόταν. Και το τελικό χτύπημα, αν και δεν το ξέρει ακόμα, βρίσκεται στα εισερχόμενα της ηλεκτρονικής του αλληλογραφίας: ένας σύνδεσμος που οδηγεί σε ένα βίντεο με ελάχιστες θεάσεις, το οποίο όμως μέσα σε λίγες ώρες θα έχει γίνει viral.
          Έτσι λοιπόν τελειώνει η ιστορία του ανθρώπου που έφαγε τα σκατά του για τρία εκατομμύρια ευρώ. Ο οποίος, εδώ που τα λέμε, όχι μόνο δεν πήρε τρία, αλλά έδωσε και δύο για να τα φάει, και ποιος ξέρει αργότερα πόσα ακόμα.

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Η Μιρέλλα από το Μπραχάμι



Το απόγευμα της 20ης Απριλίου 2016, ημέρα Τετάρτη, πήγα στο σπίτι του Σόρελ μαζί με τον Κάκτο. Ήπιαμε τσάι γιασεμί και φάγαμε ντόνατς κανέλλα. Ο Σόρελ προσπαθούσε να ανεβάσει ένα σάιτ, εκνευριζόταν που δεν τα κατάφερνε, ενώ ο Κάκτος κι εγώ είχαμε μία φιλοσοφική συζήτηση για το χρόνο, τον άνθρωπο, τη δημιουργία και το θεϊκό στοιχείο που μπορεί να κρύβεται ή όχι πίσω από όλα όσα μας περιβάλλουν. Όπως είναι φυσικό, δεν καταλήξαμε πουθενά, ευτυχώς. Αντιθέτως, ο Σόρελ κατάφερε να ανεβάσει το σάιτ. Αργότερα ήρθε η Ηλέκτρα, που μόλις είχε τελειώσει το μάθημα pole-dancing, και μετά από λίγο έφυγε μαζί με τον Κάκτο. Ο Σόρελ θα πήγαινε στο Μεϊντάνι στην πλατεία Εξαρχείων να βρει ένα φίλο που είχε να δει δύο χρόνια, και μου πρότεινε να πάω μαζί του. Καθήσαμε εκεί περίπου μιάμιση ώρα πίνοντας ρακή και συζητώντας. Φύγαμε κατά τη μία, ο Σόρελ για να πάει σπίτι και να μη φάει τίποτα, εγώ για να φάω ένα πίτα μπιφτέκι από το Καλοψημένο και να πάω σπίτι. Πήρα το σουβλάκι και πήγα να το φάω σε ένα παγκάκι στην Ακαδημίας, πίσω από τη Βιβλιοθήκη. Όταν είχα φάει πια το μισό, ένοιωσα κάποιον να πλησιάζει από τα δεξιά μου. Γυναίκα, σακούλα, αβέβαιο, αργό περπάτημα. Μου ζήτησε λεφτά. Της είπα ότι δεν είχα. Για την ακρίβεια τα είχα υπολογίσει από πριν πάρω το σουβλάκι: είχα 4,60 για καπνό και άλλα δύο για το σουβλάκι. Είχα και τριάντα ορφανά λεπτά, τα οποία δε θα έψαχνα σε καμία περίπτωση, πόσο μάλλον την ώρα που έτρωγα και ήμουν λερωμένος. Έκανε δύο βήματα μπροστά, ξανασταμάτησε και με ρώτησε αν καπνίζω. Της είπα πως μου είχε τελειώσει ο καπνός. Το οποίο ήταν αλήθεια. Ή σχεδόν. Είδα στο βλέμμα της μια απέραντη απογοήτευση, και της λέω παίζει να έχει μείνει λίγο τρίμμα. Έκατσε δίπλα μου, της έδωσα τον καπνό και άρχισε να στρίβει. Άναψε το τσιγάρο με τον δικό της αναπτήρα και συνέχισε να κάθεται δίπλα μου. Όταν της έσβησε, συνειδητοποίησε ότι τον είχε χάσει. Έψαξε τις τσέπες, την τσάντα της, το πεζοδρόμιο, τη μεγάλη σακούλα Jumbo που κουβαλούσε, αλλά ο αναπτήρας είχε εξαφανιστεί. Μου ζήτησε τον δικό μου. Της τον έδωσα. Με ρώτησε αν είχα άλλον. Για μία στιγμή αναρωτήθηκα τι στραβό είχε αυτός, αλλά κατάλαβα ότι προσπαθούσε να με πείσει να της τον χαρίσω. Της είπα ότι δεν είχα άλλον, παρόλο που ήξερα ότι ένας μεγάλος πράσινος βρισκόταν στην τουαλέττα μου, πάνω στην εγκυκλοπαίδεια του ροκ. Μου λουφάρουν τους αναπτήρες τόσο εύκολα και τόσο συχνά, που αδυνατώ να τους αποχωριστώ συνειδητά. Προσπαθώ να επιστρέψω στις προ κρίσης μέρες, τις μέρες της αφθονίας, όταν είχα έναν αναπτήρα στο γραφείο, έναν στην τουαλέττα και έναν πάνω μου. Βρισκόμουν αρκετά κοντά, και δε θα το χαλούσα τώρα. Το μυστήριο του χαμένου αναπτήρα δε λύθηκε στο παγκάκι.

Συνέχισα λοιπόν να τρώω, και κάποια στιγμή μου είπε ότι είχε να φάει τρεις μέρες. Γύρισα να την κοιτάξω, σε διάφορες στιγμές του διαλόγου, αλλά ειδικά εκείνη τη στιγμή, με τα μουστάκια μου γεμάτα τυροσαλάτα. Χόρτασα σχεδόν αμέσως. Άρχισα να αισθάνομαι άσχημα, γι’ αυτό, πέντε μπουκιές πριν τελειώσω, τη ρώτησα αν ήθελε το υπόλοιπο. Μου είπε όχι, μη σου το στερήσω, επέμεινα, αλλά όχι πολύ. Αφού τελείωσα το σουβλάκι, είδα ότι είχε μείνει καπνός για άλλο ένα τσιγάρο, και λέω τι διάολο, ας καπνίσω ένα τσιγάρο εδώ, μαζί της.
         
Σε ένα άλλο πλαίσιο, καθαρά λογοτεχνικό, η περιγραφή της εξωτερικής εμφάνισης των χαρακτήρων δε θα με ένοιαζε καθόλου, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, όμως εδώ πιστεύω πως είναι αναγκαία. Για να τελειώνουμε λοιπόν: ήταν κοντούλα προς κανονική, αδύνατη, με καστανά μαλλιά και μάτια. Φορούσε μωβ φούτερ και μαύρη φόρμα. Τα δάχτυλα των χεριών της ήταν πρησμένα. Σαν να ανήκαν σε άλλο άνθρωπο. Είχε τρεις ηλικίες: μία φαινομενική, μία υποθετική και μία πραγματική. Φαινόταν τριάντα πέντε, αλλά πιστεύω ότι ήταν περίπου είκοσι πέντε. Δεν έμαθα πόσο ήταν πραγματικά. Θα μπορούσα να πω ότι ήταν αρκετά όμορφη. Θα μπορούσα μάλλον να το πω πιο εύκολα αν δεν έβλεπα την πρέζα στο πρόσωπο, στην ομιλία και στις κινήσεις της. Γιατί, κακά τα ψέματα, η πρέζα κάνει τους ανθρώπους αντιαισθητικούς. Αργότερα έμαθα ότι λέγεται Μιρέλλα. Η Μιρέλλα από το Μπραχάμι.

Παρόλο που κατά τη διάρκεια της ημέρας είχε τον καλύτερο καιρό που μπορεί κάποιος να φανταστεί, τώρα, στα μισά της νύχτας, είχε σηκώσει έναν παγερό άνεμο που παρέσερνε τα σκουπίδια της πόλης. Ήμουν με το κοντομάνικο. Δεν πέθαινα από το κρύο. Βρισκόμουν ανάμεσα στο δροσίζομαι ευχάριστα και στο σε λίγο δυσάρεστα. Με ρώτησε πού μένω. Της είπα Σύνταγμα, η αντίδραση δεν ήταν η συνήθης: δεν υπήρξε. Μετά από μια μεγάλη παύση κατάφερα να τη ρωτήσω, εσύ. Μου είπε ότι μένει στο δρόμο εδώ και τέσσερεις μήνες. Μου είπε ότι η μητέρα της έπαθε τρία εμφράγματα, ότι είχε μπει στο νοσοκομείο, και ότι ο πατέρας της την έδιωξε από το σπίτι. Υπέθεσα ότι η μάνα της την αγαπούσε περισσότερο, ή με πιο άρρωστο τρόπο, ότι είχε μεγαλύτερη υπομονή, ενώ η υπομονή του πατέρα είχε εξαντληθεί. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος που θα είχε το δικαίωμα να κατηγορήσει οποιονδήποτε από τους δύο. Τη ρώτησα για τον εθισμό της. Μου είπε για τους πόνους που την πιάνουν όταν δεν έχει να πιει ηρωίνη, ότι τώρα είχε πάνω της μόνο σίσα. Ήταν προφανές ότι πλέον η πρέζα και το σίσα δεν είναι μέσα διασκέδασης (ή αναψυχεδέλειας), παρά μόνο φάρμακα που στρέφονται εναντίον του εαυτού τους. Μου είπε ότι ξεκίνησε νωρίς, ότι πίνει από τα δεκαπέντε. Τη ρώτησα, καλά, δεν είχες δει τους κατεστραμμένους στο δρόμο. Μου είπε όχι, ποτέ. Και ότι ο τότε γκόμενός της ήταν που της έδωσε να δοκιμάσει πρώτη φορά. Ήταν πολύ ερωτευμένος και ήθελε να είναι συνέχεια μαζί, και ότι ο μόνος τρόπος για να συμβεί αυτό ήταν να πρεζάρει κι εκείνη. Δεν την προειδοποίησε για τη συνέχεια. Φαντάστηκα κάποιον ανεύθυνο, κοντόφθαλμο τύπο που της έριχνε αρκετά χρόνια. Τη ρώτησα τι απέγινε εκείνος, και μου είπε ότι είχε ξεκόψει, ότι είχε παντρευτεί και είχε κάνει παιδιά. Ότι πλέον έπινε μόνο κόκα, πότε πότε. Ειρωνεία. Ενώ εκείνη συνεχίζει την προδιαγεγραμμένη μάχη της, πίνοντας σίσα όταν δεν έχει αρκετά λεφτά, εκείνος ξέκοψε και κάνει τη ζωούλα του. Της είπα για το Μήτσο που έπινε χρόνια και κατάφερε να το κόψει, και μου είπε ότι κι εκείνη είχε ξεκόψει κάποτε, για τρία χρόνια, αλλά ξανακύλησε μετά τα εμφράγματα της μητέρας της. Ο φίλος σου θα ξαναπιεί, μου είπε, αυτό το πράμα δε βγαίνει ποτέ από το μυαλό σου. Μου είπε ότι για να ξαναγυρίσει σπίτι της, και για να γίνει δεκτή υποθέτω, έπρεπε να μαζέψει είκοσι ευρώ για κάποιο γιατρό που θα της έγραφε φάρμακα, μεθαδόνη φαντάζομαι, αλλά ότι όποτε κατάφερνε να μαζέψει κάποια λεφτά, πήγαινε αμέσως και τα έπινε, δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Μου είπε ότι άλλες κοπέλες πηδιούνται με όποιον τύχει για δεκαπέντε ευρώ. Αλλά ότι εκείνη σιχαίνεται. Δε θα το έκανε ποτέ. Τη ρώτησα αν είχε φίλους. Μου είπε, μόνο φίλους της πρέζας, περιστασιακούς φίλους με τους οποίους ουσιαστικά δεν είχε να πει τίποτα. Της είπα ότι κι εγώ, που πίνω μόνο χόρτο, έχει τύχει να κάνω παρέα με ανθρώπους που το μόνο που μας ένωνε ήταν το ότι πίνουμε και κατά τα άλλα δεν είχαμε να πούμε τίποτα, και ότι κάποια στιγμή λες, γάμησέ το, καλύτερα να κάτσω σπίτι να διαβάσω ένα βιβλίο. Τη ρώτησα ποιος ήταν ο μεγαλύτερος φόβος της, και μου είπε ότι ήταν το να μην έχει να πιει, οι πόνοι που θα ένοιωθε αν δεν είχε να πιει. Της είπα ότι είναι πολύ παράξενο που φοβάται περισσότερο τους πόνους από το να μην έχει σπίτι, φίλους, φαγητό. Επέμεινε στους πόνους, με τη διάτρητη επιχειρηματολογία του πρεζάκια. Καμία ελπίδα, καμία λογική.

Είχε μαζί της μια μεγάλη σακούλα με ρούχα, τα οποία είχε φέρει με το βραδινό λεωφορείο από τον Άγιο Αντώνιο. Δε θυμάμαι αν μου είπε πού τα είχε βρει. Μου έδειξε ένα φούτερ και με ρώτησε αν μου άρεσε. Κατάλαβα ότι προσπαθούσε να μου το πουλήσει. Της είπα ότι καλό είναι, με εμφανή αδιαφορία. Μου είπε ότι κρύωνε. Της λέω φόρα κάποιο από τα ρούχα. Και μου λέει: δε γίνεται, είναι αντρικά. Γαμώτο, σκέφτηκα, πώς μπορεί κάποιος να είναι τόσο χαζός. Μου είπε ότι θα πήγαινε να τα πουλήσει αύριο στο Θησείο, και φαντάστηκα ότι δεν ήθελε να τα βρωμίσει με το άπλυτο σώμα της,  αλλά ακόμα και αυτή η δικαιολογία μου φάνηκε ανεπαρκής. Αν κρυώνεις, κρυώνεις. Αν κρυώνεις, ντύνεσαι. Και μετά, αν είσαι τυχερός, δεν κρυώνεις πια. Μου είπε ότι πεινούσε πολύ. Ότι αυτό που τρώει συνέχεια τον τελευταίο καιρό και την έχει καταβρεί, είναι «εκείνο το μεγάλο κρουασσάν, το καινούργιο». Εξεπλάγην και τη ρώτησα αν όντως την έβγαζε με αυτό το πράμα. Μετά από μια ακόμα μεγάλη παύση, της είπα «από την ηλίθια θέση από την οποία σου μιλάω, εγώ στη θέση σου» καλύτερα, και πιο οικονομικά, θα ήταν να πηγαίνει στη λαϊκή, να παίρνει κανένα φρούτο, ψωμί από το φούρνο, και να τρώει σαν άνθρωπος. Λόγια στο κενό.

Το κρύο είχε αρχίσει να γίνεται πιο έντονο. Με ρώτησε αν υπήρχε πουθενά εδώ κοντά κανένα Έβερεστ ή κάτι τέτοιο για να περάσει το βράδυ, απαρίθμησα μερικά, είπε αλλά με τι λεφτά, με ρώτησε αν υπήρχε κανένα ίντερνετ-καφέ, παράξενη σκέψη, της είπα για αυτό που είναι χαμηλά στην Ακαδημίας, με ρώτησε πόσο χρεώνει την ώρα, 1,50-2 ευρώ λέω, και πάλι, με τι λεφτά, λέει. Με ρώτησε αν έχω facebook. Της είπα όχι. Μου είπε ναι. Και ότι πότε πότε πηγαίνει σε κανένα ίντερνετ-καφέ και, δεν ξέρω, κάνει ό,τι κάνουν οι άνθρωποι στο facebook. Άρχισα να σκέφτομαι στοές, εισόδους, σπηλιές, οτιδήποτε μπορούσε να προσφέρει λίγη ζεστασιά, αλλά δε μου ερχόταν τίποτα. Είχα αρχίσει να κρυώνω, και να βαριέμαι κάπως, για να είμαι ειλικρινής. Ήθελα να φύγω, αλλά δεν μπορούσα να σκεφτώ καμία πρόταση που θα έλυνε αυτή τη συνάντηση χωρίς να επιβαρύνει την αμηχανία και τις ενοχές μου. Με ρώτησε προς τα πού είναι η Ομόνοια, αν είναι μακριά. Της εξήγησα. Παραπονέθηκε για το βάρος της σακούλας, και πώς θα κατάφερνε να την κουβαλήσει ως εκεί. Και ότι στις έξι το πρωί θα πήγαινε στο Θησείο να πουλήσει τα ρούχα. Θεώρησα ότι βρήκα τι να πω. Της λέω πάμε μέχρι την Πανεπιστημίου, να σε βοηθήσω και με τη σακούλα, κατηφορίζεις ανηφορίζω. Σηκωθήκαμε και αρχίσαμε να περπατάμε. Α, είναι καλό πακετάκι, της είπα σηκώνοντας τη σακούλα. Στο μυαλό μου συνέβαιναν διάφορα. Κάποια στιγμή παραπάτησε, δεν έπεσε. Κατεστραμμένη. Σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις. Η πιο ενοχλητική, η πιο επίμονη: ένας άνθρωπος βασίζει τη διατροφή του εξ ολοκλήρου σε κρουασσάν από το περίπτερο, αν είναι δυνατόν, μαχαιριά στον κρόταφο.

Είναι εκνευριστικό να κάνεις το λάθος που ξέρεις από πριν πόσο λάθος είναι. Της είπα: αν θες έλα σε μένα να αράξεις, να σου φτιάξω μια ομελέττα να φας σαν άνθρωπος, και στις έξι φεύγεις και πας στο Θησείο. Λάθος. Λάθος. Λάθος. Το ξέρεις πριν το κάνεις, το ξέρεις ενώ το κάνεις, το μετανιώνεις αφού το έκανες, και δεν μπορείς να το ξεκάνεις. Μαλάκα βλάκα ηλίθιε γιατί πας και μπλέκεσαι. Θα μπορούσα να έχω μείνει στο «όχι, μου έχει τελειώσει ο καπνός». Θα έφευγε, θα περπατούσε μακριά, όλα θα είχαν τελειώσει, τίποτα δε θα είχε αρχίσει. Αλλά όχι: είμαι ο πιο χαζός έξυπνος άνθρωπος που γνωρίζω.

Στο δρόμο προς το σπίτι με ρώτησε για το φαγητό. Της είπα ότι σκεφτόμουν να της φτιάξω μια ομελέττα με λουκάνικο. Εκείνη με ρώτησε αν έχω κόκα-κόλα. Σχεδόν θύμωσα, τελείως απόρησα. Της είπα ότι δεν πίνω τέτοιες μαλακίες, δε βρίσκω κανένα λόγο. Καφέ; Ούτε. Και τι πίνεις; Τίποτα. Νερό, πορτοκαλάδα και αλκοόλ. Στη στοά του Senza, και ενώ πίστευα ότι απλώς περπατούσαμε, ξέμεινα να περπατάω μόνος ενώ εκείνη έκανε τράκα από κάτι παρέες που κάθονταν χύμα στο πάτωμα. Μετά από λίγο ήρθε δίπλα μου, μου έδωσαν εξήντα λεπτά, μου είπε. Δεν ξέρω αν περίμενε να της δώσω συγχαρητήρια.

Μπαίνουμε στην Πετράκη και είκοσι μέτρα πριν από την πολυκατοικία, βλέπω τον Ξέρξη, το σκύλο του από κάτω, να βγαίνει τρεχάτος στο δρόμο. Από πίσω του ακολουθεί ο Αντρέας. Τέλεια. Δε μου έφταναν όλα τα υπόλοιπα, τώρα έχω κι ένα γείτονα που θα μάθει ότι σκάω σπίτι με μια πρεζογκόμενα. Στις δυόμιση το βράδυ. Τον χαιρετάω. Μου λέει δε θα το πιστέψεις, ευτυχώς που ήρθες, πριν από ένα λεπτό κλειδώθηκα απ’ έξω, του λέω ένα λεπτό ε; τότε συγγνώμη που αργήσαμε. Γιατί χρησιμοποιώ πρώτο πληθυντικό; Γιατί δε λέω «συγγνώμη που άργησα»; Γιατί την επισημοποιώ; Από την άλλη όμως, ποια η διαφορά; Στην είσοδο υπάρχει ένα μικρό καροτσάκι τη χρησιμότητα του οποίου καταλαβαίνω μόνο κοιτάζοντας μέσα από την εξώπορτα της πολυκατοικίας, όπου υπάρχει το ποδήλατο του Αντρέα. Προφανώς το καροτσάκι είναι για το σκύλο και δένεται με κάποιο τρόπο στο ποδήλατο. Αλλά ποιος βγάζει το σκύλο του βόλτα με αυτό τον τρόπο στις δυόμιση το βράδυ; Καλός κάψας κι αυτός.

Βγαίνω από το ασανσέρ χωρίς να ανάψω το φως του διαδρόμου, ξεκλειδώνω την πόρτα ενώ η κοπέλα πίσω μου ψάχνει το διακόπτη, χωρίς λόγο, αφού η πόρτα είναι πλέον ανοιχτή. Δε σκοπεύω να την αφήσω ούτε στιγμή από τα μάτια μου, είμαι σχεδόν βέβαιος ότι αν βρει ευκαιρία θα μου ψειρίσει κάτι. Πάνω στο τραπέζι υπάρχει ένα λεξικό. Κοιτάζει τη βιβλιοθήκη, με ρωτάει, όλα αυτά λεξικά είναι; Ναι, της λέω, όλα. Με κοιτάζει με έκπληξη. Της λέω όχι, ηρέμησε, δεν είναι λεξικά. Δίπλα στο λεξικό είναι η ταυτότητά μου. Για κάποιο λόγο τη μαζεύω μαζί με άλλα πράγματα από το τραπέζι. Δεν ξέρω γιατί δε θέλω να μάθει ποιος είμαι. Δεν ξέρω καν αν τη νοιάζει. Ανάβω τον υπολογιστή και βάζω μουσική. Beatles, σκέφτομαι, τι καλύτερο για έναν καταπονημένο άνθρωπο. Μετά από λίγο, τέτοια ακούς, με ρωτάει. Διάολε, σκέφτομαι, σνομπάρει τους Beatles. Αργότερα με ξαναρωτάει, τι είναι αυτό που ακούμε. Σκέφτομαι ότι το βρίσκει φλώρικο. Της απαντάω γεμάτος απορία. Τη ρωτάω εσύ τι ακούς, πίου πίου; Α, μου λέει, τα πάντα, από Καρρά μέχρι μπουζούκια μέχρι ηλεκτρονική, μουρμουρίζει κάποια άλλα που δεν καταφέρνω να ακούσω. Έχω παρατηρήσει ότι όσοι ακούνε τα πάντα, τίποτε από αυτά δεν είναι ωραίο. Μιλάει χαμηλόφωνα. Αναρωτιέμαι αν δεν έχει δύναμη να μιλήσει πιο δυνατά ή αν μέσα στο κεφάλι της πιστεύει ότι η ένταση της φωνής της είναι η κατάλληλη.

Πάμε να σου φτιάξω να φας της λέω και πηγαίνουμε στην κουζίνα. Με ξαναρωτάει, τι σκέφτεσαι να φτιάξεις. Της λέω ξανά ομελέττα με λουκάνικο. Με ρωτάει έχεις καμιά μερέντα. Ζντουφ. Από πού ήρθε αυτό; Κακομαθημένη, σκέφτομαι. Μου λέει η ομελέττα θα μου πέσει βαριά, δεν έχεις τίποτ’ άλλο, τι άλλο έχεις. Της λέω για φρούτα, λαχανικά, παξιμάδια. Χλιαρή αντίδραση. Με ρωτάει ξανά, καφέ; Κι άλλα ερωτηματικά στο κεφάλι μου. Ψάχνει χωρίς να με ρωτήσει, βρίσκει ένα βαζάκι καπουτσίνο ή εσπρέσσο που έχει ξεμείνει από την Ίριδα. Δε θυμόμουν ότι υπήρχε. Είμαι σίγουρος ότι έχει βγάλει πόδια. Με πράσινες κάλτσες. Το ανοίγει, καλός φαίνεται, κοιτάζουμε στον πάτο του βάζου, έχει λήξει εδώ και δύο μήνες. Άκυρος ο καφές. Με ρωτάει, μέλι έχεις; Παραδόξως, ναι. Το έχω καιρό. Έχει ζαχαρώσει πάνω, αλλά μέλι είναι της λέω, δε χαλάει, έχουν βρει μέλι στις πυραμίδες της Αιγύπτου και ήταν μια χαρά. (Άραγε το έφαγαν ή εκτίθεται σε κάποιο μουσείο, αναλλοίωτο για πάντα;). Κοιτάζω και την ημερομηνία λήξης στον πάτο, δωδέκατος του 16. Της βγάζω ένα παξιμάδι, της λέω όπως είναι ή βρεγμένο; Το πιάνει και το σπάει, θραύσματα πέφτουν στο πάτωμα, ευχαριστώ πολύ.

Γυρίζουμε στο σαλόνι, αρχίζει να τρώει. Συνολικά της πέφτουν στο πάτωμα τρία κομμάτια παξιμάδι, κάποιο από αυτά μελωμένο. Δε φαίνεται να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα. Τελειώνει το φαγητό. Με ρωτάει δεν έχεις κανένα τσιγάρο. Της λέω όχι, μου λέει δεν μπορεί, κάπου θα έχεις. Βγάζω τον τελειωμένο καπνό και κοιτάζω. Μπορεί να βγαίνει μισό τσιγάρο. Το στρίβω, το ανάβω, καπνίζω το μισό του μισού τσιγάρου και της το δίνω. Εκείνη σκαλίζει τα πράγματά της όση ώρα καπνίζει. Σβήνει το τσιγάρο και σηκώνεται όρθια, πηγαίνει στη σακούλα της, και κάπου εκεί λύνεται το μυστήριο του χαμένου αναπτήρα: τον είχε βάλει στην τσέπη αυτού που φοράει κάτω από το μωβ φούτερ της. Κοίτα να δεις τι μπορείς να πάθεις. Παίρνω το κινητό μου και βάζω ξυπνητήρι. Για οποιαδήποτε περίπτωση. Σκαλίζει την τσάντα της τώρα. Αναρωτιέμαι τι ψάχνει, αν υπάρχει κάποια μεθοδολογία ή αν απλώς ανακατεύει τα περιεχόμενα. Βγάζει ένα μακρύ γάντι, και από μέσα μια διάφανη πίπα. Τέλεια σκέφτομαι. Παίρνει τον αναπτήρα και αρχίζει μία εντελώς γελοία διαδικασία. Καίει την πίπα εξωτερικά περιμένοντας να αρπάξει το κενό στο εσωτερικό. Κάποιο είδος σκουρόχρωμης μπίχλας υπάρχει στα τοιχώματα. Αυτήν προσπαθεί να κάψει. Έπρεπε να της είχα πει ή κόβεις τις μαλακίες ή έφυγες. Αλλά, καλώς ή κακώς, δεν της λέω τίποτα. Απλώς την κοιτάζω με ένα βλέμμα γεμάτο απορία και αηδία. Δεν τη νοιάζει. Μόνο ένα πράγμα τη νοιάζει. Η σκέψη ότι έφερα μια πρεζού στο σπίτι μου μου σπάει τα νεύρα, το ότι πίνει μες στο σπίτι μου με τις ευλογίες μου, ή τουλάχιστον χωρίς να πω τίποτα, μου σπάει τα νεύρα ακόμα περισσότερο. Από την άλλη, σκέφτομαι, ως μαλάκας που είμαι, άλλο ένα παράσημο μπαίνει στους τοίχους του σπιτιού: κάποιος έχει καπνίσει σίσα εδώ μέσα. Κάποια στιγμή, αρκετά σύντομα, ο αναπτήρας της τελειώνει. Ούτως ή άλλως, από το παγκάκι είχα προσέξει ότι δεν είχε πολύ. Για την ακρίβεια είχε πεθάνει και αναστήθηκε ξανά στο σπίτι. Μου ζητάει αναπτήρα. Μην έχοντας καταλάβει ακόμα ότι το σίσα είναι πιο ακριβό σε αναπτήρες παρά σε σταφ, της τον δίνω. Εκείνη ξέρει ότι είναι ο μοναδικός αναπτήρας που έχω. Δεν ξέρει για τον άλλο. Τον οποίο φυσικά δε σκοπεύω να εμφανίσω. Συνεχίζει τη γελοία διαδικασία της, και κάπου εκεί μου λέει, θες να κάνουμε μια συμφωνία. Ξέρω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να συμφωνήσω αλλά τη ρωτάω, τι συμφωνία, έτσι, από περιέργεια. Τρέμω στη σκέψη ότι θα μου πει θα γαμηθούμε και εσύ θα (κάτι). Ευτυχώς όχι: μου λέει, εγώ θα σου καθαρίσω το σπίτι, είναι πολύ βρώμικο, χωρίς να πει τι θα πρέπει να κάνω εγώ. Είναι όντως πολύ βρώμικο, αλλά δεν περίμενα να το ακούσω από εκείνη, που εδώ και τέσσερεις μήνες κοιμάται στους δρόμους. Της λέω, για την καθαριότητα και τη βρωμιά του σπιτιού μου μοναδικός υπεύθυνος είμαι εγώ. Μου λέει ότι είναι πολύ καλή στην καθαριότητα, ότι δούλευε σε κάποιον, ότι του καθάριζε, δε θυμάμαι αν αναφέρθηκε σε σπίτι ή γραφείο, αν ήταν δικηγόρος, αλλά κάτι στη μνήμη μου μου λέει δικηγορικό γραφείο. Ο τύπος της άφηνε διάφορα τυράκια για να την τεστάρει. Κάποια φορά, μου λέει, είχε βρει ένα πάκο χαρτονομίσματα, που ήταν σίγουρη ότι ο τύπος τα είχε αφήσει για δόλωμα, και ότι είχε σκεφτεί Μιρέλλα τώρα τι κάνεις, αλλά ότι τελικά τα είχε αφήσει όπως τα βρήκε για να μη χάσει τη δουλειά. Δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ αυτό το σκηνικό, αν υπήρξε δεν ξέρω αν όντως τα άφησε όπως τα βρήκε, δεν ξέρω τίποτα. Όμως, καλή προσπάθεια Μιρέλλα, σκέφτομαι, αν ήμουν πρεζάκιας. Ή λοβοτομημένος.

Βγάζει τα παπούτσια της και ξαπλώνει στον καναπέ. Τέλεια. Όλο και πιο τέλεια, σκέφτομαι. Οι κάλτσες της πάνω στο κάλυμμα του καναπέ που λογικά θα πλυθεί σε εξακόσια χρόνια. Κάθε φορά που η πίπα της αρπάζει μου έρχεται μια μυρωδιά ποδαρίλας. Δεν ξέρω αν ευθύνονται οι κάλτσες της, τα παπούτσια της ή το σίσα. Δεν ξέρω πώς μυρίζει αυτό το πράμα. Ή αν έχει το μαγικό χάρισμα να κάνει ό,τι βρωμάει γύρω του να βρωμάει περισσότερο. Σιγά σιγά την παίρνει ο ύπνος, το καταλαβαίνω. Ή τριπάρει. Το χέρι της έχει χαμηλώσει προς το τραπέζι, η πίπα ακουμπάει στο γάντι. Δεν την αφήνει από το χέρι της για κανένα λόγο. Είναι δική της, το παιχνίδι της, ο αντίχειρας, η πιπίλα της. Το βρέφος που ήταν κάποτε δεν ξεπέρασε ποτέ το στοματικό στάδιο. Αλίμονο όμως, φτάνει η ώρα που ο ύπνος γίνεται πιο δυνατός από τον εθισμό. Η πίπα γλιστράει από το χέρι της και πέφτει στο πάτωμα. Σπάει, ο ήχος το μαρτυράει. Αμέσως ξυπνάει και καταριέται τη μοίρα της. Έχει σπάσει ένα μικρό κομμάτι της φούσκας στην άκρη της λαβής. Με κοιτάζει σαν να πιστεύει ότι θα μπορούσα να κάνω κάτι: undo, να γυρίσω το χρόνο πίσω, να την κολλήσω με κάποιο τρόπο. Την κοιτάζω όπως την κοιτούσα και όταν κάπνιζε. Πιάνει τον αναπτήρα και ξαναρχίζει. Τι ματαιότητα. Πότε πότε τα καταφέρνει. Όταν βλέπω να βγαίνει καπνός, κοιτάζω το πρόσωπό της για να εντοπίσω σημάδια απόλαυσης ή λύτρωσης, αλλά δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο. Είναι ένα μωρό που ρουφάει ένα βυζί.  Μαμά, μητέρα, μάνα, μανούλα, μητερούλα, μαμάκα, μαστούρα. Ο ύπνος τελικά επανέρχεται, το χέρι με την πίπα χαμηλώνει ξανά στο τραπέζι, πάνω στο γάντι. Και συμβαίνει πάλι το ίδιο. Η πίπα γλιστράει από το χέρι της και χάνει μερικά ακόμα κομμάτια. Κάπου εκεί, ανακτώντας τον ξύπνιο, αρχίζοντας πάλι να παίζει με τον αναπτήρα ενώ προσπαθεί να παρηγορηθεί για την ατυχία της, η οποία φυσικά οφείλεται στο γεμάτο σύννεφα μυαλό της (εκείνη δεν το ξέρει), τελειώνει και τον δικό μου αναπτήρα. Δε φαίνεται να αισθάνεται άσχημα για τίποτε άλλο, παρά μόνο για το ότι δεν έχει με τι να ανάψει την πίπα της. Τελικά την παίρνει ο ύπνος. Το ξέρω ότι είναι τελικό γιατί ροχαλίζει.

Και να ‘μαι: κουρασμένος από όλη τη μέρα, άτονος από το αλκοόλ και τα περπατήματα του τελευταίου καιρού, από την κατάρρευση του προηγούμενου Σαββάτου, να θέλω να πέσω για ύπνο και να μην μπορώ, επειδή χωρίς κανέναν λογικό λόγο έχω ένα κρασαρισμένο τζάνκι στον καναπέ μου. Και χωρίς τσιγάρα. Τέλεια. Φεύγοντας από το Μεϊντάνι πίστευα ότι η μέρα μου θα έληγε σε δύο ώρες. Πού να ήξερα.

Κατουριέμαι εδώ και ώρα. Την κοιτάζω και προσπαθώ να απομνημονεύσω τη στάση του κορμιού της. Σηκώνομαι από την καρέκλα όσο πιο αθόρυβα μπορώ και πηγαίνω στο μπάνιο. Πρέπει να ελαχιστοποιήσω το χρόνο ανάμεσα στο θόρυβο που θα κάνει το καζανάκι και στην έξοδό μου. Ένας θόρυβος μπορεί να της ανοίξει τα μάτια, ένα βλέμμα θα της δείξει την απουσία μου, ένα δικό μου αντικείμενο μπορεί να γίνει δικό της χωρίς να το καταλάβω. Τελειώνω με το κατούρημα, κρύβω τον αναπτήρα στην τσέπη μου για παν ενδεχόμενο, ανοίγω την πόρτα, τραβάω το καζανάκι και βγαίνω γρήγορα. Ένα βραδινό της κατούρημα θα της αποκάλυπτε την ύπαρξη του αναπτήρα. Δε θα με ένοιαζε να εκτεθώ, θα μπορούσα να της πω, α, ναι, τον είχα ξεχάσει αυτόν, και να μην τρέχει τίποτα. Αυτό που με νοιάζει είναι να μην της δοθεί η ευκαιρία να μου τελειώσει τον πραγματικό τελευταίο μου αναπτήρα.

Επιστρέφω στο σαλόνι. Εξετάζω τη στάση της και καταλαβαίνω ότι δεν έχει κουνηθεί. Μία εντελώς υποθετική σκέψη περνάει από το μυαλό μου: και αν σου πεθάνει εδώ, όπως είναι, τι κάνεις; Πώς αποδεικνύεις ότι δεν είσαι ένοχος για τίποτα σε σχέση με το θάνατό της; Πρώτη σκέψη: έχω την απόδειξη από το Καλοψημένο, που αποδεικνύει ότι βρισκόμουν κάπου αλλού προηγουμένως. Κανένα νόημα. Και νωρίτερα, υπάρχουν ο Σόρελ και ο φίλος του με τους οποίους ήμουν. Κανένα νόημα. Όλα αυτά μπορούν να συνηγορήσουν στο ότι δεν την ξέρω. (Όχι). Ότι εγώ από την καλή (ηλίθια) μου την καρδιά. Μία τοξικολογική θα μπορούσε εύκολα να αποδείξει ότι η αιτία θανάτου ήταν αυτά που πίνει (και όχι τα χέρια ή το ζαχαρωμένο μέλι μου). Κάθε λίγο και λιγάκι κοιτάζω για να δω αν το στήθος της συνεχίζει να ανεβοκατεβαίνει. Συνεχίζει. Παράξενο. Το ίδιο πράγμα έκανα με τη μητέρα μου, τη γιαγιά μου, την κοπέλα μου, σκυλιά και γατιά, κάποιον φίλο που τύχαινε να αποκοιμηθεί. Το κάνω ακόμα με κάποιους από αυτούς. Μία ανεξήγητη φοβία ότι αυτός που βρίσκεται δίπλα σου μπορεί ξαφνικά να πεθάνει. Έτσι απλά, χωρίς κανένα λόγο. Θάνατος απλός όσο κι ο ύπνος.

Η ώρα κυλάει αργά και πρέπει να βρω κάτι να κάνω αν δε θέλω να με πάρει ο ύπνος στην καρέκλα μου. Είναι τέσσερεις και κάτι. Πρόκειται βέβαια για άλλη μία παράλογη φοβία, αφού νοιώθω υπερένταση και η νύστα έχει εξαφανιστεί εδώ και ώρα. Όμως κάτι πρέπει να κάνω: βαριέμαι. Και έχω και τα νεύρα μου. Βάζω λοιπόν το στικάκι στον υπολογιστή και μεταφέρω το ταξιδιωτικό κείμενο του Σόρελ, την αγγλική εκδοχή, την οποία μου πέρασε για να του πω καμιά γνώμη για το αν λειτουργεί το ύφος. Αρχίζω να διαβάζω. Φτάνω περίπου στο ένα τρίτο, και έχοντας παρατηρήσει διάφορα λαθάκια, είτε απροσεξίας είτε άλλα, αποφασίζω να επιστρέψω στην αρχή και να τα μαρκάρω, ή ακόμα και να κάνω προτάσεις. Αυτό όχι μόνο θα βοηθήσει το Σόρελ, αλλά κυρίως εμένα τον ίδιο, αφού θα βρεθώ λίγο πιο κοντά στις 6 και στο ξυπνητήρι. Για την ακρίβεια 6 παρά πέντε. Το έχω βάλει αυτή την ώρα με τη λογική να έχει ξυπνήσει μέχρι τις 6 και λίγα λεπτά αργότερα να έχει φύγει για να πάει στο Θησείο να πουλήσει τα ρούχα. Όμως όχι. Το ξυπνητήρι χτυπάει, τρομάζω και τινάζομαι, αλλά είμαι ο μόνος που το ακούει. Το αφήνω να ολοκληρώσει τον ίδιο εκνευριστικό ήχο που με έχει βασανίσει τόσες και τόσες φορές. Έχει περιστραφεί ενενήντα μοίρες πάνω στο τραπέζι. Αυτόματη αναβολή, θα ξαναχτυπήσει σε εννιά λεπτά. Συνεχίζω να διαβάζω, το ξυπνητήρι χτυπάει ξανά. Καμία αντίδραση. Βλέπω ότι πλησιάζω στο τέλος του κειμένου, λέω δεν πειράζει, θα τελειώσω την ανάγνωση και τις σημειώσεις, και θα προσπαθήσω να την ξυπνήσω μετά.

Κοιμάται χωρίς να έχει αλλάξει στάση ούτε μία φορά. Τελειώνω με το κείμενο και αρχίζω να εκνευρίζομαι. Την επόμενη φορά που χτυπάει το ξυπνητήρι, παίρνω το κινητό από το τραπέζι και το κρατάω δίπλα στο αυτί της. Είμαι σίγουρος ότι αυτό το κόλπο θα πιάσει, αλλά πρόκειται περί ελπίδων ηλιθίου. Η κοπέλα δε δίνει σημασία. Άλλη μία αναβολή. Κάνω βόλτες στο σαλόνι, ξεφυσάω θυμωμένος, καταριέμαι σιωπηλά τον εαυτό μου. Αρχίζω να βαράω σποραδικά παλαμάκια και να λέω τέλος, αυτό ήταν, πάμε, πάμε να φύγουμε. Καμία αντίδραση. Από το μυαλό μου περνάει η σκέψη ότι με ακούει αλλά με αγνοεί με την αδιαφορία που, πιστεύω ότι, χαρακτηρίζει τα πρεζάκια. Δυναμώνω τη μουσική. Όχι πολύ. Δε θέλω να ενοχλήσω τους γείτονες. Όμως όσο βγαίνει ο ήλιος και σιγά σιγά εμφανίζονται οι ήχοι της ημέρας, ελευθερώνεται λίγος χώρος για τους ήχους του σπιτιού μου. Λίγο λίγο δυναμώνω. Ένα κλικ τη φορά. Το ξυπνητήρι χτυπάει ξανά. Τίποτα. Παλαμάκια ξεφυσάω πάμε φύγαμε τέλος πατ πατ στην πλάτη πρικ πρικ στα πλευρά τίποτα τίποτα τίποτα. Σκέφτομαι, λογικότατο, κανείς ποτέ δεν ενοχλήθηκε από τους Beatles: πρέπει να αλλάξω μουσική. Βάζω Soundgarden. Δυναμώνω. Rusty Cage και, δυναμώνω, Jesus Christ Pose. Δεν έχω Pantera στον υπολογιστή. Είναι η καλύτερη λύση που μπορώ να σκεφτώ, αλλά ταυτόχρονα βαριέμαι να ψάξω στη δισκοθήκη μου. Είμαι σίγουρος ότι κάπου εδώ μέσα έχω και πιο εκνευριστικές μουσικές. Της το λέω: έχω και πιο εκνευριστικές μουσικές, θα δεις, δε με ξέρεις καλά. Πηγαίνω πάνω κάτω στο iTunes, ψάχνω, ψάχνω, ξαφνικά Steve Reich βλέπω, χμ, ενδιαφέρον λέω. Αρχίζω να δοκιμάζω κομμάτια. Τελικά βάζω το Drumming. Συνεχίζω να μιλάω, να ξεφυσάω, να κάνω βόλτες, καντήλια κάτω από την ανάσα μου, αντί να τα σβήνει την ανάβουν. Με αγνοεί. Δε βρισκόμαστε καν στον ίδιο χώρο. Το ξυπνητήρι ξαναχτυπάει, μια από τα ίδια. Έχω κι άλλο, κι άλλο, πιο εκνευριστικό, της λέω. Παραληρώ. Μιλάω μόνος μου. Στο επόμενο ξυπνητήρι υπάρχει μια μικρή αντίδραση. Ένα μουρμουρητό, μία μικρή κίνηση, ένα λιγάκι ακόμα, πέντε λεπτά. Διέρρηξα το τείχος της, διέσπασα την άμυνά της. Αλλάζει πλευρό. Αυτό είναι καλό ή κακό, αναρωτιέμαι, με φέρνει πιο κοντά ή πιο μακριά από το στόχο μου; Της λέω σήκω πάμε τέλος κτλ, της λέω αν δε σηκωθείς μόνη σου θα σε σηκώσω εγώ, της λέω θα βγάλω τα πράγματά σου στο διάδρομο. Και μεταφέρω τα σακούλια της. Στο χωλλ, όχι στο διάδρομο, δεν είμαι τόσο κάφρος. Λίγο ακόμα, λίγο ακόμα, νυστάζω, μουρμουρητά και μουγκρητά. Σκατά. Δοκιμάζω τα επόμενα κομμάτια, ακούω τρία δευτερόλεπτα από το καθένα και απογοητεύομαι κάθε φορά που δεν ενοχλούμαι. Βλέπω ένα δίσκο που λέγεται Four Organs/Phase Patterns. Είκοσι δευτερόλεπτα αρκούν. Θαύμα.

Η κοπέλα σηκώνεται, κάθεται, με κοιτάζει, μπουρμπουλήθρες στα μάτια. Επιτέλους. Δείχνει ότι θα χρειαστεί αρκετή ώρα να συνέλθει. Ότι θέλει να μιλήσει για να αναβάλει την αναχώρησή της. Κάνει κρύο, μου λέει. Είναι μία απλή παρατήρηση, μία επίκληση στο συναίσθημα, και τα δύο μαζί, κανείς δεν ξέρει, τουλάχιστον όχι εγώ. Αλλά δε με νοιάζει. Εσύ θα φύγεις τώρα, με ρωτάει, θα πας σχολή. Ναι, θα φύγω, θα σε κατεβάσω κάτω γιατί θα είναι κλειδωμένα, θα ανέβω πάνω να ετοιμαστώ και μετά θα φύγω. Όντως, νωρίτερα της είχα πει ότι έχω να πάω στη σχολή, αλλά έχει ξεχάσει ότι της είχα πει 14:30. Δε νομίζω ότι δοκιμάζει την ειλικρίνειά μου. Κάνει κρύο, μου λέει ξανά. Γέρνω λίγο τη μπαλκονόπορτα με το πόδι. Της λέω, έχεις μία σακούλα γεμάτη ρούχα, φόρα κάτι από αυτά. Μου λέει όπως και πριν στο παγκάκι: είναι αντρικά. Εκνευρίζομαι. Της λέω, τι να σου πω, αν κάποιος κρυώνει πραγματικά θα φορέσει οτιδήποτε, ακόμα και προβιά. Αισθάνομαι σαδιστής, όλη αυτή την ώρα, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Μία συμφωνία είναι συμφωνία. Είπαμε στις 6 και η ώρα είναι 7 και τέταρτο. (Ναι: προσπαθούσα να την ξυπνήσω για πάνω από μία ώρα). Με ρωτάει για το Θησείο, προς τα πού είναι, πού θα μπορούσε να πουλήσει τα ρούχα. Ίσως νομίζει ότι επειδή έχω μία ζωή που μοιάζει κανονική, ότι επειδή έχω σπίτι και φαγητό, ξέρω τα πάντα. Δεν ξέρω ούτε τα μισά από τα πάντα. Δε θα τα μάθω ποτέ. Ξέρω απλώς κατά πού πέφτει το Θησείο. Με ρωτάει, δεν έχεις κανένα βιβλίο που δε χρειάζεσαι, τόσα βιβλία έχεις, δεν έχεις να μου δώσεις κάποιο να πουλήσω. Ένα cd. Ένα δίσκο. Στέκομαι στη μεσόπορτα και δεν απαντάω. Τέλος οι απαντήσεις σε ανόητες ερωτήσεις. Κάποια στιγμή δεν αντέχω. Της λέω, είπαμε, σου είπα να έρθεις, να φας, να κοιμηθείς αλλά μην το χέσουμε κιόλας, υπάρχουν κάποια όρια. Συνεχίζει να με ρωτάει το ίδιο πράγμα. Από κει και πέρα σιωπή. Από την πλευρά μου.

Θέλει να αλλάξει ρούχα, παντελόνι. Σκαλίζει τη σακούλα. Μου δείχνει ένα φούτερ με την ελπίδα να μου το πουλήσει. Αδιόρθωτη. Καλό είναι, της λέω, δεν ξέρω. Μου λέει, θα γυρίσεις λίγο να αλλάξω παντελόνι. Στέκεται στο χωλλ. Στην προέκταση του χεριού της υπάρχουν εκατόν τόσα βιβλία, ίσως λέω λίγα. Γυρίζω από την άλλη και κοιτάζω την αδιόρατη αντανάκλασή της στο γυρτό τζάμι. Τα αυτιά μου είναι τεντωμένα για να ανιχνεύσουν έναν ήχο που υποδηλώνει χέρι που τραβάει βιβλίο και το βάζει στη σακούλα. Δεν ακούω κάτι τέτοιο. Πηγαίνω δίπλα της στο χωλλ για να της δείξω ότι μετά την αλλαγή παντελονιού δεν υπάρχει επιστροφή στο σαλόνι, παρά μόνο για να πάρει την τσάντα της. Κοιτάζω τα ράφια της βιβλιοθήκης, τα βιβλία είναι σφιχτά τοποθετημένα, δε διακρίνω κάποιο ύποπτο κενό. Από τη σακούλα βγάζει τυρκουάζ γυαλιά ηλίου και τα φοράει στο κεφάλι της. Κοκέτα. Μαζεύει τα πράγματά της, παίρνω τη σακούλα για να τη βοηθήσω. Αυτό είναι. Πόρτα ανοίγει πόρτα κλείνει. Είμαστε έξω από το σπίτι μου. Το ασανσέρ, άλλος ένας μάταιος διάλογος, όχι, δεν έχω τίποτα για χάρισμα. Το μόνο που έχω να σου πω: κόψε τις μαλακίες, βρες 20 ευρώ και γύρνα σπίτι. Συμφωνεί, ναι, θα το κάνω. Καμία ελπίδα. Η εξώπορτα της πολυκατοικίας, ο έξω κόσμος, η φυλακή της, η δική μου ελευθερία. Ευχαριστώ. Καλημέρα. Τέλος.

Μένω πίσω από την πόρτα και την κοιτάζω μέχρι που εξαφανίζεται στη γωνία του δρόμου. Ανεβαίνω στο σπίτι. Περιμένω δέκα λεπτά, βγάζω λεφτά από τη θεσούλα τους και βγαίνω να αγοράσω καπνό. Ένα τσιγάρο για καληνύχτα και πέφτω για ύπνο. Το ξυπνητήρι χτυπάει στις 2 παρά. Και ξυπνάω αμέσως.

Μετά από αυτή την εμπειρία μπορώ να πω ότι έμαθα με βεβαιότητα τρία πράγματα. 1: Το πρεζάκι είναι ένας φορέας: φορέας της πρέζας. Δεν μπορείς να έχεις πραγματική γνώμη για ένα τέτοιο άτομο. Δε συναναστρέφεσαι αυτό το άτομο. Την πρέζα συναναστρέφεσαι μέσω του ατόμου αυτού. Είναι ένας απλός μεσάζοντας, ένας κουβαλητής. Όπως δε θα κάνεις παράπονα σε έναν υπάλληλο για τις τιμές ενός πολυκαταστήματος, έτσι δεν μπορείς και να κατηγορήσεις ένα πρεζάκι για αυτό που νομίζεις πως είναι ο χαρακτήρας του. Δέντρα χωρίς χώμα, δέντρα που παραπατάνε. 2: Ο Steve Reich είναι το πιο αποτελεσματικό ξυπνητήρι για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και ιδιαίτερα το Four Organs/Phase Patterns. Το προτείνω ανεπιφύλακτα. 3: Ποτέ δεν είσαι τόσο ηλίθιος όσο νομίζεις. Υπάρχει πάντα περιθώριο βελτίωσης.

Όσο πήγαινα προς τη σχολή, αναρωτιόμουν τι ήταν αυτό που συνέβη, για ποιο λόγο το άφησα να συμβεί, για ποιο λόγο το προκάλεσα. Κατέληξα σε τέσσερεις πιθανές εξηγήσεις, που δεν είναι απίθανο να ισχύουν ταυτόχρονα. Η πρώτη έχει να κάνει με την αμηχανία. Δεν μπορούσα να σκεφτώ κάποιο τρόπο να φύγω από το παγκάκι χωρίς να αισθανθώ γελοίος, βολεμένος και άκαρδος. Η δεύτερη με το ότι η ζωή μου είναι αρκετά βαρετή, μονότονη, χωρίς εξάρσεις. Και χρειαζόμουν νέες συγκινήσεις. Η τρίτη μπορεί να είναι αυτό το κείμενο. Ίσως έψαχνα κάτι καινούργιο να παρατηρήσω, ώστε να γράψω για αυτό. Η τέταρτη είναι ανθρώπινη. Αλληλεγγύη προς το συνάνθρωπο. Θέλω να πιστεύω πως υπερισχύει η τέταρτη. Σίγουρα, δεν είναι άσχημο να μη μετανιώνεις για ένα λάθος. Ιδιαίτερα όταν καταλαβαίνεις ότι τελικά δεν ήταν λάθος.

Δύο μέρες αργότερα έκατσα και καθάρισα το σπίτι. Πολύ με ταρακούνησε αυτό που μου είπε για τη βρωμιά. Πού να ‘χε πάει και στο μπάνιο. Και την επόμενη Δευτέρα την είδα να κάθεται στα σκαλιά έξω από το σταθμό στο Μοναστηράκι. Δε με κατάλαβε. Δε με παρατήρησε. Φορούσε άλλα ρούχα, ίσως και άλλα γυαλιά ηλίου. Καθόταν δίπλα σε κάποιον. Εντελώς μόνη.

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2016

Ποιος νομίζεις ότι είσαι




Ποιος νομίζεις ότι είσαι; Μία ερώτηση που τίθεται αρκετά συχνά, και πάντα με επιθετική διάθεση. Θα απαντηθεί, με κάποιο τρόπο θα απαντηθεί, και η διάθεση θα είναι αντεπιθετική. Αν όμως δούμε το θέμα πιο ψύχραιμα, για την ακρίβεια αν παραβλέψουμε το θέμα που προκάλεσε τη διαμάχη, και εστιάσουμε ξεκάθαρα στην ερώτηση, αγνοώντας την απαξίωση που ακούμε ακόμα στη φωνή που την πρόφερε και που δεν ακούγεται πια, θα αντιληφθούμε ότι είναι πράγματι μία πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Αν προσπαθήσουμε να συγκρατήσουμε την παρόρμηση να αντεπιτεθούμε, μπορεί να μας ξεφύγει μία εύστοχη αλλά ακόμη εν θερμώ δήλωση, όπως: σίγουρα όχι κάποιος άλλος. Ή μία παρομοίως αξιολογούμενη αντερώτηση, όπως: κι εσύ, ποιος νομίζεις ότι είμαι; Αν όμως καταφέρουμε να τιθασεύσουμε πλήρως τα συναισθήματά μας, τότε μπορεί να μουρμουρίσουμε, ακόμη και να αναρωτηθούμε πραγματικά: αλήθεια, ποιος νομίζω ότι είμαι; Και δε θα είναι μία διερώτηση συνοδευόμενη από τη νοερή συνέχεια «εγώ, που θα πω στους άλλους πώς να συμπεριφέρονται» ή «εγώ, που ζητάω παράλογα πράγματα» ή «εγώ, που νομίζω πως οι άλλοι οφείλουν να κατανοούν τον τρόπο με τον οποίο λέω όσα λέω», αλλά μία ειλικρινής, υπαρξιακή ερώτηση.

Περνάμε μεγάλο μέρος του χρόνου μας γνωρίζοντας ότι είμαστε, αλλά αποφεύγουμε να βγάλουμε συμπεράσματα. Σαφώς, ξέρουμε πού πήγαμε, τι κάναμε και τι είδαμε, αλλά οι σκέψεις που κάνουμε όταν μένουμε μόνοι μοιάζουν με σημειώσεις που κρατάμε για ύστερη χρήση, είναι καταχωρίσεις σε ένα ημερολόγιο που ξεφυλλίζουμε σποραδικά αντί να το διαβάζουμε κάθε μήνα προσπαθώντας να το στύψουμε από τις περιττές λέξεις και να φτιάξουμε επικεφαλίδες που συνοψίζουν σελίδες ολόκληρες. Όλες αυτές οι πληροφορίες, και το γεγονός ότι χρησιμοποιούνται χωρίς μέθοδο, μας οδηγούν σε συμπεράσματα ουσιώδη, αλλά αυτονόητα: ότι δεν είμαστε κάποιος άλλος. Πράγματι, μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο με αρκετή βεβαιότητα. Δεν είμαστε η κυρία που περνάει το δρόμο, το πρόσωπο στην οθόνη, ο εργάτης που σφυρίζει στον τέταρτο. Είμαστε το μυαλό και το σώμα που περιφέρουμε, αυτό που δεν μπορούμε να αποχωριστούμε. Ούτε καν όταν κοιμόμαστε. Χρήσιμο συμπέρασμα, σίγουρα ένα πρώτο βήμα, και ο εαυτός μας ακολουθεί κατά πόδας.

Όντως, αν γίνει με τον κατάλληλο τρόπο, είναι μία καλή ερώτηση: κι εσύ, ποιος νομίζεις ότι είμαι. Υπάρχει το ενδεχόμενο κάποιος να γνωρίζει καλύτερα από εμάς ποιος είμαστε, όμως δε θα μπορέσει ποτέ να μάθει πώς ακριβώς είναι να είμαστε αυτός που είμαστε. (Και αυτό είναι μία μορφή υπαρξιακής αιωνιότητας, ή ίσως, καλύτερα, η μεγαλύτερη απόσταση που υπάρχει). Ωστόσο, είναι καλό να ζητάμε μία δεύτερη γνώμη. Άλλωστε, εδώ που βρεθήκαμε δε θα καταφέρουμε για τίποτα να είμαστε σίγουροι. Είναι καλό λοιπόν να συζητάμε με τους άλλους και να λαμβάνουμε υπόψη την άποψή τους για το ποιος είμαστε. Μπορεί να είμαστε κάτι που δεν είχαμε σκεφτεί.

Και υπάρχουν μερικές στιγμές που νοιώθουμε σαν συντηρητής, ελεγκτής, λογιστής. Γενικός διευθυντής. Αλλά ούτε και αυτό το τελευταίο μας ικανοποιεί. Μια αναγκαστική υιοθεσία κι εμείς ο κηδεμόνας μίας οντότητας που δεν καταλαβαίνουμε και ούτε μπορούμε να ελέγξουμε πλήρως. Είναι μεγάλη ευθύνη το να υπάρχεις, τι σκέψη. Αλλά κάποια στιγμή χαλαρώνουμε, δεχόμαστε τα δεδομένα ή τα μεταπλάθουμε για αυτό το σκοπό, και παραδεχόμαστε ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τίποτα ολοκληρωτικά, ούτε καν το σώμα μας, πόσο μάλλον το μυαλό μας, γι’ αυτό παίρνουμε απόφαση ότι είμαστε εδώ για να παρατηρήσουμε, να πειραματιστούμε και να μάθουμε. Όχι ως μονάδα, στην οποία ούτως ή άλλως μπορούμε να αναχθούμε από προσωπική επιλογή ή σύμφωνα με κάποια λογικοφανή θεωρία, αλλά ως ο φερόμενος αυτής της μονάδας, αυτός που μέσα από μια οθόνη βλέπει όσα καταγράφει η κάμερα στο μέτωπο. Και καταλαβαίνουμε ότι δεν είμαστε ούτε η σάρκα ούτε αυτό που ονομάζεται πνεύμα, αλλά οι πράξεις μας: είμαστε οτιδήποτε γνωστοποιείται με κάποιο τρόπο, οτιδήποτε βγαίνει από τα όρια του κρανίου μας. Όμως υπάρχει κάτι που σκέφτεται πριν προλάβουμε να το συνειδητοποιήσουμε ή να μάθουμε το νόημα της σκέψης. Διαχειριζόμαστε προδιαγεγραμμένες αντιδράσεις, σκέψεις, κινήσεις. Νομίζουμε ότι τις προκαλούμε, αλλά στην πραγματικότητα τις υφιστάμεθα.

Υποκείμενα, είμαστε τα αναγκαία για να συμβούν τα πράγματα: να ζωγραφιστούν οι πίνακες, να ταξιδέψουν οι ιδέες και οι πύραυλοι, να γίνουν τα λεφτά, να ακουστεί η μουσική, το κομπρεσσέρ και το φουγάρο του καραβιού, απλοί μεσάζοντες ώστε να δαμαστεί ο ελέφαντας, η φωτιά και το χωράφι, να σταλούν οι λογαριασμοί και οι ευχές, να φθαρεί επιπόλαια η επιδερμίδα του πλανήτη, να χρονομετρηθεί το φως, ο Μπολτ, το πιο αργό εξπρές του κόσμου, επεξεργαστές αέρα, βιταμίνης C και πρωτεϊνών, παραγωγοί ορμονών, τοποθετημένοι εδώ για να ονομαστεί μπουκάλι, ήλιος, χάρη, και για να νομίζουμε ότι είμαστε ο εγκέφαλος ενώ είμαστε τα χέρια, ότι είμαστε το φαγητό ενώ είμαστε η κατσαρόλα, ότι είμαστε η ποίηση και όχι η σελίδα.

Άλλος ένας συλλογισμός που δεν μπορεί να καταλήξει πουθενά γιατί άλλες φορές αντιφάσκει και τις υπόλοιπες ακυρώνεται από την ίδια του τη ματαιότητα. Ένα εγκεφαλικό δευτερόλεπτο δε διαρκεί όσο ένα ωρολογιακό. Φορέας και φερόμενος δέθηκαν θηλιά.

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Κι όταν πίνεις, ελπίζεις πως είναι φάρμακο





Ποιο είναι το πιο κραυγαλέο ψέμα που θα μπορούσες να πεις – αλλά να σε πιστέψουν όλοι, όλη η ανθρωπότητα, ή έστω η πόλη σου. (Εκτός από το πρώτο που περνάει από το μυαλό. Ίσως και το δεύτερο). Κάποιο ψέμα χαζό, που να μοιάζει με αστικό μύθο, με κάτι που όλοι έχουμε ακούσει αλλά ποτέ δεν ερευνήσαμε, είτε επειδή αυτός που μας το είπε ήταν συμπαθής ή αγαπητός και το πήραμε ως δεδομένο, είτε επειδή μας άρεσε, είτε επειδή ποτέ δε θυμηθήκαμε να το ψάξουμε όταν βρεθήκαμε μπροστά στον υπολογιστή ή σε ένα ακατάλληλο βιβλίο, είτε επειδή το είχαμε ακούσει και από κάποιον άλλο – άρα;

Όπως ότι αν δέσεις ένα μικρό βαρίδι στην άκρη ενός σπάγγου, φτιάχνοντας κάτι που μοιάζει με γιο-γιο, και το στροβιλίσεις σταθερά, για ώρα και με ακριβή ταχύτητα, τότε μέσα στην περιδίνηση του σπάγγου διακρίνονται τυχαίες εικόνες από το μέλλον. Και ότι ακόμη κι αν είναι δύσκολο να το καταφέρεις, μερικές φορές που επιτυγχάνεις μικρή απόκλιση από τις ιδανικές συνθήκες, μπορεί να δεις κάτι που θα σου κεντρίσει το ενδιαφέρον. Αν φυσικά είσαι έτοιμος να το δεις. Ή να εκδώσεις ως αποτέλεσμα χρόνιας μελέτης την άποψη ότι αν ένας άνθρωπος μείνει για μία μέρα τελείως γυμνός, τότε ξεθωριάζει και γίνεται αόρατος, ή στην πιο ακραία περίπτωση, και αυτό είναι πολύ σπάνιο, αυτοακρωτηριάζεται ή μένει παράλυτος από το λαιμό και κάτω. Ή ότι αν ερωτευτείς πολύ δυνατά μπορεί να πεθάνεις ή να ασπρίσουν τα μαλλιά σου μέσα σε μια νύχτα, επειδή, στην πρώτη περίπτωση, η καρδιά σου χτυπάει πιο γρήγορα από τις δυνατότητές της, και στη δεύτερη, εκκρίνονται τόση ντοπαμίνη και αδρενοχρώμη που οι δείκτες κερατίνης, βασικής ουσίας των τριχών, επηρεάζονται ανεξέλεγκτα. Γι’ αυτό μακριά από τον έρωτα. Ή ότι αν βάλεις ένα σαλιγκάρι πάνω σε έναν περιστρεφόμενο δίσκο βινυλίου (78 rpm), τότε το σαλιγκάρι γίνεται άσπρο. (Ενδεχομένως από το φόβο του). Ή ότι, όπως η Αρκτική παίρνει το όνομά της από τις αρκούδες που την κατοικούν, έτσι και η Ανταρκτική. Ή ότι μέσα στα φανάρια οδικής κυκλοφορίας υπάρχουν μαϊμούδες που κανονίζουν τι ανάβει και τι σβήνει. Ή ότι αν ένας λευκός στροβοσκοπικός λαμπτήρας αναβοσβήνει με συγκεκριμένες συχνότητες και κλείσεις τα μάτια σου, τότε βλέπεις συγκεκριμένα χρώματα, αντίστοιχα με τη συχνότητα. Για παράδειγμα πορτοκαλί. Ή μωβ. Ή ότι η Ινδία στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Ότι είναι μία χώρα μυθική, και πάντα τέτοια υπήρξε. Ή ότι υπάρχει ένας άνθρωπος που ξέρει πώς να σε πάει από Κυκλάδα σε Κυκλάδα με τα πόδια, πάνω σε αρχαία μονοπάτια που μόνο εκείνος γνωρίζει. Την άνοιξη ως την Κρήτη. Τα δίσεκτα τα περνάει σπίτι.

Αλλά πρέπει να σε πιστέψουν. Πρέπει να πιστέψουν αυτή την πληροφορία χωρίς να δοκιμάσουν να την ελέγξουν, χωρίς να τη θέσουν υπό αμφισβήτηση. Αν οι δρόμοι, τα μπαλκόνια και οι ταράτσες γεμίσουν με ανθρώπους που θα παίζουν με γιο-γιο ελπίζοντας ότι θα κρυφοκοιτάξουν το μέλλον, η επιχείρηση θα πρέπει να θεωρηθεί αποτυχημένη. Όχι όμως και αν κάποιοι δοκιμάσουν να εκμεταλλευτούν εμπορικά τη νέα μαντική τους ικανότητα. Οι άνθρωποι δε θα πρέπει να αποχωρίζονται ποτέ κάποιο είδος ρουχισμού, έστω κι αν αυτό είναι ένα υφασμάτινο βραχιολάκι, ένα δαχτυλίδι ή ένα χαμόγελο, ενώ θα υπάρχει συνεχής υπενθύμιση με τηλεοπτικά σποτ και γιγαντοαφίσες. Όταν θα γεννιούνται τα παιδιά, θα τα κουκουλώνουν αμέσως, πριν καν βγούνε ολόκληρα, για να μην εξαφανιστούν. Θα πρέπει, όπως όλα δείχνουν, να αρχίσουμε να βλέπουμε ξανά ανθρώπους πραγματικά κεραυνοβολημένους και ασπρομάλληδες εφήβους. Αυτό που δε θα ανεχτούμε, είναι οι πειραματικοί φυσικοί της σαλοτραπεζαρίας, όχι μόνο επειδή η οποιαδήποτε απόπειρα επαλήθευσης του ψέματός μας καθιστά την όλη επιχείρηση αποτυχημένη, αλλά και επειδή δε συμφωνούμε με το βασανισμό ζώων, ακόμη κι αν αυτό συμβαίνει με την πρόφαση επιστημονικών άλλοθι. Δεν πρέπει να πεταχτεί ούτε ένας επιστήμονας από το σταθμό του Βοστόκ και να πει ότι δεν έχει συναντήσει ποτέ ανταρκούδα. Πρέπει μόνο να νοιώθει μια ανατριχίλα στις βλεφαρίδες κάθε φορά που θα βγαίνει από το σταθμό ή θα κοιτάζει από κάποιο παράθυρο, βλέποντας συνεχώς με την άκρη του ματιού του το αόρατο πλήθος τους. Και ούτε ένα παιδί να μην ανασηκωθεί στο πίσω κάθισμα για να ψάξει μέσα από το παράθυρο τον σκληρά εργαζόμενο τροχονόμο. Αυτόν θα μπορεί να τον βλέπει μονάχα στις διακοπές του (του τροχονόμου) στον ζωολογικό κήπο. Οι άνθρωποι μέσα στα κλαμπ θα πρέπει να έχουν πάντα τα μάτια τους ανοιχτά, και αν τα κλείνουν για να φιληθούν, να ρουφήξουν ή να εκστασιαστούν, θα πρέπει να τα καλύπτουν με τα χέρια τους. Οι Ινδοί θα πρέπει να αντιδράσουν σαν να μη συμβαίνει τίποτα, με ψυχραιμία, παθητικά, όπως υπαγορεύει το άτοπο στερεότυπο, και όσοι έχουν ταξιδέψει εκεί θα πρέπει να διαγράψουν αυτοβούλως – ούτε καν: ασυνειδήτως – την ανάμνηση και να θεωρήσουν ότι είχαν επισκεφθεί το ανατολικό ή το δυτικό Πακιστάν, το Νεπάλ ή την ηπειρωτική Σρι Λάνκα. Κανείς δε θα πρέπει να αποκλείσει ότι κάτω από την επιφάνεια ο βυθός μπορεί να αλλάζει σχήματα σε αρμονία με τον ήλιο, το φεγγάρι και τα ρεύματα, αλλά δε θα είναι καθόλου ευχάριστο αν πνιγούν άνθρωποι στο Αιγαίο ψάχνοντας αυτά τα μονοπάτια. Παρομοίως με τα παιδιά για τα οποία πολλοί έχουμε ακούσει, που φόρεσαν τη μπλε στολή με την κόκκινη μπέρτα, ύψωσαν τη γροθιά προς τον ουρανό και πήδηξαν από το μπαλκόνι.

Η περιέργεια παρουσιάζει ενδιαφέρον αλλά προκαλεί φτέρνισμα. Οι άνθρωποι θα πρέπει να έχουν ξεπεράσει το στάδιο που θέλουν να πιστέψουν στο ψέμα. Θα πρέπει να το πιστεύουν. Να είναι ήδη εκεί. Και πρέπει να είναι ένα ψέμα σωστό. Ένα ψέμα που όλοι θα πιστεύουν και κανείς δε θα αγγίζει.

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

Odoi tis Athinas



Πριν από αρκετούς μήνες, ίσως χρόνια πλέον, μετά από μια επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο του Χρήστου Νικολάκη στη Βικτώρια, άρχισα να περπατάω επί της Πατησίων προς το σπίτι μου στο Σύνταγμα. Από το μυαλό μου περνούσαν διάφορες σκέψεις που δεν αφορούν κανέναν, ούτε καν εμένα τον ίδιο αφού δεν τις θυμάμαι πια, σκέψεις που διακόπηκαν βίαια όταν παρατήρησα τη μαρμάρινη πινακίδα ενός δρόμου: ήταν η οδός Γκυϊλφόρδου. Το θέαμα με τάραξε τόσο πολύ που σταμάτησα το βηματισμό μου και έμεινα να κοιτάζω απορημένος την πινακίδα. Προφανώς δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόμουν αντιμέτωπος με την αποτρόπαιη ελληνοποίηση ενός ξένου ονόματος, αλλά τα μάτια μου διέκριναν κάτι ανεξήγητα μαγικό στο όνομα Γκυϊλφόρδος, που στην πραγματικότητα δεν μπορεί παρά να είναι Guilford, κάτι τόσο μαγικό που δεν πρόλαβα να προσέξω το παπάκι που τελικά δεν περνούσε. Την επόμενη φορά που πήγα στο βιβλιοπωλείο, πάντα επί της Πατησίων και διασχίζοντας την οδό Γκυϊλφόρδου προς την αντίθετη κατεύθυνση, πρόσεξα κάτι άλλο, που το αρχικό σοκ της πρώτης φοράς δε μου είχε επιτρέψει να ελέγξω. Δηλαδή: να κοιτάξω στην άλλη όχθη του δρόμου. Στην απέναντι πινακίδα λοιπόν, τη νεότερη, τη μπλε με τα λευκά και κίτρινα γράμματα, δεν υπήρχε μόνο η ελληνοποιημένη εκδοχή του αγγλικού ονόματος, αλλά και η αναγραφή της με λατινικούς χαρακτήρες. Κάτω από τη λέξη Γκυϊλφόρδου, έγραφε: Gkyilfordou. Μαγεία, υπνωτισμός, υπερθέαμα. Ένα λαμπρό δείγμα του πώς καταφέρνουμε ως λαός να διαστρέφουμε καθετί που μας έρχεται από το εξωτερικό.
           
Αμέσως άρχισα να πλάθω στο μυαλό μου ένα κείμενο για τις οδούς της Αθήνας που φέρουν ονόματα ξένων ανθρώπων. Πάντα βρώμικος και ακατάστατος στο σπίτι, πάντα μεθοδικός μέχρι αηδίας στην έρευνα και τις σημειώσεις μου, διέτρεξα το ευρετήριο του οδικού χάρτη και σημείωσα όλες τις οδούς που με ενδιέφεραν, τις κατέταξα ανά περιοχή και κατέστρωσα διαδρομές. Ήθελα να τις επισκεφτώ όλες, μία προς μία, για να δω και να καταγράψω την ακόμα πιο παράλογη λατινική εκδοχή κάθε παράλογης ελληνοποίησης. Ενώ όμως τα είχα όλα έτοιμα, οι μέρες που θα φιλοξενούσαν την εκστρατεία μου δεν έρχονταν, έφταναν απλώς κοντά και μετά απομακρύνονταν ξανά. Τη μία έφταιγε ο καιρός, την άλλη η διάθεση, τη μία δεν προλάβαινα, την άλλη ήμουν κουρασμένος. Και συνεχώς αναρωτιόμουν, πότε επιτέλους, με ποια ευκαιρία. Αλλά για όλα υπάρχει πλήρωμα. Αν δεν μπορείς να είσαι στην κορυφή, τότε καλύτερα να είσαι στον πάτο, αν δε βρίσκεσαι στον Ποταμό ή στον Άι-Γιάννη της Γαύδου (ή σε κάποιον άλλο παράδεισο), τότε καλύτερα να βρίσκεσαι στην κόλαση της δεκαπενταυγουστιάτικης Αθήνας. Αλλά όχι σε ένα κλιματιζόμενο καταφύγιο. Αυτό θα ήταν εφιάλτης. Καλύτερα να βρίσκεσαι έξω. Στο δρόμο. Να ψάχνεις κάτι που κανείς δε φαντάζεται. Κάτι που κανείς άλλος δε θα έψαχνε. Κάτι που πιθανώς κανέναν δεν ενδιαφέρει. Με το κόκκινό σου καπελάκι και το χάρτη ανά χείρας. Τουρίστας στην ίδια σου την πόλη. Δυστυχώς δεν είχε καύσωνα. Η ζέστη ήταν σχεδόν υποφερτή.
           
Ξεκίνησα από το Σύνταγμα την ενδεκάτη πρωινή της 15ης Αυγούστου και κινήθηκα προς την Πλάκα. Ο πρώτος δρόμος που επισκέφτηκα, σε καμία περίπτωση για πρώτη φορά, ήταν η οδός ΣΕΛΛΕΫ – SELLEY – (Shelley). Δεν ξέρω σε ποιο ήμισυ του ανδρόγυνου είναι αφιερωμένη. Κρίνοντας από την ονομασία της προέκτασής της προς το βορρά (Τριπόδων), θα μπορούσα να υποθέσω ότι κλείνει το μάτι στη Μαίρη ή Μέρι – MAIRY ή MERI – συγγραφέα του Φράνκενσταϊν, εκδοχή που προτιμώ, αν και μάλλον πρόκειται για τον ποιητή Πέρσυ Μπυς ή Πέρσι Μπις – PERSY BYS ή PERSI BIS, αλλά σε καμία περίπτωση PERCY BYSSHE – αφού η προέκταση προς την άλλη κατεύθυνση είναι η οδός ΒΥΡΩΝΟΣ – VIRONOS – (Byron). Η επόμενη οδός ήταν η μεγαλύτερη έκπληξη του όλου εγχειρήματος. Γιατί μπορεί να υπάρχει ένα μικρό ποσοστό αυθαιρεσίας στην ελληνική εκδοχή ΔΑΥΪΔ ΝΤ’ ΑΝΖΕ, αλλά η λατινική DAVID DANGERS είναι απόλυτα πιστή στην πραγματικότητα, κάτι που εκτός από εκπληκτικό είναι και απογοητευτικό. Αν είναι έτσι και η συνέχεια καήκαμε, σκέφτηκα. Όμως αυτή η χώρα δε σε απογοητεύει ποτέ. Στο Κουκάκι συνάντησα τις καθόλου απογοητευτικές αλλά εξίσου ικανοποιητικές οδούς ΡΟΒΕΡΤΟΥ ΓΚΑΛΛΙ – ROVERTOU GALLI – (Roberto Galli), ΓΑΡΙΒΑΛΔΗ – GARIVALDI – (Garibaldi), και ΚΑΒΑΛΟΤΤΙ – KAVALOTTI – (Cavalotti), και μόνο η οδός ΓΟΥΕΜΠΣΤΕΡ – WEMSTER κατάφερε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να διατηρήσει το μεγαλείο της ελληνικής οδικής ονοματοδοσίας. Βγαίνοντας στην οδό Ερεχθείου, κοίταξα αριστερά και έστριψα δεξιά. Από πίσω μου άκουσα κάποιον να φωνάζει Αλέξανδρε, ή τι κοιτάς ρε, γύρισα να κοιτάξω ξανά, ήταν ένας τύπος, του κούνησα το χέρι εννοώντας όχι, σε κάθε περίπτωση. Άλλος ένας άνθρωπος που ξέμεινε στην Αθήνα, σκέφτηκα, που έχει παραισθήσεις ελπίδας ότι βλέπει το φίλο του τον Αλέξανδρο, ή που ψάχνει ένα ζευγάρι γροθιές για να σπάσει τη μονοτονία.
          
Στους δρόμους υπήρχαν ελάχιστοι άνθρωποι. Πέρασα τη Συγγρού περπατώντας χωρίς να σταματήσω, σχεδόν χωρίς να ελέγξω καν. Θα προλάβαινα να στρίψω τσιγάρο και να καπνίσω το μισό στη μέση του δρόμου μέχρι να βαρεθώ και να συνεχίσω την πορεία μου προσβεβλημένος που δεν ερχόταν κανείς να με ενοχλήσει, να ενοχληθεί ή να με πατήσει για να τελειώνουμε. Μπαίνοντας στον Νέο Κόσμο βρήκα άλλον ένα σχετικά απογοητευτικό δρόμο, την οδό ΜΑΡΡΑΙΗ – MURRAY – (Murray), όμως αμέσως μετά αποζημιώθηκα από την οδό ΚΛΕΜΑΝΣΩ – KLEMANSO – (Clemenceau), δεν μπόρεσα παρά να θαυμάσω τα αμερόληπτα διαλυτικά (κρίμα που η λέξη διαλυτικά δεν έχει διαλυτικά) και τη συμμετρία της οδού ΛΟΫΔ ΤΖΩΡΤΖ – LOΫD TZORTZ – (Lloyd George), να προβληματιστώ για την πραγματική γραφή του ονόματος του κυρίου ΡΕΝΕ ΠΥΟ – (ή ΡΕΝΕ ΠΥΩ όπως αναγράφεται σε μία ανεπίσημη πινακίδα στην απέναντι πλευρά του δρόμου, στον αριθμό 2, χωρίς λατινική εκδοχή) – RENE PYO – (René Puaux, όπως αποδείχθηκε), να αναρωτηθώ για το αν η οδός ΕΓΓΕΛΗ – EGELI – (γιατί μόνο ένα G;) – αναφέρεται στο Χέγκελ, τον Ένγκελς (μάλλον όχι), ή σε κάποιον Έλληνα με παράξενο όνομα τον οποίο αγνοώ. Έχοντας δει τα διαλυτικά του κυρίου Tzortz θα έπρεπε να είμαι υποψιασμένος, αλλά πλησιάζοντας στην οδό ΦΙΝΛΕΫ ήμουν σίγουρος πως είχε βρεθεί ο άνθρωπος που κέρδισε το σύστημα μεταγραφής, αλλά απογοητεύτηκα, για τους αντίθετους λόγους αυτή τη φορά, βλέποντας αυτό: FINLEΫ. Όχι κύριε Φίνλεϋ, δυστυχώς σας την έφεραν. Φανήκατε μαχητικός αλλά αποτύχατε παταγωδώς. Δείτε όμως πόσο αστεία αποτελέσματα έχει ο κύριος ΝΤΟΝΤΟΥΕΛ – NTONTOUEL – (Dodwell). Ακολούθησαν οι ικανοποιητικές αλλά ανιαρές οδοί ΟΒΡΕΝΟΒΙΤΣ – OVRENOVITS – (Obrenović), ΣΤΟΥΑΡΤ – STOUART – (Stewart), ΤΟΥΡΜΕΡ – TOURMER – (ίσως ο κύριος Τούρμερ ανήκει στη φαντασία), ΝΤΕΛΑΚΡΟΥΑ – NTELAKROUA – (Delacroix), ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΥ ΣΜΙΘ – FREIDERIKOU SMITH – (λογικά κάποιος από τους δεκάδες Friedrich Schmidt που εμφανίζονται στο διαδίκτυο, και όχι ο Frederick Smith, ιδρυτής και πρόεδρος της FedEx) και ΕΣΣΕΛΙΓΚ – ESSELIGK – (Esseling). Με εξαίρεση την τελευταία, που διεγείρει τις αισθήσεις με αυτό το ανεκδιήγητο GK, οι εν λόγω επιγραφές είναι ανιαρές, αλλά δεν παύουν να είναι βιασμός για τα μάτια. Η μόνη αξιομνημόνευτη ανακάλυψη σχετικά με τα τελευταία οικοδομικά τετράγωνα είναι ότι στην οδό Πύρρας υπάρχει ένα σούπερ-μάρκετ Γαλαξίας, ενώ δύο (ή τρεις, ανάλογα με την κάθετη θα επιλέξεις) παραλλήλους βορειοανατολικά υπάρχει η οδός Γαλαξία. Άλλη μία χαμένη ευκαιρία.
           
Είναι η στιγμή που νομίζω ότι έχω πιάσει το νόημα, ότι έχω καταλάβει πώς παίζεται το παιχνίδι, αλλά εκεί που νομίζω ότι θα μπορούσα να προβλέψω με ελάχιστη πιθανότητα λάθους κάθε λατινική εκδοχή, δέχομαι ένα χτύπημα που μου δείχνει πόσο μικρός και αυθάδης είμαι. Φαντασμένος και επηρμένος. Βλάσφημος. Βλαξ. Φτάνω στο τέλος της οδού Σμιθ και βλέπω ένα αθλητικό κέντρο. Στο γήπεδο του τέννις υπάρχουν μία μαμά, ένας μπαμπάς, δύο κοριτσάκια και ένα αγοράκι. Δεν έχουν ρακέτες, ούτε μπαλλάκια, απλώς τρέχουν και κυνηγιούνται όλοι μαζί μέσα στο γήπεδο, κάτω από τον καυτό μεσημεριανό ήλιο. Τους κοιτάζω για λίγα δευτερόλεπτα. Η μαμά λέει, έλα, να φύγουμε σε λίγο να πάμε για φαγητό. Μία εικόνα που θα μπορούσε να μου προκαλέσει ακατάσχετη μελαγχολία. Αλλά με γεμίζει αισιοδοξία. Αρκετά. Στο θέμα μας. Γυρίζω το κεφάλι μου και κοιτάζω την πινακίδα. Βρίσκομαι στην οδό ΧΕΛΝΤΡΑΪΧ – CHELNTRAΪCH – (Heldreich). Αν είναι δυνατόν. Νομίζω ότι κάθε σχόλιο είναι περιττό. Ας μείνουμε απλώς σιωπηλοί και ας θαυμάσουμε για λίγο αυτή την απίθανη λέξη, τη μεσαία, έναν από τους πιο εξαίρετους (αν το επίθετο εξαίρετος μπορούσε να υπάρξει σε υπερθετικό βαθμό, αυτή θα ήταν μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις) καρπούς της διεστραμμένης αυτής διάνοιας. Έχουν περάσει τόσες μέρες και ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω.
          
 «Αφέντη Ονοματοθέτη, τι ονόματα να δώσω στους δρόμους γύρω από τις εργατικές κατοικίες του Νέου Κόσμου;» ρώτησε ο βοηθός ονοματοθέτη.
          
 «Μμμ,» συλλογίστηκε εκείνος, «ξένους, άντρες, από νι.», ξανασήκωσε τον κονδυλοφόρο του και συνέχισε το θεάρεστο έργο του.
           
Οι εργατικές κατοικίες είναι αυτές που καθαρίζονται και ανακαινίζονται μόνες τους. Δεν έχει καύσωνα, αλλά τι να κάνεις, θα σκεφτείς και καμιά μαλακία, μπορεί να τη σημειώσεις κιόλας. Ποιος ξέρει, ίσως είναι προσφυγικές τελικά. Το θέμα είναι ότι στις κατοικίες αυτές, που βρίσκονται, έτσι, για την αντίθεση, δίπλα στο Athenaeum Intercontinental (Ατενέουμ Ιντερκοντινένταλ), υπάρχουν οι οδοί ΝΤΕΚΑΡΤ – NTEKART – (Descartes) – μπορεί ο κύριος Ντεκάρτ να γλίτωσε από τη γνωστή ελληνοποίηση Καρτέσιος, αλλά όχι και από τη βάρβαρη επαναλατινοποίηση του ονόματός του, ούτε ο ίδιος δε θα το αναγνώριζε – ΝΤΥΜΟΝ – NTYMON – (Dumont) – που αποτελεί μία μικρή νίκη απέναντι στο σύστημα – ένα δρομάκι είκοσι μέτρων, ονόματι ΝΟΫΜΑΝ – NOYMAN – (Neumann) – χωρίς διαλυτικά στη λατινική αναγραφή, για κάποιον ανεξήγητο λόγο – και τέλος, η οδός ΝΤΟΥΡΜ – DOURM – (Durm). Ο λόγος για τον οποίο ο κύριος Ντουρμ απολαμβάνει το D του ονόματός του παραμένει άγνωστος μέχρι τις μέρες μας. Ίσως ο Αφέντης Ονοματοθέτης σκουντουφλούσε πάνω από τα κιτάπια του εκείνο το βράδυ και άρχισε να γράφει σαν κανονικός άνθρωπος. Ή ίσως είναι ένα λάθος του βοηθού ονοματοθέτη. Δεν πειράζει. Ένα ασυνεπές προς τον εαυτό του σύστημα μοιάζει αδύναμο, ανοχύρωτο και ευάλωτο, αλλά στην πραγματικότητα, αυτού του είδους οι ασυνέπειες είναι που το καθιστούν πανίσχυρο.
           
Ακολούθησαν οι οδοί ΒΟΛΤΑΙΡΟΥ – VOLTAIROU – (Voltaire) – στο πεζοδρόμιο της οποίας δύο γειτόνισσες κάθονταν και κάπνιζαν˙ ΣΤΡΟΓΚΟΝΩΦ – STROGKONOF – (Stroganov – ή Stroganoff σύμφωνα με το γαλλικό σύστημα μεταγραφής ρωσικών ονομάτων) – η οποία απέναντι αναγράφεται ως ΣΤΡΟΓΓΟΝΩΦ, χωρίς λατινικά, στο κτίριο όπου ένας Απωασιάτης άραζε στο μπαλκόνι ενώ ο δρόμος ήταν γεμάτος από τη μυρωδιά φαγητού που ψηνόταν γεμάτο μπαχάρια˙ ΤΖΩΡΤΖ ΧΟΡΤΟΝ – CHORTON – (George Horton) – χωρίς Tzortz στην πινακίδα που βρίσκεται στο κτίριο της Τράπεζας Πειραιώς, ενώ απέναντι, στην αντιπροσωπεία της Seat (καινούργια, μεταχειρισμένα, ανταλλαγές), βλέπουμε το TZORTZ αλλά το επίθετο καλύπτεται από ένα air-condition. Το τέλος επεφύλασσε κάτι πιο θεαματικό. Την προέκταση της οδού Φρειδερίκου Σμιθ, η οποία λέγεται ΣΤΑΓΧΩΠ – STAGHOP – (Stanhope). Θα μπορούσε να είναι κάποιος χορός. Χόρεψε σταγκ-χοπ, χόρεψε τρελά, και τα λοιπά, και τα λοιπά.
           
Έτσι λοιπόν ολοκληρώθηκε η περιπλάνησή μου στον Νέο Κόσμο. Καμία Ισαβέλλα (Isabella I) δε με περίμενε να επιστρέψω, αλλά ούτως ή άλλως δε θα επέστρεφα ακόμα, η περιπλάνησή μου βρισκόταν ακόμα στη μέση. Σύντομο πέρασμα από το κέντρο του κέντρου, και μετά Ομόνοια και Πατησίων. Για την επιστροφή μου προς το κέντρο είχα πολλές επιλογές. Μπορούσα να πάρω το μετρό από τη στάση Συγγρού-Φιξ. Ή τραμ από την Κασομούλη. Ακόμα και λεωφορείο από τη Συγγρού. Τόσες επιλογές. Γι’ αυτό κι εγώ γύρισα με τα πόδια. Γιατί όσο περπατούσα και εξερευνούσα την πόλη μου, σκέφτηκα ότι αυτή η περιπλάνηση δεν ήταν μόνο ένας τρόπος να περάσω την ώρα μου και υλικό για ένα κείμενο που είχα από καιρό υποσχεθεί στον εαυτό μου, αλλά στην ουσία ήταν ένα προσκύνημα, δεν ξέρω σε τι, ίσως στους τόπους της αυθαιρεσίας και της ασυνέπειας, αλλά δεν έχει σημασία, ήταν ένα προσκύνημα. Όλη τη μέρα άνθρωποι πήγαιναν γονυπετείς μέχρι την Παναγία της Τήνου. Θα ήταν υποκριτικό από μέρους μου, σκέτη προδοσία, να αποφύγω τον κόπο και να αφεθώ στις ανέσεις ενός μέσου μεταφοράς. Αν δεν μπορείς να είσαι στην κορυφή, καλύτερα να είσαι στον πάτο. Μόνο πόδια.
           
Στο κέντρο λοιπόν πέρασα από την οδό ΕΔΟΥΑΡΔΟΥ ΛΩ – EDOUARDOU LO – (Edward Law). Και ποιος δε θυμάται την περίπτωση της ανώνυμης δεσποινίδος που επί δημαρχίας Νικήτα Κακλαμάνη έστειλε επιστολή αιτούμενη τη μετονομασία της οδού Εδουάρδου Λω σε Τζουντ Λω. Συνέχισα προς τα Εξάρχεια όπου πήγα σε γνώριμες οδούς, τη ΓΑΜΒΕΤΤΑ – GAMVETA – (Gambetta) – πού πήγε το δεύτερο Τ;˙ τη ΓΛΑΔΣΤΩΝΟΣ – GLADSTONOS – (Gladstone)˙ τη ΒΕΡΑΝΖΕΡΟΥ – VERANZEROU – (Béranger) – η οποία επί της πλατείας Κάνιγγος αναγράφεται ως Ι. ΒΕΡΑΝΤΖΕΡΟΥ – I. VERANTZEROU. Πουθενά δεν υπάρχει πινακίδα για την πλατεία, παρά μόνο για την οδό ΚΑΝΙΓΓΟΣ – KANINGOS – (Canning). Και φυσικά, η οδός ΤΖΩΡΤΖ – TZORTZ – (Church!). Και αμέσως μετά πέρασα την Πατησίων και βρέθηκα σε ένα κόσμο όπου δεν ήταν Δεκαπενταύγουστος, που μύριζε ψοφίμι και κατρουλιό και οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν όπως κάθε μέρα. Περπάτησα στην οδό ΣΑΤΩΒΡΙΑΝΔΟΥ – SATOVRIANDOU – (Chateaubriand), και στη συμβολή με τη Μενάνδρου συνειδητοποίησα ότι είχα ξεχάσει την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσω, γιατί η αλήθεια είναι πως σε αυτά τα μέρη της πόλης δεν ξέρω πολλά ονόματα. Στάθηκα λοιπόν στη γωνία και έβγαλα το χάρτη μου, και μετά από λίγο ήρθε δίπλα μου και στάθηκε ένα μυστήριος τύπος που έβγαλε το κινητό και το έβαλε στο αυτί του. Άρχισα να φτιάχνω σενάρια στο μυαλό μου, όχι από ανησυχία ή φόβο, περισσότερο από συνήθεια. Ότι με είδε με χάρτη και σακίδιο, με πέρασε για τουρίστα και τώρα τηλεφωνούσε σε ένα φίλο για να έρθει και να μου πάρουν το σακίδιο, τα λεφτά και το κινητό. Θα απογοητευόταν. Το σακίδιο ήταν άδειο – ψέματα, είχα μέσα το τετράδιό μου και δε θα άντεχα να χάσω άλλο ένα – πάνω μου είχα περίπου πέντε ευρώ, και το κινητό μου είναι οκταετίας, ή κάτι παραπάνω. Επιπλέον, δεν είμαι τουρίστας, άλλη μία απογοήτευση. Σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή, για πρώτη φορά, το παράξενο θέαμα που πρέπει να παρουσίαζα σε όποιον με έβλεπε. Και το σκέφτηκα τότε, γιατί ήταν η πρώτη φορά που έβγαλα το χάρτη και υπήρχαν άνθρωποι γύρω μου. Στον Νέο Κόσμο δεν υπήρχε κανείς, μόνο κάτι γυμνοί μέσα σε – αρκετά με αυτό το αστείο. Και αν κάποιος με παρατηρούσε καλύτερα, θα έβλεπε ότι δεν κρατούσα μόνο χάρτη, αλλά και ένα χαρτί και ένα στυλό. Αν ο μυστήριος φίλος μου με ακολουθούσε, θα παραξενευόταν βλέποντάς με να σημειώνω τα ονόματα των δρόμων. Και πιθανώς θα συμπέραινε ότι, όντως, ήμουν τουρίστας και ότι σημείωνα τα ονόματα για να γυρίσω από κει που ήρθα, σαν Κοντορεβυθούλης ή Θησέας. Μου άρεσε η σκέψη ότι κάποιος μπορεί να με παρατηρούσε και να του φαινόμουν ηλίθιος, ή έστω ανεξήγητος. Ο μυστήριος φίλος μου όμως δε μου έκανε την τιμή να με ακολουθήσει για να με κλέψει και να με μαχαιρώσει.
           
Στη συνέχεια επισκέφτηκα την οδό ΚΑΡΟΛΟΥ – KAROLOU – (τώρα, ποιος Charles ή Karl μπορεί να είναι αυτός, δεν το γνωρίζω, απλώς ελπίζω στη λιγότερο πιθανή εκδοχή, δηλαδή να είναι μια ελληνοποίηση του ονόματος του Λιούις Κάρρολλ, αν και πιστεύω ότι αν η επιθυμία ίσχυε, η λατινική εκδοχή θα ήταν KARROLLOU) – τη ΒΙΚΤ. ΟΥΓΚΩ – VIKTOROS OUGO – (Victor Hugo) – η οποία στο απέναντι κτίριο αναγράφεται ως ΒΙΚ. ΟΥΓΚΩ – VIC. HUGO – την καθόλου καταπληκτική από ονομαστικής άποψης οδό ΦΑΒΙΕΡΟΥ – FAVIEROU – (Fabvier) – η οποία ωστόσο είναι ένας φοβερός δρόμος σκεπασμένος από δέντρα, την οδό ΜΑΙΖΩΝΟΣ – MAIZONOS – (Maison) – και την οδό ΜΑΓΕΡ – MAGER – (Meyer), για το hostel (χόστελ) της οποίας τόσες φορές με έχουν ρωτήσει φορτωμένοι τουρίστες, σε εντελώς άσχετα σημεία της πόλης.
           
Μετά από τη βόλτα μου σε αυτό το κομμάτι της πόλης που επισκέπτομαι τόσο σπάνια, άρχισα να περπατάω προς τη Βικτώρια (Victoria). Στη γωνία 3ης Σεπτεμβρίου και Ηπείρου, στο πεζοδρόμιο, την προσοχή μου τράβηξε ένα βιβλίο, όχι τόσο επειδή ήταν βιβλίο όσο λόγω του εξωφύλλου του: σημάδια που στα μάτια μου έμοιαζαν αραβικά. Σπουδαία σύμπτωση, σπάνια βόλτα στο αραβικό κομμάτι της πόλης, ευκαιρία να αποκτήσω ένα βιβλίο στα αραβικά. Κοίταξα γύρω μου, το σήκωσα και το έβαλα στην τσάντα μου. Όπως αποδείχθηκε, ήταν η μοντέρνα Βίβλος στα Φαρσί. Δεν ξέρω τι σημαίνει μοντέρνα Βίβλος. Στο εσώφυλλο, με λατινικούς χαρακτήρες, γράφει Farsi Contemporary Bible, ενώ στο οπισθόφυλλο γράφει Gospel for Guests και δίνει έναν ιστότοπο με ολλανδική κατάληξη. Με αυτή την ευκαιρία θέλω να υπενθυμίσω ότι οι γλώσσες της Μέσης Ανατολής διαβάζονται από τα δεξιά προς τα αριστερά, αλλά και να σημειώσω ότι τα βιβλία αυτών των γλωσσών ανοίγουν από τα αριστερά προς τα δεξιά. Είναι παράξενη η αίσθηση όταν κρατάω αυτό το βιβλίο και αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα να το αποκρυπτογραφήσω αντιπαραβάλλοντάς το με μία Βίβλο στα ελληνικά. Παλιά σκεφτόμουν ότι για να γράφουν οι Άραβες από τα αριστερά προς τα δεξιά, πρέπει ή να είναι κατά συντριπτική πλειοψηφία αριστερόχειρες, ή να είναι εντελώς ηλίθιοι, αλλά αυτό το θέμα δεν είναι της παρούσης. Σίγουρα κάτι μου διαφεύγει. Εν πάση περιπτώσει, αυτό που σκεφτόμουν με το καινούργιο μου βιβλίο στην πλάτη καθώς περπατούσα προς την αιτία και ρίζα του εγχειρήματός μου, είναι ότι η ενστικτώδης ανάγνωση της προπατορικής πινακίδας από έναν Άραβα, δεν μπορεί παρά να είναι ΥΟΔΡΟΦΛΪΥΚΓ – UODROFLIYKG. Αφήνοντας πίσω μου το δρόμο μου, πέρασα από την οδό ΧΕΫΔΕΝ – CHEYDEN – (Hayden), και αναρωτήθηκα για ποιο λόγο ο κύριος Χέυδεν δεν κατάφερε να αναγραφεί όπως γράφεται στη γλώσσα του. Αν αυτές οι τερατώδεις μεταγραφές γίνονται για λόγους προφοράς και πρακτικότητας, κάτι που υποπτεύομαι ότι ισχύει, τότε δε βρίσκω κανένα πρόβλημα στην εκδοχή Hayden. Αντιθέτως, φαντάζομαι τουρίστες από πολλές χώρες να ζητούν οδηγίες για την οδό Τσέυντεν ή Κέυντεν ή Σεντέν – ψέματα, δεν πιστεύω ότι υπήρξε ποτέ τουρίστας που ζήτησε οδηγίες για την οδό Χέυδεν, παρόλο που είναι κι αυτή καλυμμένη από έναν πανέμορφο θόλο δέντρων. Ίσως κάποιος ξενόγλωσσος όχι τουρίστας, κάποτε.
           
Λίγα τετράγωνα πιο πέρα βρίσκεται η επίσης θολωτή οδός ΔΕΡΙΓΝΥ – DERIGNY – (de Rigny). Δε θα σταθώ τόσο στη σχετικά καλή τύχη που είχε το όνομά του, όσο στο πλήρες όνομά του, το οποίο είναι Marie Henri Daniel Gauthier, comte de Rigny. Θα προσπαθήσω λοιπόν να δοκιμάσω τα όσα έμαθα από την περιπλάνησή μου για την μεταγραφή ξένων ονομάτων, σε μια υποθετική οδική πινακίδα που θα έφερε το πλήρες όνομα του κόμητος. Έχουμε και λέμε: ΜΑΡΙ ΑΝΡΙ ΝΤΑΝΙΕΛ ΓΚΩΤΙΕ, ΚΟΜΤ ΝΤΕ ΡΙΓΝΥ – MARI ANRI NTANIEL GKOTIE, KOMT DE RIGNY. Αρκετά καλά νομίζω. Δε θα έμενε μάτι για μάτι. Συνέχισα προς την οδό που, πριν αρχίσω τη βόλτα μου, θεωρούσα ότι θα κέρδιζε το σύστημα, όμως, βάσει όσων είχα δει, είχα ήδη χάσει κάθε ελπίδα. Έτσι λοιπόν, η λατινική εκδοχή της οδού ΧΑΜΙΛΤΟΝ δεν ήταν φυσικά Hamilton, αλλά CHAMILTON. Απογοήτευση από τη μία. Αποθέωση από την άλλη. Ωστόσο, σε συνδυασμό με την επόμενη και τελευταία οδό που επισκέφτηκα, αναρωτιέμαι γιατί η οδός του κυρίου Χάμιλτον δεν έγινε ΧΑΜΙΛΤΩΝΟΣ. Γιατί η επόμενη ήταν η οδός ΚΟΔΡΙΓΚΤΩΝΟΣ – KODRIGKTONOS – (Codrington). Προσέξτε, ξανά, πόσο όμορφο είναι αυτό το GK. Ήξερα ότι είχα τελειώσει, είχα περάσει από όλους τους δρόμους που ήθελα, τουλάχιστον για αυτή την άγια μέρα, αλλά συνέχισα να περπατάω προς τα Πατήσια επειδή δεν ένοιωθα κουρασμένος, επειδή δε βιαζόμουν και επειδή μπορεί να υπήρχε κάποιο θαμμένο διαμάντι κάτω από την εκλεκτικότητα του χάρτη μου ή έξω από τα όρια του. Περπάτησα μέχρι την Παναγία των Πατησίων χωρίς να βρω τίποτα, και αποφάσισα να γυρίσω σπίτι.
           
Χωρίς να φοβάμαι ότι θα πέσω πάνω σε κάποιον περαστικό, έβγαλα το χαρτί όπου είχα σημειώσει όλους τους ξένους δρόμους της Αθήνας και χάζεψα τα ονόματα. Μπήκα στον πειρασμό να επισκεφτώ τους υπόλοιπους κάποια άλλη μέρα, αλλά όχι για πολύ. Το κείμενο θα γραφόταν με τις οδούς του προσκυνήματος και μόνο. Ήταν θέμα αρχής. Ωστόσο, θα βρω τον τρόπο να κάνω μια σημείωση αν ποτέ η τύχη με πάει στην οδό Μ. Κιουρί στο Αιγάλεω, στην οδό Ομήρου Ντέιβις στο Ψυχικό, στην οδό Αϊνστάιν στο Κερατσίνι, στις οδούς Νεϊγύ, Τσώρτσιλ, Σαμουήλ Χάου που ο οδικός μου χάρτης τοποθετεί στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας, σε κάποια από τις δεκατρείς οδούς Κέννεντυ, σε κάποια από τις είκοσι δύο οδούς και δύο (ή ίσως πέντε) πλατείες Φλέμινγκ, και θα είμαι ευτυχής, για παρόμοιους αλλά διαφορετικούς λόγους, αν ποτέ βρεθώ στην οδό Αμερικανίδων Κυριών στη Νίκαια, στην οδό Επτά στην Κηφισιά, ή στις οδούς Άλφα, Βήτα, Γάμμα, Δέλτα, Έψιλον, Ζήτα, Ήτα, Θήτα και Ιώτα στο Ελληνικό. Κοιτάζοντας το χαρτί μου είδα τις δώδεκα οδούς Ζάππα που υπάρχουν στο λεκανοπέδιο, συν ένα μέγαρο, και σκέφτηκα ότι είναι κρίμα που ούτε μία από αυτές δεν είναι αφιερωμένη στο Φρανκ. Στο Βίλνιους του έχουν στήσει ολόκληρο άγαλμα. Και επιπλέον, επειδή ο Αφέντης Ονοματοθέτης δε θα μπορούσε να σκαρφιστεί καμία βαρβαρότητα. Είμαι βέβαιος, αυτή τη φορά είμαι βέβαιος: ΦΡΑΝΚ ΖΑΠΠΑ – FRANK ZAPPA. Και μετά σκεφτόμουν όλες αυτές τις οδούς Παπανδρέου και Καραμανλή, γι’ αυτό θέλω να κάνω άλλη μία σημείωση, σε περίπτωση που αυτό το κείμενο διασωθεί για τις επόμενες γενιές Αθηναίων: αν ποτέ υπάρξει οδός Γεωργίου Παπανδρέου αφιερωμένη στον εγγονό, εσείς του τότε να ξέρετε ότι όχι πάροδο ή παράδρομο, όχι υπόγεια διάβαση ή ποδηλατόδρομο, δεν άξιζε ούτε διάδρομο. Φτάνοντας στην Ομόνοια, ή Ομονόια όπως την αποκαλεί ένας φίλος, και περνώντας ξανά από την οδό Γλάδστωνος, σκεφτόμουν ότι ίσως οι υπεύθυνοι για τις πινακίδες των οδών να περιμένουν, να περίμεναν πάντα, ένα κείμενο όπως αυτό για να αποφασίσουν να αντικαταστήσουν τις υπάρχουσες πινακίδες με καλύτερες, χωρίς παρανοϊκές αλληλουχίες γραμμάτων, ώστε να πάρουν κάποια μιζούλα, ότι μπορεί αυτό να ήταν εξ αρχής το σχέδιό τους.
           
Περιμένοντας στο φανάρι της Πανεπιστημίου, συνειδητοποίησα ότι έχουμε δώσει κάτι παρακατιανές οδούς στον Όμηρο, το Σωκράτη, το Φειδιπίδη και τους υπόλοιπους αρχαίους, ότι ο Περικλής, ας πούμε, είναι απλώς μία από τις τέσσερεις μεταμορφώσεις της Καραγιώργη Σερβίας (Αγίας Ειρήνης, Αθηναΐδος), ότι η κατάσταση είναι ίδια ή παρόμοια και για τους νεότερους, (κάτι δρομίσκοι για τον Παπανικολάου, το Σκαλκώτα και το Μητρόπουλο, καμία οδός για τον Ξενάκη και για πόσους ακόμα), ότι σίγουρα κάποια στιγμή ένας δρόμος θα πάρει το όνομα κάποιου ντενεκέ που μας κυβέρνησε, ότι έχουμε δώσει σε βασικές αρτηρίες της πόλης μας ονόματα διαφόρων βασιλέων και βασιλισσών που μας επιβλήθηκαν έξωθεν και δεν αφορούν κανέναν. Σοφία, Κωνσταντίνος, Αμαλία, Όθων, Γεώργιος. Ποιοι είναι όλοι αυτοί; Έχω λοιπόν κάποιες προτάσεις. Δεν έχω κάποια προτίμηση ως προς τον (κεντρικό) δρόμο που θα λάβει καινούργιο όνομα, ούτε θα είχα πρόβλημα να αναγνωρίσω κάποια καλύτερη αντιπρόταση. Εν πάση περιπτώσει, οι προτάσεις μου είναι οι εξής: οδός Αρκά, οδός Ντένης Μαρκορά, οδός Λιλιπούπολης (και όχι Λιλιπουπόλεως), οδός Εμμανουήλ Ροΐδη, οδός Νίκου Γκάλη και οδός Θανάση Βέγγου. Πόσα πράγματα μπορεί κανείς να σκεφτεί σε ένα και μόνο φανάρι της Πανεπιστημίου, νόμιζα ότι δε θα ανάψει ποτέ.
           
Το ιστορικό τρίγωνο της Αθήνας είναι ένα σχεδόν ορθογώνιο σχεδόν ισόπλευρο τρίγωνο, που ορίζεται στη μία του πλευρά από την οδό Σταδίου, η οποία, κάποτε, έφτανε μέχρι το Παναθηναϊκό στάδιο. Σύμφωνα με τους κατά προσέγγιση υπολογισμούς μου, πλέον είναι περίπου 950 μέτρα. Αν ήταν 185 ή 192 μέτρα, θα μου άρεσε πολύ η σύμπτωση και δε θα είχα καμία ένσταση. Αλλά όσο κι αν βγαίνει η αριθμητική, θα μου φαινόταν υπερβολικό, προτιμότερο πάντως της παρούσας κατάστασης, να μετονομαστεί σε οδό Πέντε Σταδίων. Γι’ αυτό, και για να επιστρέψω στη βασική θεματολογία του κειμένου, θα προτείνω μία τελευταία μετονομασία: της Σταδίου σε οδό ΙΩΑΝΝΟΥ ΛΕΝΝΩΝΟΣ – IOANNOU LENNONOS.
          
 Γύρισα σπίτι, έφτιαξα μια πορτοκαλάδα, μια ομελέττα και μια ντοματοσαλάτα, έφαγα, ξάπλωσα στον καναπέ, χάζεψα, διάβασα, σημείωσα, είδα Ολυμπιακούς αγώνες, κάποια στιγμή έκανα ένα μπάνιο. Δεν κοιμήθηκα νωρίς. Αυτές, και τριάντα ώρες στην Εύβοια (Euboea), ήταν οι καλοκαιρινές μου διακοπές για το 2016.